Devil May Cry

Με σπαθιά και με πιστόλια, (ξανά…) εξολοθρεύουμε διαόλια.

Πώς περνάνε αυτά τα χρόνια και πώς μεγαλώνουν αυτά τα παιχνίδια... σκέψη που τυγχάνει να κάνουμε αρκετά συχνά, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με επανεκδόσεις τίτλων σε νεότερες πλατφόρμες. Είναι σαν εκείνη τη διαφήμιση με την πασίγνωστη σοκοφρέτα. Μόνο που η σοκοφρέτα, καμιά φορά, μπορεί να έχει πιο γλυκιά γεύση και να μας αφήνει μια πιο όμορφη αίσθηση μέσα μας, όταν τη συγκρίνουμε με έναν τίτλο που κυκλοφόρησε δύο ολόκληρες γενιές πίσω. Μετρώντας ήδη 18 χρόνια ζωής, το Devil May Cry

προσδιόρισε, στην εποχή του, το είδος των action hack’n’slash τίτλων και στάθηκε η αφορμή να δούμε πολλές συνέχειες, με αποκορύφωμα το Devil May Cry 5, το οποίο έγινε διαθέσιμο νωρίτερα αυτή τη χρονιά.

Όμως, το πιο πρόσφατο επεισόδιο της σειράς απέχει παρασάγγας από το πρώτο παιχνίδι, που υστερεί σε πολλά σημεία και το οποίο έχει ήδη προσφερθεί σε μια πληθώρα κονσολών ως μέρος της αρχικής τριλογίας, με το απαραίτητο HD ρετουσάρισμα, πριν η Capcom αποφασίσει ότι ήρθε η ώρα του να κυκλοφορήσει και στο Nintendo Switch.

To πρώτο Devil May Cry έρχεται να μας συστήσει τον Δάντη, μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή προσωπικότητα και την οικογενειακή του τραγωδία. Πόσο εύκολα θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα, άλλωστε, όταν η κληρονομιά του είναι μοναδική στον κόσμο; Ως ένα υβρίδιο, γεννημένο από πατέρα δαίμονα και μητέρα θνητή, με έναν ψυχρό και υπολογιστικό δίδυμο αδελφό και αντιμέτωπος με δαιμονικές ορδές κατευθυνόμενες από τον δαιμονικό άρχοντα που είναι υπεύθυνος για τη μοίρα των γονιών του, η ζωή επιφυλάσσει για εκείνον μόνο δυσκολίες, αναπάντεχες προκλήσεις και υπερφυσικούς κινδύνους να καραδοκούν σε κάθε γωνία. Κάποιος θα μπορούσε να πει πως τα κομμάτια του παλ που συνθέτουν τη ζωή του Δάντη εμπνέονται και σκιαγραφούνται από πρόσωπα και γεγονότα που εξιστορούνται στη Θεία Κωμωδία του γνωστού Ιταλού ποιητή Dante Alighieri.

Είναι μια τακτική στην οποία αρέσκονται κατά καιρούς να καταφεύγουν οι Ιάπωνες δημιουργοί, που καταφέρνουν να πατούν επάνω στα πνευματικά έργα της μακρινής για αυτούς Δύσης και να βρουν μια πηγή έμπνευσης που θα δώσει νέα πνοή στις δημιουργίες τους. Κάπως έτσι ο Hideki Kamiya, o Shinji Mikami και η υπόλοιπη ομάδα σχεδιαστών της Capcom έδωσαν ζωή σε έναν κόσμο σκοτεινό μεν, αλλά απόλυτα διασκεδαστικό, με έναν πρωταγωνιστή που καταφέρνει να προσφέρει ισορροπία στα comic relief στοιχεία ανάμεσα στις μάχες, στη δράση που προσφέρεται σε άφθονες ποσότητες, αλλά και στην ενθουσιώδη, σχεδόν τσαχπίνικη προσωπικότητα του πρωταγωνιστή, που κατάφερε να τον ανάγει σχεδόν αμέσως στους πιο αναγνωρίσιμους και αγαπημένους χαρακτήρες της βιομηχανίας.

