Ben Frost: Καθαρτικός λυρισμός μέσα στο θόρυβο

12:07 6/8/2015 - Πηγή: Mixtape

Η ιδιόμορφη περίπτωση του Ben Frost μας απασχολεί ευχάριστα ήδη από την προηγούμενη δεκαετία και έχοντας εδραιώσει την παρουσία της στη ζωή μας, επικοινωνεί και πάλι μαζί μας μέσα από ένα νεοφερμένο άλμπουμ ονόματι A U R O R A.

Αντιμετωπίζοντας τον ήχο και τις συχνότητες αυτού ως εξαιρετικά εύπλαστες οντότητες, ο γεννημένος το 1980 στη Μελβούρνη Ben Frost, γυρίζει τα κουμπιά των πάσης φύσεως μηχανημάτων του από τις αρχές των 00s και μας καθοδηγεί λυτρωτικά σε προορισμούς που τριβελίζουν ψυχή, πνεύμα και σώμα.

Αυτό που δύνασαι πρωτίστως

να διαπιστώσεις έπειτα από μια προσεκτική επαφή με τα δημιουργήματα του Ben Frost, είναι η ευχέρεια με την οποία ο εν λόγω δημιουργός ανατρέπει τα σχέδιά σου που αφορούν την κατηγοριοποίηση και ταξινόμηση των ακουσμάτων σου. Με απαρχή εκείνο το κατανυκτικό αντάμωμα κλασικής μουσικής, electronica (trip hop, ambient, glitch…) και Sigur Ros αγγίγματος, στο ντεμπούτο του που εξέδωσε ιδιοίς εξόδοις πίσω στο 2001, το EP Music For Sad Children (τι αρμοστός τίτλος!), ο Αυστραλός, ας μου επιτραπεί η έκφραση, προβοκάτορας του ήχου, μας τροφοδότησε με πληθώρα ακουστικών ερεθισμάτων

Κι αν στο παραπάνω, παρθενικό του εκφραστικό καταστάλαγμα δεν έδωσε για κάποιους επαρκή –ποιοτικά και ποσοτικά– δείγματα της ευρηματικότητας και της χρησιμότητας των εμπνεύσεών του, στην αμέσως επόμενη δισκογραφική του εμφάνιση μια διετία αργότερα, υπό το Steel Wound, θα το πράξει μεταδίδοντας έναν ισχυρό αντίκτυπο. Κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου άλμπουμ, ο Frost θα διαχειριστεί τις ιδέες του με ουσιαστική φειδώ και αξιοσημείωτα λεπτοσμιλεμένους ελιγμούς, γεγονός που θα αποδειχθεί προσοδοφόρο για το συνολικό αποτέλεσμα. Ένα οργανικό αποτέλεσμα «περιβαλλοντικής» μουσικής, βραδυφλεγές και δίχως έντονες εξάρσεις, που σφύζει από κενούς χώρους, τους οποίους o δημιουργός του παρεμβάλλει ανάμεσα στις γλυκόπιοτες/πικρόπιοτες (συγκινητικός, το δίχως άλλο, συνδυασμός) εκλύσεις κιθαριστικών αντηχήσεων και παραμορφώσεων. Υπεύθυνες για το ύφος του LP, είναι κατά κύριο λόγο οι αναφορές του Frost στη ροκ πραγματικότητα μετά την επίδραση των Talk Talk και Slint σε αυτή, στο απροσδιόριστα και αναιμικά τιτλοφορημένο post-rock. Σε παράλληλο χρόνο, ο προκείμενος ηχητικός σχεδιαστής (τον αποκαλείς και sound designer), θα ανατρέξει στις ημέρες που ο Brian Eno ετοίμαζε με κομψούς χειρισμούς και λιτότητα μέσων τις ambient κατασκευές του.

