«Μια γλώσσα βαθιά σαν σπήλαιο» του Γιώργου Μπλάνα

00:57 2/1/2024 - Πηγή: Diastixo

ΑΒΡΑΑΜ

Προς τι, εν τέλει, αυτή η δοκιμασία; Τι νομίζεις
πως κέρδισες; Την πλήρη υποταγή
του δούλου σου; Είσαι βέβαιος;
Δεν λέω πως σκόπευα να παραβώ
την προφανή αδικία της εντολής σου.
Λέω πως δεν μπορείς
να ξέρεις αν το έκανα ήδη. Αυτή η βιασύνη
με την οποία σπεύδεις ν’ αποδείξεις
πως προνοείς τα πάντα, είναι
ανθρώπινο χαρακτηριστικό.
Θα σε σκοτώσει κάποια μέρα.

EN KANA

Κι αν αποφασίσω να συγχωρήσω τη στεγνή
αλαζονεία

σας, θα είστε εκεί, καθένας
μέσα στο εμπόλεμο σαρκίο του;
Σας λέει τίποτα η λέξη «ψυχή»;
Όχι, δεν πίνεται αν και μεθάει εύκολα.
Εμπρός, γεμίστε τα κανάτια με νερό
και τα υπόλοιπα θα τ’ αναλάβει
η καχυποψία σας. Αυτός
που θα πιστέψει μπορεί να μην πιει.
Όμως αυτός που θα πιει
θα έχει ήδη πιστέψει. Αν το παραδεχθεί
ή όχι, εξαρτάται από το κέρδος του.
Επί του προκειμένου –ας πούμε–
μπορεί να είναι εντελώς
ανίκανος ν’ αποδεχθεί
την ειλικρίνεια της γλώσσας του.
Ίσως σκεφτεί περισσότερο απ’ όσο
του επιτρέπει το συμφέρον του, ίσως
ακόμα να μην βρει στην κατάλληλη τιμή
τις λέξεις του όσο γρήγορα απαιτεί
η περίσταση: ποιος πρώτος
θα πει αλήθεια ή ψέματα.

Συμφωνώ πως τόσες λεπτομέρειες βλάπτουν
τα θαύματα και τα οράματα,
ωστόσο κάπου ανάμεσά τους
βρίσκεται εκείνη η εντελώς
ασήμαντη που θα διαψεύσει
τη χρησιμότητά τους.

Αλλιώς τι· θα πρέπει
να διδάξουμε στα ένζυμα θεολογία
για να σώσουμε το κρασί μας;

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΡΑΓΑΣΗΣ ΥΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ

