Άγγελος Ρούβαλης

Ο δημιουργός της Οινοφόρου μιλάει για τη δική του πορεία, αλλά και για τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ελληνικό κρασί - εντός και εκτός συνόρων.

Κατάγεται από το Αίγιο. Ο πατέρας του, ο Ξενοφώντας, ήταν σταφιδοπαραγωγός, και μάλιστα σε εποχές δύσκολες για τη σταφίδα. «Ηταν συνεχώς με δάνεια και χρέη», λέει ο Αγγελος Ρούβαλης. «Είχε κι ένα μικρό αμπελάκι με Ροδίτη. Τον θυμάμαι να πατάει τα σταφύλια σ’ ένα μικρό πατητήρι, να βγάζει μούστο και να μετράει το baumé, το ειδικό βάρος του δηλαδή, με ένα αυγό. Το αυγό έπρεπε οπωσδήποτε να είναι φρέσκο. Αν ισορροπούσε κατακόρυφα μέσα

στο μούστο, σήμαινε πως αυτός είχε τα γράδα που έπρεπε. Αν βούλιαζε, πως ήταν πιο αραιός και ήθελε ενίσχυση».

Ποτέ, όμως, δεν σκέφτηκε ότι θα γινόταν οινοποιός, και μάλιστα στον τόπο του, στην Αιγιάλεια. Σπούδασε Χημεία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, επί δικτατορίας, σε μια δύσκολη εποχή, κατά την οποία πολλοί νέοι αποφάσιζαν να φύγουν για το εξωτερικό, για να «ανασάνουν». Ξέροντας Γαλλικά, επέλεξε τη Γαλλία. «Βρέθηκα στο Μπορντό να σπουδάζω Οινολογία. Κι εκεί έγινε κάτι μαγικό: βγήκαν όλες οι παιδικές μνήμες μου στην επιφάνεια και απορροφούσα τις γνώσεις σαν σφουγγάρι!»

Ο πατέρας σας ζούσε ακόμα;

Ναι, και ευχαριστήθηκε πολύ. Τον θυμάμαι να μπαίνει σαν γίγαντας μέσα στα χωράφια και να ξεριζώνει τα κλήματα της σταφίδας για να φυτέψουμε νέα αμπέλια, για το κρασί. Αντί να λυπάται, δηλαδή, που κατέστρεφε αυτό που είχε θρέψει τόσα χρόνια τον ίδιο και την οικογένειά του, χαιρόταν για μένα. Ηταν προχωρημένο μυαλό.

Στην κάβα με τα επιλεγμένα δρύινα βαρέλια παλαίωσης.

Η πρώτη σας δουλειά ως οινολόγου ποια ήταν;

Επιστρέφοντας στο Αίγιο, κάνω κρούση στην Achaia Claus, στους Νερουτσόπουλους. Πάω, λοιπόν, μια ωραία πρωία για συνέντευξη. «Τι ήσουν στο στρατό; Ανθυπολοχαγός;» με ρωτούν. «Οχι, τυφεκιοφόρος», απαντώ. «Α, λυπούμεθα, αλλά δεν μας κάνεις. Εδώ πρέπει να δίνεις εντολές σε 150 άτομα. Δεν θα τα καταφέρεις», μου λένε.

Και ο δρόμος σάς οδήγησε τότε στη Σαντορίνη…

Ναι, το 1982. Εμαθα ότι ζητούσε οινολόγο ο συνεταιρισμός και έπιασα εκεί δουλειά. Ηταν μεγάλο σχολείο για μένα η Σαντορίνη. Οι ντόπιοι τρυγούσαν στις 20 Σεπτέμβρη, έβγαζαν κάτι υψηλόβαθμα κρασιά -15 ή 16 βαθμούς-, τα έστελναν με καράβια σε εμπόρους στα Μεσόγεια κι εκείνοι τα αραίωναν με 20% νερό και τα πωλούσαν στις ταβέρνες. Οταν εμφανίστηκα εγώ και τους είπα ότι ο τρύγος πρέπει να γίνεται το αργότερο στα τέλη Αυγούστου, με κοίταζαν απορημένοι. «Είναι τρελός αυτός ο οινολόγος», έλεγαν. Σιγά-σιγά, βέβαια, τα πράγματα γίνονταν με τον δικό μου τρόπο. Τρυγούσαμε νωρίτερα, φτιάξαμε το δικό μας εμφιαλωτήριο, αρχίσαμε να παράγουμε κρασιά νέου τύπου. Εκεί γνώρισα τον Πάρι Σιγάλα -που ήταν τότε μόνο μαθηματικός- και τον έβαλα στην περιπέτεια του κρασιού. Και σήμερα είναι καλύτερος οινολόγος από μένα!