Διαβαίνοντας το κατώφλι του 2005, ο Frost μετοικίζει στο Ρέικιαβικ, ξέρετε στην πρωτεύουσα μιας ονειρεμένα ψυχρής χώρας, της Ισλανδίας, που από τα 90s μας τροφοδότησε με χίλιες μύριες μουσικές αναμνήσεις. Ο γεωφυσικός ιστός αυτού του απόκοσμης ομορφιάς κράτους , που στο παρελθόν ώθησε αρκετούς καλλιτέχνες στην κατάθεση αριστουργημάτων, θα σταθεί ως εφαλτήριο στην προσπάθεια του Frost να ξετυλίξει ένα ιδιοσυγκρασιακό κουβάρι ηχοτοπίων. Μια προσπάθεια που εκκινεί ύστερα από μια διετία επί ισλανδικού εδάφους, με το δυστοπικό Theory Of Machines και μια μουσική γλώσσα περισσότερο αιχμηρή, ερεβώδη, πολυσήμαντη, ποικιλόμορφη, πολυσχιδή και ανοιχτή σε ερμηνείες. Με… συστατικά ηλεκτρονικής προέλευσης (beats, drones, βόμβοι, παραμορφωμένες συχνότητες, bleeps και παλλόμενες μελωδίες από synths), κιθαριστική τεχνοτροπία αλά post-rock όπως και no wave προσανατολισμών, με την επιρροή των Sonic Youth, των Swans (διόλου τυχαία τιτλοφορημένο κι ένα τρακ από εδώ ονόματι “We Love You Michael Gira”) και του… Fennesz να απλώνεται στα ογκώδη στρώματα από τα εφέ των πεταλιών, λυρικές σφήνες από έγχορδα και νεοκλασική μουσική αντίληψη, κρουστά με παγανιστικές βλέψεις, θραύσματα από επιτόπιες ηχογραφήσεις σε εξωτερικούς χώρους…

Η Γλώσσα των Μηχανών, λοιπόν, που αξιοποιεί ο Frost, και η οποία φαντάζει ψυχρή, στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με μια καθόλα ανθρώπινη διάλεκτο, προορισμένη για την ανάπλαση της ψυχοσύνθεσής μας. Κάτι τέτοιο, μου εντυπώνεται ακόμη πιο απτά και έντονα όταν έρχομαι σε επαφή με το αμέσως επόμενο τεχνούργημα του εδώ τιμώμενου προσώπου • το By The Throat που ξεμυτίζει δυο έτη μετά, σηματοδοτεί μια πορεία προς την επίτευξη της ψυχικής ανάτασης, παρά το εξτρεμιστικά νοσηρό του στίγμα. Η αρμονία στο θόρυβο και η οργάνωση στο χάος, είναι οι αποτυπώσεις που θέλουν τον Frost ως τον απόλυτο κυρίαρχο των δομών, των ενορχηστρώσεων και των κλιμακώσεων των εντάσεων στο δίσκο.

Σε ένα από τα σπουδαιότερα και πιο οριακά μουσικά έργα των 00s, ο εμπνευστής του χρησιμοποιεί ένα (μουσικό) λόγο γόνιμα πολυσύνθετο και άκρως αλληγορικό, με μεταφορές που δεν μένουν στα προφανή των τίτλων του άλμπουμ και των συνθέσεων αυτού. Πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησε με το Theory Of Machines, προσδίδει ένα ευρύτερο νόημα, ένα επιπρόσθετο εκτόπισμα και περισσότερες προεκτάσεις στην Τέχνη του. Ο ειρμός του ακούγεται πια πιότερο εκφραστικός, συμπαγής, ογκώδης, συνεκτικός, πολυδαίδαλος, απολαυστικός… Από το εναρκτήριο “Killshot” μέχρι την έξοδο με το “Through The Mouth Of Your Eye”, αφουγκραζόμαστε ένα υλικό έτοιμο για να προκαλέσει κάθε μας αίσθηση και να εγείρει ερωτήσεις κι απορίες κάθε λογής, κάτι στο οποίο συνηγορεί καθοριστικά o υβριδικός χαρακτήρας καθενός εκ των έντεκα κομματιών. Τραχιές γραμμές από doom metal ατμόσφαιρα, μυσταγωγικές πομπές από κρουστά (gong, τύμπανα, καμπάνες…), υποβλητικά έγχορδα (harpsichord, dulcimer, προετοιμασμένο πιάνο, τσέλο, βιολί, βιόλα…) και πνευστά με μοντέρνα κλασική επίγευση (δες Krzysztov Penderecki, Jóhann Jóhannsson, Arvo Pärt…). Μαζί τους σε ένα τεταμένο ambient κλίμα, συνυπάρχουν, θρυμματισμένα beats και bleeps IDM (Aphex Twin είσαι εδώ;) αισθητικής, σκιαχτικό βιομηχανικό φόντο που παραπέμπει στους Coil, πηγαινοερχόμενοι ψηφιακοί βόμβοι, μπασοσυχνότητες που δένουν κόμπο το στομάχι, φωνές ανθρώπων και κραυγές των λύκων του εξωφύλλου…

