«Θριλεροβαριετέ» ή «Οπερα»;

«Θριλεροβαριετέ» ή «Οπερα»;08.10.2018Τέχνες

Ο ακροατής ο έρμος, αγνοών συνήθως τι θα πει Τζίλι, Πέρτιλε, Φλέτα, θεωρεί ότι τενόρος σημαίνει κάτι σαν κι αυτόν τον τσαχπινόμαγκα που βλέπει (με τη μικροφωνοπρο- βοσκίδα). Αυτός είναι πλέον το μέτρο σύγκρισης

Από τον
Μιχάλη Δ. Μανωλίδη*

Τω καιρώ εκείνω, λοιπόν, το 1813 -ήμουν τότε πολύ μικρός, κάπως θολά τα θυμάμαι-, ο Θεός είχε σίγουρα μεγάλα κέφια: εγέννησεν Ρ. Βάγκνερ και Τζ. Βέρντι. Τότε όμως η έννοια σκηνοθέτης ήταν ακόμα πιο θολή: ένας άτυπος φροντιστής,

ενίοτε με γνώμονα οδηγίες του συνθέτη, προσπαθούσε να συμμαζέψει τις όποιες αυθαιρεσίες των μονωδών. Του κάκου δηλαδή: π.χ. όταν είχε άρια ο Α, μπορεί η Β να χασμουριόταν ξαπλωμένη στη γωνία της σκηνής ή και να ξεφλουδίζει πορτοκάλια.

Συν τω χρόνω βεβαίως αναβαθμίστηκε ο ρόλος του συνθέτη (Μπαϊρόιτ κ.λπ.), εσήκωσαν κεφάλι κι οι μαέστροι (Μαριάνι, Νίκις, Μάλερ, Τοσκανίνι κ.ά.). Εκατό χρόνια αργότερα κορυφαίες φωνές (Καρούζο, Γέριτσα, Στρατσιάρι κ.ά.) είχαν λογικοποιήσει αρκετά τα καπρίτσια τους, σέβονταν δε οπωσδήποτε και τον αρχιμουσικό (π.χ. ο Τοσκανίνι είχε απλώς δείξει την πόρτα στον αρχιτενόρο Μιγέλ Φλέτα). Και όλα ήταν καλά, ταλαιπωρημένε φίλε της όπερας, αφού και ο Δημιουργός είχε κυρίως τον νου του στα κανόνια, η γιαγιά μου συνεχώς οδυρομένη, αλλά κάποιοι προφήτες της εποχής, π.χ. Σπένγκλερ, Γκασέτ, φοβούνταν τα χειρότερα. Ακόμα και η αυθεντία μου, το 1993, στο πρώτο της έργο «Τα Ισόβια του Θεοτόκη», δεν είχε προβλέψει και αυτήν την πλευρά της επερχόμενης φρίκης.

Βεβαίως, οι αναλαβόντες μετά το 1950 τα ηνία της οπερατικής σκηνοθεσίας (Βισκόντι, Βάλμαν, Στρέλερ, Β. Βάγκνερ, Ο. Σενκ, Π. Μπονέλ, Π. Χολ κ.ά.) όχι μόνον είχαν λάβει κλασική παιδεία αλλά εγνώριζαν και ελάτρευαν το μελόδραμα. Και, σίγουρα, το αναβάθμισαν και εξάλειψαν σχεδόν διάφορες έως και κωμικές καταστάσεις του πρότερου βίου του. Εξέθαψαν ξεχασμένες αντίκες. Πρόσθεσαν και γνήσια θεατρικότητα στην ήδη υποδεικνυόμενη από την παρτιτούρα. Ακόμα και πρόσφατα είχαμε αξιέπαινες περιπτώσεις, π.χ. «Μποέμ» στη Ζυρίχη: η διδασκαλία των ηθοποιών (M. Giordani κ.ά.) αλλά και οι όλες κινήσεις τους συμβάδιζαν απολύτως με τα τέμπι και το ύφος του εμπνευσμένου μαέστρου Welster-Most. Είδαμε βέβαια κάτι πουλοβεράκια εν μέσω χιονιά αλλά όχι μπλου τζιν με τρύπες και ναρκομανείς απ' του Ψυρρή.

Ναι, διάφοροι υπερεμπεριστατωμένοι σήμερα αγνοούν ότι οι μποεμόφτωχοι ήσαν καλλιεργημένοι («εύρηκα» αναφωνεί ο Ροντόλφο) και «signorina», όχι «κοπελιά», προσφωνούνε τη Μιμή, η οποία πλέον δεν παρουσιάζεται ως πάμπτωχη φυματική, αλλά έως και υπέρκομψη πορνογόησσα και ενίοτε καπνίζουσα επί σκηνής με καουμπόικη στάση των ποδιών. Σονάρ και Κολίνε χορεύουνε μαϊμουδοντίσκο και ο τενόρος, αντί να κλάψει επάνω στο πτώμα της καλής του, βροντάει τσαντισμένος την εξώπορτα τρέχοντας προφανώς να βρει φτηνούτσικο βαποράκι.

