Οι προτάσεις για σύσταση προανακριτικής

Βρισκόμαστε για μία ακόμα φορά σε μία κοινοβουλευτική διαδικασία, η οποία δείχνει ότι, αντί για τη διερεύνηση της αλήθειας και της εφαρμογής του δικαίου, προκρίνεται ο προστατευτισμός και η επιδίωξη κομματικού οφέλους.

 Οι διάφορες προτάσεις για σύσταση προανακριτικής επιτροπής για την τραγωδία των Τεμπών, κατέδειξε ότι το πολιτικό μας σύστημα είναι πολύ μακριά από την κατανόηση των πραγματικών συνθηκών και των προβλημάτων που βρίσκεται η κοινωνία και το πολίτευμα.

Υπολείπεται αρκετά από το να σταθεί στο ύψος των απαιτούμενων περιστάσεων που επιβάλει η εποχή και η κρισιμότητα των

θεμάτων που έχει να διαχειριστεί η χώρα, προς κάθε κατεύθυνση.

Η Νέα Δημοκρατία, ανεξαρτήτως αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς, κατέθεσε μία πρόταση από τη δική της πλευρά, πλημμεληματικού χαρακτήρα, η οποία μάλλον υποβαθμίζει το θέμα, αλλά είναι πιθανό να οδηγήσει σε ένα επίπεδο την διερεύνηση της υπόθεσης των Τεμπών.

Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ κατέθεσε τη δική του πρόταση με άξονα την κακουργηματική βαρύτητα των πράξεων και των παραλείψεων στο εν λόγω θέμα, στηρίζοντας με ορθολογισμό και στέρεη νομική βάση την ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου για τις ευθύνες όσων είχαν την αποφασιστική αρμοδιότητα και ενημερώθηκαν, αλλά αποδέχτηκαν παθητικώς το ενδεχόμενο ( τραγικό) αποτέλεσμα.

Τελικά έχουμε και μία άλλη πρόταση, η οποία πέρασε μέσα από διάφορες διαβουλεύσεις ( καθότι έγινε μια αρχική προσπάθεια από τον ΣΥΡΙΖΑ, τη Νέα Αριστερά και ανεξάρτητους βουλευτές, αλλά την τελευταία στιγμή δεν τελεσφόρησε) και κατέληξε διαμέσου μιας ετερόκλητης συμμαχίας στη συγκέντρωση των απαραίτητων βουλευτών για την κατάθεσή της με άξονα, εκτός των άλλων, την βαρύτατη κακουργηματική πράξη της   ΄΄εσχάτης προδοσίας΄΄.

Επειδή φαίνεται πως έχει χαθεί κάθε μέτρο, φρονώ ότι πρέπει να καταθέσω δύο σκέψεις.

Στην ποινική διαδικασία μπορεί ελεύθερα ο κάθε πολίτης (όπως και η Πολιτεία) αυτής της χώρας να ισχυριστεί οτιδήποτε,εφόσον έχει τα απαραίτητα στοιχεία και μένει να αποδειχθεί από την δικαιοσύνη το βάσιμο ή όχι των ισχυρισμών και των στοιχείων. Μέχρι τότε βεβαίως ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας το οποίο κανείς δεν πρέπει να λησμονεί.

Όταν όμως μια υπόθεση αφορά πολιτικά πρόσωπα, ο γενικός αναθεματισμός και η στοχοποίηση, η οποία εμφανώς εκφεύγει ή και υπερβαίνει τα μείζονα προς διερεύνηση θέματα, οδηγεί συνήθως στα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα

Το μείζων στην υπό διερεύνηση υπόθεση είναι αν υπάρχει ευθύνη των πολιτικών προσώπων που διαχειρίστηκαν την σύμβαση 717 και γενικώς ή ειδικώς, την μη λήψη μέτρων για τους ασφαλείς σιδηροδρόμους. Φυσικά αν προκύπτουν στοιχεία και για την διαμόρφωση του χώρου της τραγωδίας, το λεγόμενο ”μπάζωμα”, από το οποίο μπορεί να αλλοιώθηκαν στοιχεία, να διερευνηθούν.

Όμως η λογική της (επικοινωνιακής) καταδίκης συλλήβδην ενός μεγάλου αριθμού του πολιτικού προσωπικού, οδηγεί στην αμφισβήτηση στην ουσία του πολιτικού συστήματος και τελικά στην συσπείρωση όσων δεν θέλουν να διαταραχθεί το πολίτευμα.