Άρχοντες ευγενέστατοι και δήμαρχοι εκλαμπρότατοι
και στρατηγοί και συστρατιώτες γενναιότατοι και όλος
ο ευλαβής και τίμιος λαός – έτσι ακριβώς, Φραντζή μου:
ο ευλαβής και τίμιος λαός· θα συμφωνείς
φαντάζομαι πως τέτοιες εκφράσεις αποβαίνουν
ο κύριος λόγος ύπαρξης των χρονικών· ή μήπως δεν σκοπεύεις
να εξιστορήσεις τούτο εδώ το μακελειό; Αν βέβαια γλιτώσεις.
Αν δεν γλιτώσεις, θα έχουμε γλιτώσει και οι δυο απ’ το μαρτύριο
των επιγόνων – κι ίσως, καλύτερα έτσι. Δεν νομίζω. Πάντα κάτι
ξεχνούν να πάρουν μαζί τους οι νεκροί, κι αρχίζει η φρίκη των προγόνων.
Προσπάθησε, Γεώργιε, να μείνεις ζωντανός. Μην αφήσεις το μέλλον
στα χέρια του όποιου ρασοφόρου μεθύστακα, από αυτούς
που πνίγουν στο ξινό κρασί τής καθ’ ημάς Ανατολής
τα εγκώμιά τους για τον αυτοκράτορά τους.
Μην εκνευρίζεσαι, καλέ μου. Φύλαξε την ευσέβειά σου
για το κελί, που θα τελειώσεις τη ζωή σου.
Εδώ είναι παλάτι: μετρούν μόνο οι φτερωτές
νύχτες, που κλωσάνε τα ερπετά των ημερών.
Θα έπρεπε να ξέρεις πως δεν βάζουμε ποτέ το αυριανό κρασί
στο ίδιο βαρέλι, που ξίνισε το χτεσινό.
Κι αυτό είναι όλο κι όλο, που κάνει Ιστορία την αθλιότητά μας.
Μην με κοιτάς παράξενα· δεν σκέπτομαι να επαναφέρω
–να προσπαθήσω, εννοώ– τ’ αγάλματα των εθνικών.
Δεν είναι δα η απελπισία μου τόσο αιχμηρή,
ώστε ν’ αρχίσω να κεντάω το μουλάρι της ζωής
στην κατηφόρα. Ούτε τρελάθηκα. Απλά, ήπια λίγο παραπάνω.
Στρατιώτης είμαι, φίλε μου. Τουλάχιστον εγώ
καταλαβαίνω, πως μόνο μεθυσμένος –ή θεοφοβούμενος, βεβαίως–
μπορεί κανείς να διανοηθεί πως είναι ακόμα ζωντανός
μέσα σ’ αυτόν τον αιωνόβιο τάφο, που έχει ακόμα το θράσος
–ή το θάρρος, εδώ που φτάσαμε–
να διεκδικεί τον τίτλο της βασιλεύουσας:
ακόμα κι έτσι μια γριά βασίλισσα, που τρίζει
μέσα στον ύπνο της τα λίγα δόντια που της απόμειναν,
βήχοντας σκιές ηρώων στους προμαχώνες της:
ο Ηρακλής να προσπαθεί να ξεγελάσει
τη νύστα του, σπάζοντας κάτι κατάπικρα
καρύδια στη σκοπιά· ο Αχιλλέας να ροκανίζει
το παξιμάδι της ανίας του στο Επταπύργιο
κι ο Θησέας να ρητορεύει ακατάσχετα
υπέρ βωμών και εστιών, εξαπολύοντας
Φιλοκτήτες, Αίαντες, Οιδίποδες, Αντιγόνες, Ισμήνες,
–όλους με το κομπόδεμά τους στη φωλιά
του διπρόσωπου Ιανού, του χορτασμένου Ιανού–
δαίμονες, τελώνια, χτικιά, να παίζουν όλη νύχτα
ζάρια φτιαγμένα από τα κόκαλα των Τρώων,
των απερίσκεπτων Τρώων,
κι από τα κόκαλα των Τρωάδων, των γλυκύτατων Τρωάδων,
με τους ολόχρυσους Ιππόγρυπους να κοιμούνται ανάμεσα στα μύρα
των κατάλευκων βυζιών και τα φύλλα των δέντρων να θροΐζουν
ιστορίες για ναϊάδες ερωτευμένες με ακατάβλητους μαχητές,
που μιλούν μια γλώσσα βαθιά σαν σπήλαιο.
Κατάλαβες, Φραντζή μου; Δεν με ανησυχούν οι προσδοκίες
των πολιορκητών. Τα όνειρα των πολιορκημένων με τρομάζουν.