«Και μετά τι;» θα αναρωτηθεί κανείς. Κι ο συνθέτης, πολυοργανίστας και παραγωγός Ben Frost, θα απαντήσει παραθέτοντας απλώς μια παραγωγικότητα που πηγαίνει αγκαζέ με την δημιουργικότητά του. Τη συνεργασία του με τον Tim Hecker (μέσω της παραγωγής στο σημαίνον Ravedeath, 1972 [2011] αυτού), εκείνη με τους Swans (αναπαράγοντας του ήχους της φωτιάς σε ένα κομμάτι του… The Seer [2012]), εκείνη με τον σαξοφωνίστα Colin Stetson (στην παραγωγή του τρίτου μέρους της συγκλονιστικής σειράς New History Warfare [2013]), εκείνη με τον Oren Ambarchi (για τις ανάγκες της ηχητικής υπόκρουσης του θεατρικού έργου Black Marrow [2013]), τρεις ακόμη αξιόλογες μουσικής πλαισιώσεις καλλιτεχνικών δρωμένων (για το δραματικό φιλμ Sleeping Beauty, για το πραγματευόμενο το μεταναστευτικό ζήτημα των Μεξικάνων ντοκιμαντέρ The Invisibles και για την χοροθεατρική παράσταση FAR).

Την πλέον ιδιαίτερη στιγμή, όμως, μετά την σαρωτική έλευση του By The Throat, θα σχηματοποιήσει το μινιμαλιστικό άλμπουμ Sólaris [2011] (εμπνευσμένο από την ομώνυμη ταινία μυστηριώδους μελλοντολογίας του Tarkovksy), δηλαδή η δισκογραφημένη του σύμπραξη του Frost με τον Ισλανδό συνθέτη Daníel Bjarnason. Ένα φουτουριστικό ηχογράφημα από αργόσυρτα στιγμιότυπα, υπό το όραμα του οποίου οι εμμονές των δύο συνθετών τέμνονται. Τα εργαλεία διαμόρφωσης του οράματος αυτού, συγκεκριμένα: οι φειδωλές αναπτύξεις ενός προετοιμασμένου πιάνου από τον Bjarnason, οι κιθαριστικές απολήξεις του Frost και των πεταλιών του, οι ωδές της Συμφωνικής Ορχήστρας της Κρακοβίας και μια ψηφιακή επεξεργασία (ελέω pc λογισμικών) στα πρότυπα μιας αμπιεντίζουσας μοντέρνας κλασικής νοοτροπίας. Αξίζει να σημειωθεί, ότι πλάι στη διαδικασία «ύφανσης» του όλου έργου βρέθηκε ο Brian Eno, ο οποίος από το By The Throat κι έπειτα ανέπτυξε μια σχέση αλληλεπίδρασης με τoν Ben Frost, κατέχοντας μια θέση μέντορα απέναντι στη δράση του Ben. Αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Eno επεδίωκε εδώ και δεκαετίες η μουσική του να ακούγεται αλλιώτικη σε κάθε αναπαραγωγή της, τότε αντιλαμβάνεσαι ότι έχουν αρκετά κοινά σημεία με τον Frost, αφού κι ο τελευταίος δείχνει να πλησιάζει πραγματικά κοντά σε ένα τέτοιο στόχο σε ό,τι αφορά τις δικές του ηχογραφήσεις…