Αυτός πιθανώς είναι και ο λόγος για τον οποίο το Devil May Cry κατάφερε να αποτινάξει σταδιακά από πάνω του τις Resident Evil καταβολές του και να εξελιχθεί στο είδος που γνωρίζουμε σήμερα. Τονίζουμε ιδιαίτερα, ωστόσο, αυτή την τελευταία λέξη, καθώς το πρώτο παιχνίδι δείχνει ολοφάνερα πως προέρχεται με βάση τις τακτικές ανάπτυξης και σχεδιασμού των περιβαλλόντων των παιχνιδιών Resident Evil. Η εξέλιξη της πλοκής σε ένα μεγάλο και δαιδαλώδες κτίριο, η ύπαρξη γρίφων, η επιλογή της σταθερής κάμερας, ακόμα και ο τρόπος μετάβασης από τη μια περιοχή στην άλλη παραπέμπουν άμεσα στον πιο σοβαρό horror πρόγονο του Devil May Cry.

Αυτό πιθανότατα ισχύει λόγω του ότι το πρώτο παιχνίδι ξεκίνησε ως βάση του επόμενου Resident Evil, με την πορεία της ανάπτυξης να αλλάζει όταν οι αλλαγές στο gameplay άρχισαν να απομακρύνονται από το survival horror στοιχείο της σειράς Resident Evil. Ομοιότητες όμως υπάρχουν πιθανότατα γιατί ακόμα η Capcom βρισκόταν στη φάση των πειραματισμών με τα πιο σημαντικά IP της, ακολουθώντας σχεδόν δοκιμασμένες συνταγές στην προσπάθειά της να αποφασίσει τον τρόπο εξέλιξής τους. Όσο και αν οι συνταγές της ήταν δοκιμασμένες, με τα θετικά και τα αρνητικά τους, αυτό δεν εμπόδισε την πρώτη περιπέτεια του Δάντη να γίνει μια επιτυχία, τη σειρά Devil May Cry να εδραιωθεί και την ομάδα να αρχίζει να πειραματίζεται με διαφορετικές φόρμουλες gameplay και να χτίζει την πορεία των μελλοντικών παιχνιδιών.

Για αρχή, το "ζωντανό" σύστημα μάχης, με τον Δάντη να μεταπηδά με ευκολία από τη χρήση των σπαθιών στη χρήση πιστολιών, προκάλεσε αίσθηση για την εποχή του και επέτρεψε στο παιχνίδι να ακολουθήσει μια σημαντικά καλή πορεία στο PlayStation 2. Αυτή η πορεία επίσης επέτρεψε αργότερα στην Capcom να μεγαλώσει τη βάση δεδομένων των παικτών της, δημιουργώντας την HD Collection της σειράς Devil May Cry, η οποία αφηγείται τα γεγονότα των τριών πρώτων παιχνιδιών και προσφέρει το απαραίτητο continuity στο lore που χτίστηκε πίσω από το Δάντη και την τραγική ιστορία της οικογένειάς του. Μέχρι στιγμής μετράμε 2 HD συλλογές των τριών πρώτων παιχνιδιών, μια για τις κονσόλες της προηγούμενης γενιάς (PS3/ 360) και μια για τις κονσόλες της τρέχουσας γενιάς (PS4/ One). Και κάπου εδώ έχουμε και την περίπτωση του Nintendo Switch, η οποία έρχεται για να διχάσει.

Αυτό ισχύει γιατί η Capcom προέβη στην σχεδόν ακατανόητη απόφαση να διαθέσει μόνο το πρώτο παιχνίδι της σειράς για το Switch, σε μια τιμή στην οποία κάποιος μπορεί να βρει όλο το πακέτο της HD συλλογής και να βιώσει το ταξίδι αναζήτησης του Δάντη στο σύνολό του. Κατά καιρούς έχουν εκφραστεί διαφορετικές απόψεις για το ποιο είναι το καλύτερο (ή το χειρότερο) παιχνίδι της αρχικής τριλογίας, αλλά σαφέστατα η αίσθηση του ότι έχει κανείς τρία διαφορετικά παιχνίδια, το καθένα με τα δικά του χαρακτηριστικά και πλοκή και, το κυριότερο, πως μπορεί να τα παίξει ταυτόχρονα, για όσο το επιθυμεί και με όποια σειρά το επιθυμεί, είναι σπουδαία.