Τα καταγώγια είναι, βέβαια, ό,τι καταλληλότερο γι’ αυτόν που επιθυμεί
να διαπιστώσει αν η ζωή είναι τραυλή ή μονίμως μεθυσμένη.
Και, οπωσδήποτε, το ιδανικό μέρος για να ξεχάσει ένας χρονογράφος
πως δεν γεννήθηκε ποιητής – χώρια οι χορεύτριες...
Μην κοκκινίζεις. Δεν χρειάζεται. Οι νύχτες σου είναι δικές σου.
Τέλος πάντων, τις εξαιρώ από το χρέος σου να πεθάνεις
αγωνιώντας για την τύχη της πατρίδας,
πριν πεθάνεις κατά τύχη για την πατρίδα.
Μπορείς να πας στην αιώνια κόλαση από τον δρόμο
του δικού σου πρόσκαιρου παραδείσου.
Μπορείς να γλεντήσεις μέσα τη σφαγή
με τους βαρβάρους εκεί έξω. Πως θα είναι το δικό σου
σώμα που θα κατασπαράξουν, δεν σημαίνει
νομίζω τίποτα σπουδαίο. Αυτό δεν προσπαθούσες
τόσα χρόνια, σαν τον τυφλό από έπαρση μέσα στη νύχτα
των ράσων; Αυτό δεν προσπαθούσαμε όλοι
πίσω από τις εικόνες, που περιφέραμε
στην αγορά των στόχων, των ελπίδων, των επιτεύξεών μας;
Ας αναλάβει μια φορά η πραγματικότητα
την εκκαθάριση των φαύλων φαντασιώσεών μας.
Γι’ αυτό σου λέω: βάφτιζε σε όποιον λάκκο
θέλεις τις νύχτες σου. Δικαίωμά σου.
Ξέρω πως μόνο τα πορνεία και τα χαμαιτυπεία
του απόκεντρου θ’ αντέξουν το σκουλήκι του θράσους μας.
Τίνος δεσπότης είμαι αν δεν γνωρίζω
πώς ζει τον θάνατό του ο λαός μου;
Ο ευλαβής και τίμιος λαός! – Έτσι ακριβώς να γράψεις.

Τα υπόλοιπα: όσα θα πω κι όσα θα πεις πως είπα,
τ’ αφήνω στη διακριτική ευχέρεια της εντιμότητάς σου.
Εννοείται,
πως δεν σ’ έχω για εντελώς ανυστερόβουλο· αν και
δεν θα σε χαρακτήριζα ευθέως μοχθηρό. Όσο γι’ αυτό,
δεν χρειάζεται καθόλου να είσαι μοχθηρός,
για να ρίξεις το αγρίμι ενός κειμένου στον ορνιθώνα της Ιστορίας·
αρκεί να υποπτεύεσαι μια σκευωρία εκεί
που οι πρόγονοί σου παραήταν
επιμελείς στην αποσιώπηση της εντιμότητάς τους.
Αχ, Φραντζή μου! Την παρθένα,
που υπήρξε η κάθε πόρνη, πουλάει η προστυχιά.
Μέσα σ’ ένα πορνείο μπορείς να δεις την Ιστορία να πλέκει
με περισσότερη ευθύτητα τη σκευωρία του παρελθόντος.

Τι με κοιτάς; Σου έπεσε βαρύ το τελευταίο σχήμα; Μαθητής
του Γεμιστού υπήρξα, φίλε μου· κάτι γνωρίζω
απ’ τις συνήθειες των προγόνων:
δεν είναι απαραίτητο να είμαι οπλισμένος
για να επιτρέψω στο πνεύμα μου τις γνήσιες απολαύσεις
του σώματος…

Άκουσε, φίλε μου καλέ· γράψε ό,τι θέλεις.
Εγώ θα το διαβάσω, σαν να ’μαι εγώ.
Έτσι κι αλλιώς, πάει καιρός που δεν γνωρίζω
ποιος θα πεθάνει εκεί, στην κορυφή των ένδοξων
–και τα λοιπά– τειχών· σήμερα, αύριο, μεθαύριο οπωσδήποτε.
Γράψε. Μια φράση μόνο
–εκτός απ’ την προσφώνηση– δική μου:
Θάρρος! Μιαν άλλη πόλη πολιορκούν!

Και ό,τι καταλάβουν.

Ο Γιώργος Μπλάνας, ποιητής, κριτικός και μεταφραστής (γενν. Αθήνα, 1959) εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1987. Έκτοτε εξέδωσε 20 βιβλία με ποίηση, δοκίμια και πεζογραφήματα. Μετέφρασε πλήθος συγχρόνων, κλασικών και Αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Οι εργασίες του έχουν επανειλημμένα βραβευτεί. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών. Πρόσφατη συλλογή του: Αυτοκρατορία (Εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2023).

Keywords
Τυχαία Θέματα