Θα χαρεί πολύ όταν το διαβάσει...

Αλήθεια είναι! Να σας αφηγηθώ ένα ενδεικτικό περιστατικό, για να καταλάβετε πώς ήταν τότε, οινικά, η Σαντορίνη. Μια μέρα που ήμουν στο χημείο του συνεταιρισμού, μου χτυπάει την πόρτα ένας γεροντάκος. «Χημικέ, χημικέ, χρειάζομαι τη βοήθειά σου», μου λέει. «Μου ξίνισε το κρασί και θέλω να μου δώσεις ένα φάρμακο για να το φτιάξω». Δεν υπάρχει τέτοιο φάρμακο, του εξηγώ. «Οχι, λες ψέματα», επιμένει εκείνος. «Ο προηγούμενος οινολόγος μού έδινε μια άσπρη σκόνη που έκανε θαύματα!»

Τι εννοούσε;

Του έδινε ανθρακικό ασβέστιο, που μειώνει την οξύτητα. Η άσχημη μυρωδιά, βέβαια, παραμένει στο κρασί. Απλώς, αν κλείσεις τη μύτη σου, ίσως μπορέσεις να το πιεις. (Γέλια) Λίγες μέρες μετά, έκανα βόλτα με τη γυναίκα μου στην Οία. Και είδα τον ίδιο γέρο, καβάλα στο γαϊδούρι του, να διαλαλεί το εμπόρευμά του: «Εδώ το καλό, αγνό κρασί, χωρίς φάρμακα, χωρίς χημικά»…

Σε ένα βαθμό, ο μύθος υπάρχει ακόμα, ότι δηλαδή το χύμα κρασί είναι το αγνό.

Μύθος, όπως το είπατε. Δεν είναι αγνό. Και όχι μόνο γευστικά, αλλά και από οικονομικής πλευράς. Ευνοεί την παραοικονομία. Μόνο ο ΕΟΤ δεν το έχει καταλάβει. Σε όλες τις καμπάνιες του, το κρασί που φαίνεται στις φωτογραφίες είναι χύμα…

Από τη Σαντορίνη πότε φύγατε και γιατί;

Δυο-τρία χρόνια μετά. Είχα κουραστεί. Οταν μέσα σε ένα συνεταιρισμό, όπου όλοι προσπαθούν να παίξουν κομματικά παιχνίδια, εσύ πασχίζεις να κάνεις ποιοτική δουλειά, είσαι σαν τον Δον Κιχώτη. Επέστρεψα, λοιπόν, στο Αίγιο. Εκείνη την περίοδο, η Achaia Claus είχε ξεμείνει από οινολόγο και είχε αναθέσει σε εταιρεία ευρέσεως στελεχών να της βρει τον καλύτερο. Με στέλνουν, λοιπόν, στους ίδιους ανθρώπους που κάποτε με είχαν απορρίψει. Ξεκινάω ως υπεύθυνος ποιοτικού ελέγχου, με πολλά όνειρα. Αλλά δεν είχαν μυαλό οι αδελφοί Νερουτσόπουλοι. Αν είχαν χειριστεί αλλιώςτα πράγματα, η εταιρεία τους θα ήταν σήμερα ηγέτης του χώρου. Σε τρία χρόνια συγκρουστήκαμε και έφυγα.

Οι αμπελώνες της Οινοφόρου στις πλαγιές της Αιγιάλειας - κατάφυτα «μπαλκόνια» πάνω από τον Κορινθιακό κόλπο.