Αντ’ αυτού έχουμε ένα port ενός και μόνο παιχνιδιού, το οποίο δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως remake, χωρίς να φέρει στον τίτλο του κάποιο χαρακτηριστικό που να υποδηλώνει τη σχέση του με την HD Collection που κυκλοφόρησε πιο πρόσφατα και με συνολική χωρητικότητα στη κονσόλα που σχεδόν «αγγίζει» τη χωρητικότητα και των τριών παιχνιδιών της τριλογίας στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Δεν ξέρουμε αν πρόκειται για ένα τεμπέλικο port, για κάποιες λανθασμένες επιλογές του κώδικα ή αν απλώς απαιτείται αρκετός επιπλέον χώρος για ένα παιχνίδι 18 ετών (!) να υποστηρίξει σωστά την υβριδική φύση του Switch. Γεγονός είναι πως έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερα περίεργη κυκλοφορία, η οποία θα μπορούσε εύκολα να απορριφθεί (από εμάς τουλάχιστον) αν δεν δίναμε βάση στην ιστορική πια αξία του παιχνιδιού.

Γιατί θυμόμαστε πολύ καλά το πόσο γερά "πάτησε" αυτός ο τίτλος κατά την αρχική του κυκλοφορία. Το μοναδικό για την εποχή σύστημα μάχης, οι αναμετρήσεις με μερικά από τα πιο εντυπωσιακά bosses που έχουμε συναντήσει σε action παιχνίδια, η ιδιαίτερη μουσική υπόκρουση, οι απολαυστικοί διάλογοι των χαρακτήρων με τον Δάντη, τα αρκετά όμορφα γραφικά για την εποχή τους και η προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν διάφορα χαρακτηριστικά gameplay για να προσδώσουν μια μοναδική εμπειρία στον παίκτη, είναι από τα πράγματα που μας αρέσει να συναντάμε στο παιχνίδι, όσες φορές και αν το παίξουμε.

Προβλήματα υπάρχουν και είναι αρκετά. Η σταθερή και μη μεταβαλλόμενη κάμερα, η οποία προκαλεί προβλήματα προσανατολισμού, η ύπαρξη (περίπλοκων) γρίφων, οι οποίοι δεν θα έπρεπε καν να υπάρχουν στο παιχνίδι, όπως επίσης και το ανελέητο πήγαινε-έλα σε χώρους και δωμάτια του κάστρου όπου και εκτυλίσσεται η υπόθεση, είναι από τα μείον του τίτλου που εκνεύρισαν, εκνευρίζουν και θα εξακολουθούν να εκνευρίζουν τους παίκτες που θα ασχοληθούν μαζί τους. Εμείς, ωστόσο, τα δικαιολογούμε, καθώς γνωρίζουμε πως το Devil May Cry ήταν ένα μεταβατικό παιχνίδι, το οποίο δημιουργήθηκε επάνω σε μια διαφορετική συνταγή και αναγκαστικά έφερε πάνω του χαρακτηριστικά, τα οποία βελτιώθηκαν ή παραβλέθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.

Αυτό που όμως δεν μπορούμε να δεχτούμε είναι ότι η Capcom, με τη συγκατάβαση πάντοτε της Nintendo, έρχεται να δώσει ένα παιχνίδι που σε όλες τις υπόλοιπες πλατφόρμες δεν είναι παρά το ένα τρίτο μιας ικανοποιητικής σε περιεχόμενο συλλογής, χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να προσφέρει κάτι διαφορετικό, ανεξαρτήτως ποιότητας ή μεγέθους. Η Capcom δήλωσε εξαρχής πως πρόκειται για παιχνίδι της HD συλλογής, σε μια προσπάθεια να απαντήσει γρήγορα στις αμφιβολίες παικτών ότι ενδεχομένως και να παρέδιδε το αρχικό παιχνίδι του 2001, κάτι που διαπιστώσαμε και εμείς οι ίδιοι. Η δράση εκτυλίσσεται με ακατέβατο ρυθμό ανανέωσης τα 60 καρέ ανά δευτερόλεπτο, ενώ οι αναλύσεις του παιχνιδιού αγγίζουν τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα όταν παίζουμε φορητά ή όταν η κονσόλα βρίσκεται σε docked mode.