Βεβαίως πάντοτε θα υπάρξουν λαμπρές εξαιρέσεις (π.χ. Γ. Κόκκος), συχνότατα όμως τα παράλληλα κείμενα, στίχοι και νότες χρησιμοποιούνται για καταστάσεις θριλεροβαριετέ. Θα δείτε μοτοσικλέτες στον «Ριγγολέτο» και αστροναύτες στη «Βαλκυρία». Και οι συνήθως αμαθείς νεκροθάφτες της όπερας ολοένα αναζητούν δήθεν βαθιά νοήματα με σκαλωσιές σοβατζήδων, μπουγάδες κρεμασμένες, χορωδούς κουκουλωμένους με υφάσματα να σέρνονται στο δάπεδο σαν κινούμενες φάλαινες κ.ά. Δήθεν πρωτοτυπία και κουλτουρομοντερνιά στην υπηρεσία της χαζοκαταναλωτικής «παραγωγής». Και ο ακροατής ο έρμος, αγνοών συνήθως τι θα πει Τζίλι, Πέρτιλε, Φλέτα, θεωρεί ότι τενόρος σημαίνει κάτι σαν κι αυτόν τον τσαχπινόμαγκα που βλέπει (με τη μικροφωνοπροβοσκίδα). Αυτός είναι πλέον το μέτρο σύγκρισης (λέγανε οι παλιοί: «Οποιος δεν είδε πύργο είδε φούρνο κι απόρησε»).

Και άλλα, εξίσου θλιβερά - ο χώρος δεν μου επιτρέπει. Help, Hilfe, Aiuto - χανόμαστε. Πίσω ολοταχώς. Ασελγούμε επάνω σε μνημεία του υπέροχου παρελθόντος. (Κάποτε αγράμματοι χωριάτες ταξίδευαν με κάρα ώρες ατελείωτες για να συγκινηθούν με τον «Ναμπούκο», ίδιο δάκρυ με τους κόμητες. Οχι για τον νεόπλουτο θρίαμβο του κιτς.) Και αναστέναζε ο Σολωμός: Τώρα ας παύση της κιθάρας/ Η γλυκόφωνη χορδή/ Στην καρδιά μου τη θλιμμένη/ Τη νεότητα ενθυμεί.

Μαρία Λεοντοπούλου-Θωμοπούλου: Μια σπάνια φωνή!

Σε ένα CD, συλλεκτικής έκδοσης του Αρχείου του Αμβούργου για τη Φωνητική Μουσική (HAFG), περιλαμβάνονται σπάνιες παλαιότερες ηχογραφήσεις, άριστης ποιότητας, μιας εξαιρετικής λυρικής φωνής και σκηνικής παρουσίας, της Μαρίας Λεοντοπούλου-Θωμοπούλου, που τίμησε την όπερα με υποδειγματικές εμφανίσεις στην Ελλάδα και στον κόσμο.

Η Μαρία Λεοντοπούλου-Θωμοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα και ήδη από την ηλικία των μαθητικών χρόνων της σπούδασε με δασκάλα τη Γωγώ Γεωργουλοπούλου στο Εθνικό Ωδείο, από όπου αποφοίτησε με Αριστείο. Συνέχισε επί έξι μήνες τις σπουδές της στο Mozarteum, με τη διάσημη σοπράνο Λότε Σόνε, η οποία ήταν και καθηγήτρια της πρώτης δασκάλας της.

Το 1965 επέστρεψε στην Ελλάδα και, ύστερα από εξετάσεις στο Λυρικό Θέατρο, την επέλεξαν για την παράσταση της «Cavalleria Rusticana» του Pietro Mascagni.
Στα 1967 υπέγραψε συμβόλαιο με την Εθνική Λυρική Σκηνή, με διευθυντή τον Ανδρέα Παρίδη, και το ίδιο έτος συμμετείχε στην εναρκτήρια παράσταση του θεάτρου με το μελόδραμα «Ernani» του Τζουζέπε Βέρντι, στον ρόλο της Ελβίρας, με τον Κώστα Πασχάλη.

Μετά τον «Ernani» ακολούθησαν, για αρκετές θεατρικές περιόδους, ερμηνείες πολλών πρωταγωνιστικών ρόλων ενός πλούσιου ρεπερτορίου, που περιελάμβανε μεταξύ άλλων: «Aida», «Nabucco», «Tosca», «Manon Lescaut», «Trovatore», «Pagliacci», «Carmen», «La Boheme», «Κασσιανή» του Γεωργίου Σκλάβου, «Forza del Destino».
Συμμετείχε στο Φεστιβάλ Αθηνών με τις παραγωγές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής «Macbeth», το 1970, με τον Κώστα Πασχάλη και την Ινγκε Μποργκ, «Mήδεια», το 1971, στον ρόλο της Γλαύκης, με τη Λεονί Ρισάνεκ, τον Μπρούνο Πρεβέντι και διευθυντή τον Νικόλα Ρεσίνιο, και «Simon Boccanegra», το 1974, στον ρόλο της Αμέλια Γκριμάλντι, με τον Κώστα Πασχάλη, τον Νίκο Ζαχαρίου, τον Θάνο Πετράκη και διευθυντή τον Ανδρέα Παρίδη.

Εκπροσώπησε την Ελλάδα το 1972 στην Ιαπωνία, στον Διεθνή Διαγωνισμό «Madama Butterfly International Concours in Nagasaki», όπου της απένειμαν Εύφημο Μνεία (Ηonorable Mention).

Το 1973 συμμετείχε στο Φεστιβάλ του Ισραήλ με αρκετές παραστάσεις «Aida» και «Pagliacci».
Το 1975 εμφανίσθηκε στην όπερα τελευταία φορά, στο εναρκτήριο έργο της καλλιτεχνικής περιόδου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής «Boheme».

*Συγγραφέας

Keywords
Τυχαία Θέματα