Μάλλον ήταν για καλό, αφού έτσι ανακαλύψατε τη δυναμική του Ροδίτη…

Πράγματι, δοκιμάζω κρασιά από Ροδίτη της ορεινής Αιγιάλειας και εντυπωσιάζομαι. Αν η χωρική οινοποίηση δίνει τέτοια διαμάντια, σκέφτομαι, υπάρχει μεγάλο μέλλον. Το 1990 συνεργάζομαι με έναν ντόπιο αμπελουργό, φτιάχνω το Ασπρολίθι και γίνεται χαμός! Αυτό μας δίνει την ώθηση να φτιάξουμε ένα νέο οινοποιείο και μπαίνουν τα θεμέλια της Οινοφόρου. Τα πρώτα χρόνια συνεργάστηκα με τον γεωπόνο Γιάννη Καραμπάτσο. Και να ξέρετε, γνωριστήκαμε από προξενιό! Είχε πάει στο υπουργείο να ρωτήσει μήπως υπήρχε κάποια επιδότηση για οινοποιείο στην Αττική. «Οχι», του είπαν, «αλλά ψάχνει συνεταίρο ένας οινολόγος στο Αίγιο». Ετσι βρεθήκαμε. Το 2004, μετά τον ξαφνικό θάνατο του Γιάννη, αποφάσισα να συνεργαστώ με τα Ελληνικά Κελάρια και τον Βασίλη Κουρτάκη, έναν σπάνιο άνθρωπο, καλλιεργημένο, με χιούμορ και πάθος για την οινοποιία.

Πέρα από την έλλειψη θεσμών, τι άλλο αποτελεί τροχοπέδη στην πρόοδο του οινικού κλάδου;

Οι χρεωμένοι συνεταιρισμοί και οι εκπρόσωποί τους, που έχουν το πάνω χέρι και επηρεάζουν το υπουργείο Γεωργικής Ανάπτυξης - πολλές φορές και για χρηματοδοτήσεις κάτω από το τραπέζι... Το υπουργείο είναι, δυστυχώς, για μας αντίπαλος, όχι σύμμαχος. Ο,τι προέρχεται από τους συνεταιρισμούς το θεωρεί καλό, ό,τι από τους ιδιώτες τουλάχιστον ύποπτο.

Υπάρχει η πεποίθηση πως η αμπελοκαλλιέργεια δεν είναι επικερδής δραστηριότητα. Ισχύει;

Είναι μεγάλος μύθος. Καμία εταιρεία δεν έχει το κέρδος που έχει ανά στρέμμα ο αμπελουργός. Απλώς, με τους μικρούς κλήρους που υπάρχουν στην Ελλάδα, τα ποσά είναι μικρά. Με πέντε στρέμματα δεν μπορεί κανείς να ζήσει την οικογένειά του. Επομένως, πρέπει αλλού να αναζητηθούν οι λύσεις. Δεν μπορεί να μην έχει η πολιτεία καθορίσει γεωργικές ζώνες στη χώρα και να μιλάει για γεωργική ανάπτυξη. Αν αυτό συνεχιστεί, σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν αμπέλια, να το θυμηθείτε. Ο μέσος όρος του αμπελώνα είναι 6 στρέμματα και το 60% των αμπελουργών διαθέτουν λιγότερα από πέντε. Αυτά δεν είναι βιώσιμα μεγέθη. Η Κομισιόν πήρε την απόφαση από το 2015 και μετά να απελευθερωθούν οι φυτεύσεις που σήμερα απαγορεύονται. Αντιδρούν η Γαλλία (για να μη χάσει το πάνω χέρι) και οι δικές μας συντεχνίες. Επειδή δήθεν έτσι θα ανέβουν οι τιμές των σταφυλιών. Είναι αστείο. Η ισορροπία στην αγορά εξαρτάται από την παγκόσμια ζήτηση και προσφορά. Αν δεν υπάρχει εδώ πρώτη ύλη, θα έρθει από αλλού.

