«Αυτοί που πήραν τα βουνά…»

Από τη ΝΟΡΑ ΡΑΛΛΗ

Ο καθένας, φαντάζομαι, θέλει πότε-πότε να γίνει διαφορετικός από ό,τι είναι. Και για να γίνεις διαφορετικός, δεν χρειάζεται να έχεις μπάρμπα το Φουστάνο –αρκεί να διαθέτεις υπομονή, θάρρος και αρκετή φαντασία. Βέβαια, ενίοτε, αρκεί να διαθέτεις δύο ρόδες και ένα σπασμένο κλειδί…
Ήταν πρωί τ’ Αυγούστου, κοντά στη ροδαυγή, που δύο φιλενάδες αποφάσισαν να ποδηλατοδρομήσουν τις ανηφοριές της Σερίφου, για να προσεγγίσουν μία απροσέγγιστη από θεούς, ανθρώπους και τρόικα

(γνωστό και ως «τρίο της συμφοράς») παραλία. Η Σέριφος, για όσους δεν γνωρίζουν από ρόδα, δεν είναι για δίκυκλα. Είναι κλασική Ελλάδα –πάνω, κάτω, πάνω, κάτω. Αυτοί δεν είναι δρόμοι –το τρενάκι του τρόμου είναι. Και καλά κάνουν, εδώ που τα λέμε. Τι να τα κάνουμε, ρε Ευρωπαίε, τα βουνά μας δηλαδή, για να βρεις εσύ ίσιωμα να πηγαίνεις άνετος; Να τα φάμε; (αν και καλύτερα να τα φάμε εμείς, παρά να μας τα φαν εκείνοι!)
Πάντως, τα βουνά και οι ανηφόρες της Σερίφου είναι ακόμη αφάγωτες. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, λοιπόν, οι δύο φιλενάδες και κάποια στιγμή (μετά από 3 ώρες ανηφοριά) με τα ποδήλατα πάντα, φτάνουν σ’ ένα χωριό –επίσης απροσέγγιστο από το τρίο της συμφοράς: θεό, ανθρώπους και τρόικα. Δένουν τα ποδήλατα σε μια κολόνα –από κολόνες πια η Ελλάδα… να φαν και οι Γερμανοί, να φαν κι οι Άγγλοι!– και μια και δυο κινούν για την παραλία. Άλλη μίση ώρα δρόμος. Αλλά… άξιζε. Μόνο που, τελικά, η αξία ενός πράγματος έγκειται στην επιστροφή του. Πώς είναι όταν αγοράζεις ένα αυτοκίνητο πανάκριβο, μετά καταλαβαίνεις πως η βενζίνη έχει πάει 2 ευρώ, πας να το επιστρέψεις και σου λένε: «Και 500 μέτρα να έχει κάνει, από τη στιγμή που βγαίνει από την αντιπροσωπεία, χάνει το μισό της αξίας του»; Ε, κάπως έτσι συμβαίνει και με τις απροσέγγιστες παραλίες: Όταν τις καταβαίνεις μοιάζουν παραδεισένιες, όταν είναι όμως να επιστρέψεις, είσαι έτοιμος να φωνάξεις ο ίδιος τον Σόιμπλε να την αγοράσει μπας και φτιάξουν κανά δρόμο βατό από το προαναφερθέν αυτοκίνητο.
Διότι, αν το μονοπάτι δεν φαίνεται και έχει πιάσει να βραδιάζει, τότε τι κάνεις; Για καλή τους τύχη, οι φιλενάδες πέφτουν πάνω (κυριολεκτικά πάνω, γιατί δεν τους είδαν στο σκοτάδι) σε ένα ζευγάρι, που με τη σειρά του είχε να δει πολύ καιρό άλλους ανθρώπους. «Σας παρακαλούμε, πείτε μας πώς θα φτάσουμε στην κορφή;». Αυτό ήταν. Κάπως έτσι ξεκινάνε τα μεγάλα δράματα της ιστορίας. Άρχισε το ζεύγος να τσακώνεται, μες τη νύχτα, μες την ερημιά για το ποιος είναι ο καλύτερος δρόμος της επιστροφής. Με τα πολλά, τα κορίτσια μας, περνώντας μέσα από βάτα και σκαρφαλώνοντας μαντρότοιχους, έφτασαν στα ποδήλατά τους. Πάνε να τα λύσουν και σπάει το κλειδί στην κλειδαριά μέσα.
Και κάπως έτσι τελειώνουν τα μεγάλα δράματα της ιστορίας…
Το προαναφερθέν ζεύγος επανέρχεται και στην ερώτηση «μήπως σας βρίσκεται κάποιο εργαλείο για να ελευθερώσουμε τα ποδήλατα και να μπορέσουμε να φύγουμε τελικά;», η απάντηση αποστομωτική… «Γιατί να φύγετε; Φοβάστε; Ε, δεν είστε δα και στις ερημιές!».

Αφιερωμένο σ’ αυτούς που πήραν τα βουν

Keywords
Τυχαία Θέματα