Όμως, αν το δούμε πιο ψύχραιμα, απομακρυσμένοι και απομονωμένοι από νοσταλγικές αναμνήσεις της παλιάς, χρυσής gaming εποχής, θα δούμε πως αυτό που έχουμε είναι ένα παιχνίδι με το απαραίτητο facelift που χρειάζεται για να κρύψει την ηλικία του (όσο το δυνατόν περισσότερο), το οποίο δεν παρουσιάζει τίποτα περισσότερο από μια εμπειρία που η μεγαλύτερη μερίδα των ενδιαφερόμενων παικτών ενδεχομένως έχει βιώσει στο παρελθόν σε κάποια άλλη πλατφόρμα.

Και αυτή ακριβώς η τακτική είναι που θα απομακρύνει κάποια μερίδα ενδιαφερόμενων παικτών, οι οποίοι δεν έχουν ασχοληθεί ξανά με τα παλιότερα παιχνίδια της σειράς, εξαιρουμένων πάντοτε των πολύ πιστών ακολούθων, οι οποίοι θα ήθελαν να ακολουθήσουν τα βήματα του Δάντη on the go. Η έλλειψη πρωτότυπου περιεχομένου και οι γερασμένοι μηχανισμοί του θα σβήσουν το ενδιαφέρον των παικτών της νεότερης γενιάς, οι οποίοι έχουν μεγαλώσει με πιο εύπεπτα σε μηχανισμούς παιχνίδια, και θα δυσκολευτούν να αφιερώσουν τον χρόνο που αξίζει σε ένα θρυλικό παιχνίδι εικοσαετίας, όπως το πρώτο Devil May Cry. Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο πρέπει, εν τέλει, να προτείνουμε στους ενδιαφερόμενους παίκτες να σκεφτούν προσεκτικά πριν αγοράσουν την έκδοση του Devil May Cry για το Nintendo Switch.

Η φορητότητα θα αποτελεί πάντοτε ένα μεγάλο δέλεαρ για όσους επιθυμούν να έχουν μόνιμα στη συλλογή τους ένα gaming διαμάντι, το οποίο έχει ιστορική αξία ακόμα και σήμερα. Η πλοκή, οι χαρακτήρες αλλά και η γρήγορη δράση στις μάχες μάς κάνουν να το συγκρίνουμε με πιο πρόσφατα παιχνίδια του είδους, που απλά ωχριούν μπροστά του. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν μπαίνει στον κόπο να προσφέρει κάποιο νέο χαρακτηριστικό, πέρα από τις μικρές αισθητικές παρεμβάσεις -και ειδικά αν κρίνουμε πως η εμπειρία μπορεί να είναι διαφορετική αν αποκτηθεί η τελευταία συλλογή σε κονσόλες και ηλεκτρονικούς υπολογιστές-, μας αναγκάζει να κρατήσουμε μια πιο επιφυλακτική στάση απέναντι στη συγκεκριμένη έκδοση.

Δεν θα αποτρέψουμε κανέναν από το να το προσθέσει στη συλλογή του -ακριβώς επειδή πρόκειται για ένα κλασικό παιχνίδι, το οποίο διατηρεί αναλλοίωτη την έντονη δράση, τις έξυπνες ατάκες, τις έντονες μάχες και το competitive του να φτάσει κάποιος στο περιβόητο S-Rank completion κάθε κεφαλαίου. Αλλά όλα αυτά, και ακόμα περισσότερα, μπορούν να γίνουν και αλλού, με τον κάθε παίκτη να είναι περισσότερο κερδισμένος.

switch
Keywords
Τυχαία Θέματα