Τολμηρές λύσεις θα ανακουφίσουν το συνταξιοδοτικό

Το συνταξιοδοτικό είναι σαφώς και με μεγάλη διαφορά το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα της χώρας μας.

Είναι οικονομικό, κοινωνικό, αλλά δυστυχώς και πολιτικό, γιατί η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα, δεν κατάλαβαν έγκαιρα τις τεράστιες οικονομικές, εργασιακές και δημογραφικές αλλαγές που λάμβαναν χώρα και τελικά οδήγησαν το συνταξιοδοτικό της χώρας σε αδιέξοδο.

Στο δυτικό κόσμο, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι συνθήκες για την κοινωνική ασφάλιση ήταν τέτοιες που ευνόησαν την ανάπτυξη του λεγόμενου διανεμητικού συνταξιοδοτικό συστήματος. Αυτό που οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες με τις εισφορές τους, κάλυπταν τις συντάξεις των συνταξιούχων. Οι δημογραφικές συνθήκες με το περίφημο baby boom, (δηλαδή οι άνθρωποι που γεννήθηκαν μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο και μπήκαν στην αγορά εργασίας τις δεκαετίες του 60 και του 70), ήταν ευνοϊκές. Υψηλή σχέση εργαζομένων συνταξιούχων, άνω του 4 προς 1, σταθερές σχέσεις εργασίας, συγκεκριμένο προσδόκιμο ζωής το 1960 περίπου 75 έτη στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Σταδιακά όμως οι συνθήκες στο δυτικό κόσμο άλλαζαν. Έτσι είχαμε:(α) την ευλογία της αύξησης του προσδόκιμου ζωής (περίπου 82 έτη σήμερα), που όμως είχε μεγαλύτερες δαπάνες για τη συνταξιοδότηση, αν ήταν σταθερή η ηλικία συνταξιοδότησης και το ποσοστό αναπλήρωσης της σύνταξης. (β) οι εργασιακές σχέσεις δεν ήταν σταθερές, είχαμε πλέον πολλούς εργοδότες στη διάρκεια του εργασιακού βίου, αλλά και αλλαγές από μισθωτό, σε αυτοαπασχολούμενο, επιχειρηματία κλπ. (γ) τα δημογραφικά χαρακτηριστικά μεταβλήθηκαν, μειώνονταν σταθερά οι γεννήσεις και ο δείκτης γονιμότητας, έτσι άλλαζε η ηλικιακή πυραμίδα.(δ) η σχέση εργαζόμενων προς συνταξιούχους επιδεινώθηκε.

Αυτές τις σοβαρές μεταβολές, οι περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου τις διέγνωσαν έγκαιρα και έκαναν το αυτονόητο για τη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών τους συστημάτων. Έδωσαν μεγαλύτερη ελευθερία στους πολίτες να διαμορφώνουν τις συνθήκες συνταξιοδότησής τους και έτσι έβαλαν σταδιακά τον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα στα συστήματα τους. Μόνο η Ελλάδα, η Γαλλία και η Ισπανία, σήμερα έχουν διανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

Στην Ελλάδα δυστυχώς, δεν κάναμε καμία πρόβλεψη για τις παραπάνω εξελίξεις, που από μόνες τους, χωρίς να εισέλθει η χώρα στην ύφεση, ήταν αρκετές και ικανές να οδηγήσουν ή σε μείωση των συντάξεων, ή σε αύξηση των ορίων ηλικίας ή και στα δύο. Επιπρόσθετα η ύφεση στη χώρα μας και η απώλεια του 26% του ΑΕΠ από το έτος 2008, έκανε τα δεδομένα του συνταξιοδοτικού ακόμα χειρότερα. Έτσι στην Ελλάδα είχαμε:
(α) Δραματική μεταβολή της σχέσης εργαζομένων προς συνταξιούχους, που από 3,16 το 1980, έφτασε μόλις σε 1,3 σήμερα. Σε ότι δε αφορά τον αριθμό των εργαζομένων, προ και μετά την ύφεση, είχαμε το 2008 αριθμό εργαζομένων 4,641 εκατ., το 2013 είχαμε 3,438 εκατ. και το 2018 έχουμε 3,885 εκατ.
(β) Σημαντική πτώση των δηλωμένων εισοδημάτων, από 93,3 δισ. ευρώ το 2008, σε περίπου 72 δισ. το 2017.
(γ) Σημαντική μείωση των γεννήσεων με αποτέλεσμα ο συντελεστής γονιμότητας από 2,22 το 1980, να μειωθεί σε 1,3 το 2015.
(δ) Αύξηση του προσδόκιμου ζωής, όπου το 1980 για τους άνδρες ήταν 72,2 χρόνια και για τις γυναίκες 76,6 χρόνια και σήμερα για τους άνδρες είναι 79 χρόνια και για τις γυναίκες 84 χρόνια.
Πέραν των ανωτέρω εξελίξεων, στην Ελλάδα είχαμε και σοβαρά λάθη όπως τα χαμηλά όρια συνταξιοδότησης, τα υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης και τα προνόμια σε διάφορες κοινωνικές ομάδες, όπως π.χ. συνταξιοδότηση γυναικών με ανήλικο τέκνο με 15 έτη υπηρεσίας!

Όλα τα παραπάνω αυτό που έκαναν είναι να μειώνουν τα έσοδα και να αυξάνουν τα έξοδα του διανεμητικού συνταξιοδοτικού συστήματος, το οποίο συσσώρευε χρέη, ώσπου τελικά δεν άντεξε και οδήγησε σε σημαντική αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για την κάλυψη των συντάξεων που για την περίοδο από το 2000 μέχρι το 2017, έφτασε συνολικά τα 200 δις!!

