Μιχάλης Γ. Τριανταφυλλίδης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Μιχάλης Γ. Τριανταφυλλίδης γεννήθηκε στη Χαριλάου σε εποχές δύσκολες και περίεργες. Μεγάλωσε κάτω από το γήπεδο του Άρη και μέχρι τα Τροχιοδρομικά. Σπούδασε στη Νομική Θεσσαλονίκης και στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών. Ασχολήθηκε ελάχιστα με τη δικηγορία, πολύ περισσότερο με την τοπική αυτοδιοίκηση και σχεδόν φανατικά με τον σχεδιασμό τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης. Επειδή ουδείς προφήτης στη χώρα του, ανέπτυξε τις δραστηριότητές του, όσο μπορούσε

καλύτερα, στη Βουλγαρία, στην Τουρκία και στην Ιταλία. Το βιβλίο του Η πόλη που αγαπούσαμε, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα για τη συγγραφή του βιβλίου Η πόλη που αγαπούσαμε;

Συμμαζεύοντας τις αναμνήσεις μου από διάφορες περιόδους της ζωής μου, διαπίστωσα ότι το περιεχόμενο οδηγούσε σε κάποια κείμενα ευχάριστα, που μπορούσα να τα διαχειριστώ. Ο Πάνος Θεοδωρίδης, αδερφικός μου φίλος και μέντορας, μου ζήτησε να συνεχίσω να γράφω. Εγώ το έκανα. Και τότε επέμεινε να ξανασυγκεντρωθώ, να δω τα κείμενα και να τα εκδώσω. Αυτή ήταν η περίοδος γέννησης του βιβλίου αυτού.

Ποια είναι η σημασία του γενέθλιου τόπου;

Είναι λίγο μυστήριο το ερώτημα, γιατί ο γενέθλιος τόπος μπορεί να παίξει ρόλο θετικό αλλά παράλληλα μπορεί να μη σημαίνει και τίποτα απολύτως, εάν έχει περάσει απλά ως χωρική αναφορά στη ζωή σου. Για μένα όμως που γεννήθηκα και μεγάλωσα σε έναν συνοικισμό στην κυριολεξία περίκλειστο, με τη δική του αυτονομημένη κοινωνική δράση, που εντασσόταν μέσα σε αυτό που λεγόταν Θεσσαλονίκη με τρόπο αρμονικό, ο γενέθλιος τόπος με καθόρισε. Το ίδιο φυσικά και οι άνθρωποί του.

Πώς νιώθετε που γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στη Θεσσαλονίκη;

Θα προτιμούσα να είχα γεννηθεί στον γενέθλιο τόπο του πατέρα μου, την Πόλη. Ακόμη και στον γενέθλιο τόπο της γιαγιάς μου, στη Χαβίανα της επαρχίας Χαλβίας, κοντά στην Άρδεσα. Εκεί παρακάτω είναι και η Γκιουμουσχανέ (Αργυρούπολη), πανάρχαια ελληνική αποικία. Θα ήθελα να έχω φοιτήσει στο ημιγυμνάσιο, φροντιστήριο της Παναγίας Γουμερά, όπου διευθυντής ήταν ο Στέφανος Πουταχίδης. Αυτό ήταν αδελφός του θείου και νονού μου, Δημοσθένη Κλαδά-Πουταχίδη. Ο εν λόγω διανοούμενος του σογιού, εκ Χαβιάνης ορμώμενος, πέθανε στον μεσοπόλεμο έγκλειστος κατάδικος στις φυλακές του Βουκουρεστίου ως στέλεχος της Γ’ Διεθνούς. Γεννήθηκα όμως στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσα, σπούδασα και διαμορφώθηκα ως πολίτης σε αυτή. Γι’ αυτό και την αγαπάω με μια λατρεία ίσως και υπερβολική, αλλά έχω και το δικαίωμα να στιγματίζω της αθλιότητες που συμβαίνουν και πολλές φορές την κατάντια της. Κάποιοι αυτά που λέω εγώ κατάντια μπορούν να τα θεωρούνε φυσιολογικά και όμορφα. Είναι γιατί δεν τη γνώρισαν την πόλη όπως πρέπει.

Μου αρέσει ο οικείος τρόπος της γραφής σας. Θέλει ο κόσμος να ακούει ή να διαβάζει για τα χρόνια που μεγάλωσε;

Ο κόσμος κατ’ αρχάς είναι εθισμένος μπανιστηρτζής. Η παντοκρατορία της τηλεόρασης τον έχει κάνει έως και αδιάκριτο. Του αρέσει κυρίως να ακούει για τους άλλους και όχι για τον εαυτό του. Στον εαυτό του προτιμάει να δίνει τον ρόλο του παρατηρητή και του εξωτερικού κριτή. Αν το Η πόλη που αγαπούσαμε πληροί αυτές τις προϋποθέσεις, τότε ας ευχηθούμε να το διαβάσουνε πολλοί.

