Η ζωή δεν γυρνάει ποτέ πίσω!

Χθες βράδυ είδα ένα όνειρο.

Είδα πως ξύπνησα σήμερα και ήμουν πάλι 23 χρονών.

Σαν τότε…  Που δεν είχα οικογένεια, παιδιά, σκυλιά…

Βρισκόμουν στο πατρικό μου σπίτι και στο παλιό, αγαπημένο μου κρεβάτι και ήμουν πάλι νέα και ωραία.

Ήμουν η απροβλημάτιστη εκείνη κοπέλα, της οποίας το μεγαλύτερο άγχος ήταν να βρει ένα καλό υποκοριστικό γιατί το  «Πηνελόπη» ήταν μεγάλο και πολύ… αρχαίο, ενώ και το «Πόπη» της καθόταν στο στομάχι.  Άλλα προβλήματα δεν υπήρχαν. Έτσι νόμιζα, τουλάχιστον…

Ξύπνησα λοιπόν,

και από την κουζίνα ακουγόταν ο γνώριμος ήχος του μίξερ της μητέρας μου, ενώ έξω από το παράθυρο έβλεπα και πάλι το μικρό ψιλικατζίδικο του μπαρμπα Θανάση που μετά τον θάνατό του έκλεισε και έγινε αποθήκη ενός πολυκαταστήματος που άνοιξε μετέπειτα παραδίπλα.

Προτού προλάβω να καταλάβω τι συμβαίνει και ενώ το βλέμμα μου καρφώθηκε στο ημερολόγιο του απέναντι τοίχου που έγραφε «Κυριακή 17 Ιουνίου 2012», άκουσα να χτυπάει το τηλέφωνο.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και δειλά – δειλά κοίταξα σαν χαζή από την μισάνοικτη πόρτα. Είδα την μάνα μου να έρχεται. Με είδε που στεκόμουν στην πόρτα και με εκείνο το αμίμητο ύφος της, μου έκανε την παρατήρηση: «Είσαι δίπλα και περιμένεις να έρθω εγώ από την κουζίνα να το σηκώσω;».  Σήκωσε το ακουστικό και σχεδόν αμέσως μου το προέταξε: «Ορίστε..!» μου είπε εκνευρισμένη. «Η φίλη σου, η Άννα, σε ζητάει…». Πλησίασα σαν χαμένη στο τηλέφωνο.

- «Ναι…»

- «Έλα μωρή αφαιρεμένη, που είσαι;».

- «Που είμαι..; Στο σπίτι…»

- «Τι να σου πω… Ωραία είσαι! Εσύ κοιμάσαι και εμείς είμαστε στημένοι στην καφετέρια να περιμένουμε την πριγκίπισσα»

- «Τι περιμένετε..; Ποιοι…; Άννα, εσύ είσαι;»

- «Εγώ είμαι παιδάκι μου, τι έχεις πάθει;»

- «Δεν ξέρω Άννα… Κάτι περίεργο… Είσαι μαζί με τον Νίκο;»

- «Ποιόν Νίκο;»

- «Τον άνδρα σου…»

- «Ποιοοοόν; Α, καλαααά!!! Πηνέλο ξύπνα! Τι όνειρο έβλεπες πάλι; Ξύπνα!!! Το καλό που σου θέλω, ξύπνα και σε ένα τέταρτο να είσαι εδώ…»

Έκλεισα το τηλέφωνο, σχεδόν τρομαγμένη.

«Θεέ μου τι μου συμβαίνει, βρέθηκα στη ζώνη του λυκόφωτος; Που είναι ο άνδρας και τα παιδιά μου;» σκέφτηκα. Και χωρίς να το θέλω έβγαλα μια κραυγή: «Παναγιώτη!!!». Η μάνα μου, έγειρε το κεφάλι της και με κοίταξε από την κουζίνα. «Τι είπες, παιδί μου; Ποιόν Παναγιώτη; Έγινε κάτι;»

Δεν άντεξα άλλο και ξέσπασα σε κλάματα. «Τον γιο μου, μάνα… Που είναι τα παιδιά μου; Που είναι το σπίτι μου;» έλεγα και έκλαιγα.

Τότε, εντελώς ξαφνικά, η μάνα μου άλλαξε ύφος.  Το πρόσωπό της φωτίστηκε και με εκείνο το μοναδικά στοργικό βλέμμα της μάνας μου είπε: «Εδώ είναι παιδί μου… Με κοιτάζει που φτιάχνω το κέικ». Τράβηξε από τον χέρι τον γιο μου και φιλώντας τον στο κεφαλάκι, του είπε: «Τράβα άντρα μου στην μανούλα και δώστης ένα μεγάλο φιλί».

Το παιδί έτρεξε προς τα πάνω μου και εγώ άνοιξα την αγκαλιά μου όσο πιο πολύ μπορούσα για να τον κλείσω μέσα της και να μην μου ξαναφύγει ποτέ. «Αγάπη μου!!!» φώναξα και άρχισα να τον φιλάω και να κλαίω

Keywords
Τυχαία Θέματα