Πέντε ποιήματα του Γιάννη Πλαχούρη

08:16 3/4/2022 - Πηγή: Diastixo

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΣΥΝΗΘΕΙΑΣ

Λάθος που κοιμήθηκα ξυπόλυτος.
Βγήκα σε τόπο στρωμένο πέτρες κοφτερές.
Ήσουν η αληθινή χαρά που τη γεννάει το ψέμα.
Πώς να σε φτάσω; Γέμισε ο ύπνος αίματα.

Δεν θέλω, είπα,
να είμαι δίπλα σου πληγή
ούτε να πούμε αντίο.

Αν χωριστούμε
Θα σε αλλάξει ο καιρός
σαν το βιβλίο της άμμου
που ξεφυλλίζει άνεμος.

Αν έρθω
θα πνιγείς στο κόκκινο
σταγόνα νου που τρόμαξε


κοιτάζοντας το βάθος της.

Γι’ αυτό μην φεύγεις. Μείνε. Παρακαλώ. Ακούς;
Λίγο περίμενέ με, ίσα για να ξυπνήσω και να ξαναμπώ
στο ίδιο όνειρο, φορώντας τα παπούτσια μου.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΑΒΒΑΤΟΥ Ο ΑΔΑΜ ΣΤΗΝ ΕΥΑ
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΦΕΔΑΚΙ ΤΟΥ

Δεν ήταν
που έδωσε εντολή να σ’ αγαπήσω,
όμοια μοναδικό τραγούδι σε πολύχορδη άρπα,
ούτε που
έστεκες αγκαθόδεντρο στο τέλος του δρόμου,
γεμάτη γλυκόκαρπα κι ανέγγιχτες φωλιές,
ν’ ακούει το φίδι, να έρχεται, να μαραζώνει.

Στ’ άδεια περβόλια, που λείπουν οι άνθρωποι,
πολλά δεν θέλεις.

Τα παστρικά παρτέρια το φοβάμαι, μην συνηθίσω την τάξη.

Γι’ αυτό μιλούσα στο πράσινο.
Οι λέξεις υπάρχουν αν τις ακούς.

Κουβαλούσα τον αβάσταχτο πόνο των ανεπίδοτων ήχων,
αποκεί ουρανός αποδώ ανέστιο βήμα
ανάλαφρα πατώντας επάνω στο μπλε
καθώς αμαρτία δεν με βάραινε,
τα χείλη σου άπαρτα ήταν ακόμα,
ένα τίποτα ο έρωτας,
τον ξόδευα στον Άνεμο.

Διώξε με ικέτευα κι εγώ θα ξεχρεώσω
σμιλεύοντας το πρόσωπό της άγριο ρίγος
στα βουνά και στα φαρδιά ποτάμια.
Ή φέρε μια που πρέπει να κερδίσω.

Καμιά γυναίκα δεν αγαπιέται υποταγμένο δώρο.
Να φοβάσαι όταν σωπαίνει
και σε κοιτάζει πίσω από τα βλέφαρά της, Σφίγγα.

Ντύσε την με τα κομμάτια μου, σάρκα δεν θέλω,
σαν λίμνη που το πρωί ντύνεται πουλιά και το βράδυ φεγγάρι,
που ζει άμα προσφέρεται.

Μήτε χέρια χρειάζομαι,
αφού με τα μάτια μπορώ ν’ αγκαλιάζω
και το δάκρυ το γνώρισα κόμπος ασύνορος
έδεσε μέσα του την ερημιά όλου του κόσμου.

Τι να την κάνω τέτοια; Πάρε την πίσω, του είπα.

Βάφτισ’ τη Εύα, στείλε την, γωνίτσα κόλασης
μες στον Παράδεισο.

ΠΑΡ-ΟΜΟΙΩΣΗ

Έφυγε θυμωμένος, ήρθε αρνί.

Μόλις με δέκα χρόνια ξενιτιάς, επικυρώθηκε.

Τον κλάδεψαν. Τον τέντωσαν. Τον σκάλισαν.
Τον τύπωσαν. Τον σφρά­γισαν.
Τον έβαλαν στο διαμέρισμα
σαν κουρασμένο ποίημα σε αναγνωστικό, επίτηδες βαρύ,
κομμένο από προκρούστη.

Και τι να βρεις
σε αναγνώσεις στρογγυλές
χωρίς γωνιές για μοναξιές, πόνους συλλογισμούς,
όταν

η δίψα σου είναι έτοιμη να πιει από τη λάσπη;

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ

Ακούς το χορτάρι να μεγαλώνει;

ρωτούσε ο κύριος Κοσμάς Νικολαΐδης
1978, απόγευμα στη Νέα Ιωνία
οι δυο μας με λεμονάδα στον κήπο του·
άφησα όπως εκείνος την πολυθρόνα
πλάγιασα στο χώμα
–η ομοιότητα θανάτου φανερή–

ακούω μαζί με το χορτάρι απάντησα
τ’ αστέρια που έπεσαν και δεν βρίσκουν
φτερά για να γυρίσουν πίσω.

ΔΙΑΨΕΥΣΗ

Πάνω στο ρείθρο
που όταν βρέχει πνίγονται οι μοναξιές
ξαπόσταιναν δυο πρόσφυγες κι ένα μωρό
αμίλητοι,
ψυχές γεμάτες κόμπους.

Πέρασα δίπλα. Κοίταξα.
Έφυγα, τι να λύσω;

Πίσω μια νεραντζιά
δημόσια κουρεμένη σαν κλητήρας
έσκυψε αντίθετα, μου γύρισε την πλάτη
τεντώνοντας κλαδιά, φύλλα κι ανθούς,
ό,τι της άφησαν, να τους σκεπάσει.

Ο Γιάννης Πλαχούρης γεννήθηκε το 1951 στην Αθήνα από πατέρα Ηπειρώτη (Τετράκωμο – Τζουμέρκα) και μάνα Μικρασιάτισσα (Αϊβαλί). Εργάστηκε στη δημοσιογραφία (ημερήσιος και περιοδικός Τύπος, ραδιόφωνο) σε διάφορες θέσεις. Έχει γράψει και δημοσιεύσει από το 1973 μέχρι σήμερα ποίηση, μυθιστόρημα, παραμύθια, Καραγκιόζη, τις σατιρικές Ιστορίες του κυρίου Λαμόγιου, κριτικές προσεγγίσεις. Με τον Δημοσθένη Κορδοπάτη εξέδωσαν από κοινού το ιδιότυπο περιοδικό Κέντρων. Συνεργάτης, κατά καιρούς, σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (ΚΛΠ, Έρευνα, Εξόπολις, Περίπλους, Index κ.ά.) και ιστοσελίδες (Diastixo, fractal, newstimes). Πέρασε και από τον συνδικαλισμό (ΠΟΕΣΥ, ΕΣΠΗΤ, Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών). Συμμετείχε επίσης στις διοικήσεις διαφόρων πολιτιστικών φορέων (Αετοπούλειο, ΔΕΠΑ Χαλανδρίου, Κέντρο Μικρασιατικού Ελληνισμού Δήμου Νέας Ιωνίας).

Keywords
Τυχαία Θέματα