Μας ταξιδεύετε από την προσφυγική Χαριλάου και τα Τροχιοδρομικά ως την επαρχία της Βιθυνίας. Τι έχει αλλάξει στην πόλη από τότε;

Μια τυπική ερώτηση θα ήταν τι έχει μείνει όρθιο και όπως ήταν. Είναι μάλιστα φορές, θέλω να σας πω, που χάνομαι κι εγώ και δεν την αναγνωρίζω – απλώς να σας επισημάνω πως αμέσως μετά τη Μαρτίου, προς τον λόφο της Νέας Ελβετίας, στην περιοχή εκείνη ήταν λιβάδια και έβοσκαν πρόβατα. Δεν είναι καθόλου υπερβολή, το έζησα και το ξέρω. Η καθημερινή μου διαδρομή από το σπίτι μου στο σχολείο, το 8ο Γυμνάσιο Αρρένων στην Ανάληψη, περνούσε μέσα από στενά και σοκάκια, μονοκατοικίες και παράγκες που πλέον σήμερα μου είναι δύσκολο να αναγνωρίσω. Το μόνο που έχει μείνει ίδιο είναι η πελώρια τρύπα του παλιού στρατοπέδου 6, που έμεινε ακριβώς όπως ήταν λόγω ασυμφωνίας των περιοίκων για να γίνει το οτιδήποτε ενδιαφέρον.

{jb_quote}Ο κόσμος κατ’ αρχάς είναι εθισμένος μπανιστηρτζής. Η παντοκρατορία της τηλεόρασης τον έχει κάνει έως και αδιάκριτο.{/jb_quote}

Ο Γρηγόρης Λαμπράκης στη Θεσσαλονίκη και η δολοφονία του. Γιατί μέχρι σήμερα αυτό το γεγονός μάς συγκλονίζει;

Δεν ξέρω ποιους συγκλονίζει και γιατί. Δεν ξέρω ποιους αφορά πλέον και για ποιο λόγο. Το σίγουρο είναι ότι η Θεσσαλονίκη μετά τον αφανισμό των Εβραίων, για τον οποίο έπαιξε ρόλο αρνητικό, μετατρέπεται σε κέντρο όπου οι νικητές του Εμφυλίου εγκαθιστούν το πλήρες παρακράτος, που λέμε της τρομοκρατίας και της βίας. Οι σημερινές γενιές δεν παίρνουν χαμπάρι ούτε από το κλίμα ούτε από το καθεστώς του φόβου. Αν μάλιστα τους πεις ότι ο Γκοτζαμάνης και ο Εμμανουηλίδης και όλη η συμμορία του Γιοσμά ήτανε φύλακες και ελεγκτές στις θύρες του γηπέδου του ΠΑΟΚ, μπορεί και να πανηγυρίσουν γιατί είναι δικοί τους άνθρωποι.

Αν σας έλεγαν να πάρετε έναν φακό και να φωτογραφίσετε κάποια σημεία, ποια θα διαλέγατε;

Τα καφενεία όπου πήγα, τις ταβέρνες όπου πέρασα όμορφα, το πεύκο μπροστά στο πατρικό μου που είναι συνομήλικό μου και ζει ακόμη. Ο παππούς Γρηγόρης το φύτεψε τη μέρα που γεννήθηκα. Εξάλλου, σε έναν φακό σήμερα είναι δύσκολο να φυλακίσεις το παρελθόν και δεν θα ’θελα να φυλακίσω το αδιέξοδο του να μπορείς να κυκλοφορείς σαν άνθρωπος, τη γαϊδουριά αυτουνού που διπλοπαρκάρει και τριπλοπαρκάρει. Θα ήθελα όμως να φιλοξενήσω σε ένα φιλμ τις φάτσες των ανθρώπων που αγαπώ και, φυσικά, της εγγονής μου της Αμαρυλλίδας.

Και όλα αυτά είναι γραμμένα με προσωπικό ύφος πάνω στην παλίμψηστη ταυτότητα της πόλης – γραμμές μιας συλλογικής διαδρομής. Γι’ αυτό, άραγε, το βιβλίο σας μας χαρίζει αναγνωστική απόλαυση;

Αυτό διάβασε ο Πάνος Θεοδωρίδης και επέμενε να συνεχίσω να γράφω και να το εκδώσουμε. Αυτό βρίσκει ως πλεονέκτημα και, αν θέλετε, το βρίσκω και εγώ.

Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν το βιβλίο;

Το πρώτο που θέλω να ζητήσω είναι να διαβάσουν το βιβλίο και, αν έχουν τις όποιες απορίες, από κει και ύστερα είμαι διατεθειμένος να τις συζητήσω. Το αν ξέρουν την ιστορία ή πώς την ξέρουν δεν είναι κάτι που με αφορά. Εγώ από τον δάσκαλό μου γνωρίζω πως πρέπει να αφηγούμαι την ιστορία. Γιατί επί της ουσίας η ιστορία είναι μια διαρκής αφήγηση, νοσταλγική ή πονεμένη, των γεγονότων που πέρασαν.

Η πόλη που αγαπούσαμε
Αποσπάσματα μνήμης και απορίας για τη Θεσσαλονίκη
Μιχάλης Γ. Τριανταφυλλίδης
Πρόλογος: Πάνος Θεοδωρίδης
Επίκεντρο
σ. 288
ISBN: 978-618-204-140-6
Τιμή: 13,00€

Keywords
Τυχαία Θέματα