Πάραυτα, ο Ben Frost νιώθει την ανάγκη να κυκλοφορήσει και πάλι ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ εκτός ειδικών συνθηκών (συνεργασία, σάουντρακ, κλπ). Το A U R O R A, σκάει τούτη τη χρονιά ως μια γενναιόδωρη πράξη λατρείας του Frost για τους εκτεταμένους αυτοσχεδιασμούς και συνιστά ένα LP που δικαιώνει τις προσδοκίες των μέχρι τώρα υποστηρικτών του. Την ίδια στιγμή, ανανεώνει τη διάθεση του δημιουργού του για προτάσεις με σαφή προσωπική σφραγίδα, παραμερίζοντας αρκετά από τα αξιοποιηθέντα στο παρελθόν φυσικά όργανα (εγχορδά, πιάνο, κιθάρα) προς χάριν της ψηφιακής τεχνολογίας (του λάπτοτ, των συνθετητών, των ηλεκτρονικών εργαλείων) και τοποθετώντας καταπληκτικά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τις πελώριες αναπτύξεις των κρουστών. Για την περάτωση αυτού του εγχειρήματος, ο Frost θα «ντύσει» συνοδοιπόρους τους Shahzad Ismaily (πολυοργανίστας και ενεργό μέλος της νεουρκέζικης ηχητικής πραγματικότητας), Greg Fox (ο πρώην ντράμερ των Liturgy) και Thor Harris (ο περκασιονίστας των Swans) και σύμφωνα με τις επιταγές της φιλοσοφίας του άλμπουμ, θα εγκατασταθεί μαζί τους για να το γράψει στους πρόποδες του ενεργού ηφαιστείου Nyiragongo στο ανατολικό άκρο της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό. Στο… πλήρωμα, θα προστεθούν αρκετοί ακόμη που θα επωμιστούν από κοινού με τον Frost την παραγωγή, όπως οι Tim Hecker και Lawrence English (θα δώσουν κι επιπλέον βοήθειες στο στήσιμο των συνθέσεων με τα ηλεκτρονικά τους), ο Paul Corley, ο Valgeir Sigurðsson και ο Daniel Rejmer.

Στα 40 λεπτά του A U R O R A, ο 34χρονος, πια, συνθέτης και η παρέα του θα φροντίσουν να ξετυλίξουν τις εκφάνσεις ενός μυαλού που πηγαίνει με χίλια και ταυτόχρονα μπορεί να χωρέσει στις ίδιες σκέψεις πληθώρα αναζητήσεων. Φερ’ ειπείν, σμίγεις με τα “Nolan” και “A Single Point Of Building Light” και παρατηρείς καρποφόρες αναζητήσεις που ξεκινούν από στοιχειώδες τερέν θορύβου, για να εξαπλωθούν σε ένα υπέροχο κρεσέντο trance δεδομένων με άφρο μνήμες και ποπ (ναι ΠΟΠ) χροιά στη μελωδική τους ραχοκοκαλιά. Προχωρείς στις τυμπανοκρουσίες, τις ιαχές από τις καμπάνες και τις σπειροειδείς synth αρμονίες του “Venter” και βυθίζεσαι αβίαστα σε έναν μυστικισμό ανάλογο με εκείνον του Forest Swords. Στο “Secant” μεταφερόμαστε σε «περιοχές» όπου η μεταλλική υφή των θορύβων και το επίμονο σφυροκόπημα των κρουστών λειτουργούν σαν περίβλημα για την υφέρπουσα μελωδία που εξέρχεται από αυτό. Στα “No Sorrowing” και “Sola Fide”, το βιομηχανικό drone παραπέτασμα μπορεί να κάνει υπερήφανους μέχρι και τους Philip Jeck, Fennesz και Matmos.

Στη δεκαπενταετή περιπλάνησή του, ο Ben Frost ουδέποτε απευθύνθηκε σε μια δήθεν κάστα ελιτιστών. Αντιθέτως, επιθυμούσε και επιθυμεί να μεταδώσει το ελευθεριάζον όραμά του σε οποιονδήποτε αφήνει ορθάνοιχτα τα παραθύρια του νου και της ψυχής του, διατηρώντας έναν δίαυλο επικοινωνίας μαζί μας από τις αρχές της τρέχουσας χιλιετίας.

Keywords
Τυχαία Θέματα