Ουσιαστικά η καθολική στοχοποίηση και η γενίκευση για το πολιτικό προσωπικό, τελικά οδηγεί (από άλλο δρόμο) στην στήριξη της παρούσας κυβέρνησης, η οποία θα κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου προς τους πολίτες που δεν θέλουν πολιτειακές μεταβολές, ανατροπές ή επικίνδυνες συρράξεις.

Έτσι έγινε με τις πάνω και κάτω πλατείες, έτσι σκέφτηκε ένας κόσμος το 2019, έτσι έγινε το 2023. Έτσι γίνεται και σήμερα με το ενάμιση κόμμα και την ( δήθεν) έλλειψη εναλλακτικής πρότασης εξουσίας.

Ποιόν ή ποιους βολεύει αυτή η κατάσταση δεν χρειάζεται υψηλό IQ για να το καταλάβει κανείς.

Φαίνεται πως πολλοί επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν επικοινωνιακά και μόνο το θέμα που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε νέα  αδιέξοδα και ουδόλως τους ενδιαφέρει η ουσία της υπόθεσης και η απόδοση των ευθυνών εκεί που πραγματικά ανήκουν.

Όπως λέει και η λαϊκή παροιμία, ”όποιος πάει για τα πολλά χάνει και τα λίγα” και φαίνεται πως τελικά και αυτή η υπόθεση θα μείνει στο σκοτάδι, όπως και τόσες άλλες στο παρελθόν.

Ίσως βέβαια ο σκοπός τελικά να είναι άλλος από αυτόν που πλασάρεται ως προφανής, καθότι κάπως έτσι προβάλλονται ως ηγετικές μορφές διάφορα πρόσωπα και οδηγούν τους ευκολόπιστους στα αδιέξοδα. Τα έχει ξαναζήσει αυτά στο παρελθόν, αλλά και προσφάτως, τούτη εδώ η χώρα

Είναι σαφές ότι η Δημοκρατία μας και η κοινοβουλευτική τάξη διέρχεται  σοβαρή κρίση, γι αυτό δεν θα πρέπει να δίνονται αφορμές σε όσους την επιβουλεύονται να την τραυματίζουν περαιτέρω.

Με αφορμή επίσης την απόφαση για το Μάτι, επισημαίνεται ότι οι αιρετοί πάσης φύσεως και κάθε επιπέδου ( από τον κοινοτάρχη μέχρι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας) πρέπει να γνωρίζουν ότι ως φορείς κρατικής εξουσίας, εκτός από τα δικαιώματα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, έχουν και υποχρεώσεις με απόλυτη ευθύνη για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Σε μία χώρα δε που η δημόσια διοίκηση και οι λειτουργοί της δεν ενεργούν σχεδόν ποτέ ανεξάρτητα, (όπως στις άλλες χώρες της Δύσης) καθότι οι πολιτικές ηγεσίες (σε κάθε επίπεδο, Δήμοι- Περιφέρειες- Κεντρική Διοίκηση) τους σφιχταγκαλιάζουν και παρεμβαίνουν συχνά σε κάθε απόφαση και δράση τους, είναι θεωρώ προς τη λάθος κατεύθυνση ο καταλογισμός ευθυνών μόνο προς τα υπηρεσιακά στελέχη, τα οποία προφανώς έχουν τις δικές τους ευθύνες. Έτσι δίνεται λάθος μήνυμα και προς τους πολίτες και προς τους υπαλλήλους, αλλά κυρίως προς τους αιρετούς που επιδιώκουν το ανεύθυνο παρά το σαφές νομικό πλαίσιο.

Κανείς δεν πρέπει να νιώθει ότι μπορεί να είναι πάνω από το Σύνταγμα και τους νόμους, ούτε ότι έχει διακριτική μεταχείριση σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες.

Είναι καιρός να ληφθεί μέριμνα με σοβαρότητα, σωφροσύνη και ολοκληρωμένη αιτιολόγηση, για την πλήρη ισονομία, τη διαφάνεια στη δράση της εκτελεστικής εξουσίας και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (με τη διασφάλιση σε κάθε επίπεδο της αξιοκρατίας) προκειμένου να εμπιστευτεί ο κόσμος ξανά το πολιτικό μας σύστημα.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Οι προτάσεις για σύσταση προανακριτικής,