Ενδεικτικά είναι τα ακόλουθα μεγέθη:

Το 2000 η συνταξιοδοτική δαπάνη ήταν συνολικά 14,4 δισ. ευρώ (10,6% του ΑΕΠ) και κρατική χρηματοδότηση ήταν τα 7,4 δισ. ευρώ.
Το 2009 ανήλθε σε 32,7 δισ. ευρώ (13,8% του ΑΕΠ), με την κρατική χρηματοδότηση να ανέρχεται σε 23 δισ. ευρώ.
Το 2014 μειώθηκε λίγο στα 29,4 δισ. ευρώ (όμως ανήλθε σε 16,4%) του ΑΕΠ, με την κρατική χρηματοδότηση να μειώνεται σε 17 δισ. ευρώ.

Από το 2010 και μετά οι συντάξεις στην Ελλάδα που δίνονταν με το διανεμητικό σύστημα, άρχισαν να μειώνονται από το βάρος της μείωσης των εσόδων, της αύξησης των εξόδων και την αδυναμία του κράτους να δανειστεί να τις καλύψει. Έτσι αποδείχθηκε τελικά, ότι στο σύστημα αυτό οι νόμοι που καθόρισαν το ύψος των συντάξεων, δεν ήταν παρά ευχές και προσδοκίες να υπάρχουν εργαζόμενοι και χρήματα κατά της συνταξιοδοτικής περιόδου των μελλοντικών συνταξιούχων.

Άρα το διανεμητικό σύστημα αφενός μεν δεν έχει βεβαιότητα ύψους σύνταξης για τον συνταξιούχο, καθιστώντας τον έτσι όμηρο των εξελίξεων, αφετέρου δε συσσωρεύει δημόσιο χρέος. Παράλληλα οδηγεί σε αυξανόμενες εισφορές των εργαζομένων για την κάλυψη των συντάξεων, οι οποίες τελικά υποθηκεύουν την ανάπτυξη, κάτι που ζούμε σήμερα στη χώρα μας. Επίσης αυξάνονται τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, τα οποία μάλιστα θα αναθεωρούνται κάθε 10 χρόνια, ώστε να ενσωματώνουν την αύξηση του προσδόκιμου ζωής.
Είναι νομίζω προφανές ότι το ζήτημα των συντάξεων δεν είναι νομικό, αλλά οικονομικό και ειδικοτερα χρηματοοικονομικό. Το βασικό ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε είναι το ποιος βάζει τα χρήματα και με ποιο τρόπο για την κάλυψη της σύνταξης στο μέλλον.
Απάντηση σε αυτές τις εξελίξεις είναι η σταδιακή μετατροπή των συστημάτων σε κεφαλαιοποιητικό συνταξιοδοτικό. Στο σύστημα αυτό το κράτος συμμετέχει παρέχοντας μια εθνική σύνταξη και από εκεί και μετά το σύστημα λειτουργεί με τη λογική «όσο πληρώνεις, τόσο λαμβάνεις στο μέλλον».

Άρα είναι σαφώς δικαιότερο, πιο απλό και κατανοητό, αξιόπιστο, διαφανές και φυσικά παρέχει στον εργαζόμενο την πλήρη ελευθερία να διαμορφώσει τις συνθήκες της σύνταξής του, επιλέγοντας και την ιδιωτική ασφάλιση. Τα χρήματα των εισφορών του εργαζόμενου, παραμένουν σε λογαριασμό που είναι ο ίδιος δικαιούχος και είναι διαθέσιμα σε αυτόν όταν επιλέξει τη σύνταξή του. Επίσης με τον τρόπο αυτό αυξάνεται η αποταμίευση και δημιουργούνται αποθεματικά κεφάλαια που βοηθούν τη χώρα, βάζοντάς τη σε ένα ενάρετο κύκλο οικονομικής ανάπτυξης.
Το κράτος λοιπόν περιορίζεται:
(α) στην καταβολή της εθνικής σύνταξης, (β) στη θέσπιση των κατώτατων ορίων υποχρεωτικών εισφορών για την αντιμετώπιση της υποαποταμίευσης που μπορεί να υποπέσουν οι πολίτες και (γ) φυσικά στην εποπτεία μέσα από τα θεσμικά του όργανα, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Κλείνοντας νομίζω πρέπει να επισημανθεί ότι το ζητούμενο είναι η αύξηση του ΑΕΠ της χώρας, δηλαδή η αύξηση του εθνικού πλούτου, που θα αυξήσει και την ευημερία όλης της κοινωνίας, άρα εργαζομένων και συνταξιούχων. Έτσι σήμερα η λύση στο συνταξιοδοτικό είναι η αύξηση του ΑΕΠ, άρα ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας, που θα φέρουν νέους φόρους και εισφορές.
Η αύξηση του ΑΕΠ όμως, περνά μέσα από επενδύσεις, οι οποίες προσελκύονται καλύτερα σε ένα περιβάλλον με χαμηλότερους φόρους, χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές και χαμηλότερη γραφειοκρατία. Δηλαδή σε ένα περιβάλλον χωρίς κρατισμό, με πολίτες ελεύθερους να αποφασίζουν για τη ζωή τους και για το μέλλον τους.
(*) Οικονομολόγος, υποψήφιος διδάκτορας, πρώην Δήμαρχος Μελισσίων

Keywords
Τυχαία Θέματα