Είναι χαμένη υπόθεση, δηλαδή, το κρασί για έναν νέο που θέλει να επιστρέψει στο χωριό του και να δημιουργήσει κάτι;

Οχι, βέβαια. Αλλά υπάρχουν προϋποθέσεις. Οι Ελληνες αγρότες δεν έχουν αξιοποιήσει στο έπακρον τις δυνατότητες της γης. Μόνο αν παράλληλα με την καλλιέργεια που επιλέγουν έχουν κι ένα μποστάνι για τα ζαρζαβατικά τους, ένα κοτέτσι και δυο-τρία μικρά ζώα θα είναι βιώσιμες οι επιχειρήσεις τους. Η πολυλειτουργικότητα είναι η μόνη λύση. Αλλά, δυστυχώς, δεν υπήρξε ποτέ οργανωμένη αγροτική πολιτική, που να έχει το βλέμμα στο μέλλον και όχι στην ψηφοθηρία.

Παρ’ όλα αυτά, υπήρξαν αξιόλογες προσπάθειες από ανθρώπους που έδωσαν ώθηση στο ελληνικό κρασί.

Πράγματι, μπήκαν νέοι, πολύ μορφωμένοι άνθρωποι στο χώρο. Η τεχνολογία άλλαξε πολλά προς το καλύτερο. Επιπλέον, έχουμε τις ενδιαφέρουσες γευστικά ποικιλίες μας. Βγάζουμε κρασιά που ξεχωρίζουν, νόστιμα, με σώμα, που ταιριάζουν πολύ με το φαγητό. Οι εξαγωγές αυξάνονται. Ακόμα και μεσούσης της κρίσης, το κρασί αντέχει. Δεν είναι όπως τα αλκοολούχα, που συνθλίβονται υπό το βάρος της ύφεσης.

Ποιες ποικιλίες αγαπάτε περισσότερο;

Μετά το Ασύρτικο, η πιο ενδιαφέρουσα λευκή ποικιλία για μένα είναι η Ρομπόλα. Είναι όμως ΠΟΠ Κεφαλονιά και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί αλλού. Αλλο παράλογο! Μα βάζεις την ποικιλία μέσα στην ΠΟΠ; Γιατί τη δεσμεύεις; Κι εγώ τι να κάνω; Να τη βάλω στο χαρμάνι, αλλά να την κρύψω από την ετικέτα; Αντίστοιχο πρόβλημα αντιμετωπίζω και με τη Μαυροδάφνη. Είναι στη «γειτονιά» μου και δεν μπορώ να τη χρησιμοποιήσω. Ο νόμος πρέπει να αλλάξει, επιτέλους. Ολη η Γαλλία είναι ένα αμπελουργικό διαμέρισμα κι εμείς δουλεύουμε ακόμη ανά νομό.

Οποτε μιλώ με ανθρώπους του οίνου, είθισται να τους ρωτώ τι έχουν διδαχτεί από την ενασχόλησή τους με το αμπέλι. Θα θέλατε να μου απαντήσετε κι εσείς σ’ αυτό;

Το πρώτο που έμαθα είναι πως η επαφή με τη γη είναι αναντικατάστατη. Και αυτό πρέπει να το διδάξουμε και στις νέες γενιές. Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμα. Στη «Μουσική Ποιητική» του ο Ιγκόρ Στραβίνσκι λέει: «Ο,τι δεν είναι παράδοση είναι κοινοτοπία». Την εποχή που σπούδαζα στο Μπορντό, λευκό κρασί και παλαίωση ήταν για τους Γάλλους έννοιες αντικρουόμενες. Οταν ήρθα στην Ελλάδα και έβλεπα τους παραγωγούς να έχουν το λευκό κρασί μέσα στα βαρέλια, τους έλεγα: «Τι κάνετε; Μόλις τελειώσει η ζύμωση πρέπει να το μεταγγίσετε!». Κι έπειτα ήρθε η εμπειρία της δεκαετίας του ’90 και απέδειξε ότι παλαίωση λευκού κρασιού σε βαρέλι δεν νοείται, αν δεν γίνεται με τις οινολάσπες του - αυτό δηλαδή που έκαναν οι παλιοί στα χωριά μας. Το επιμύθιο; Mην τα βάζεις με την παράδοση. Πρέπει πρώτα να την κατανοήσεις και μετά να την εξελίξεις…

Keywords
Τυχαία Θέματα