Για να οικοδομήσουμε την κοινωνία των πολλών

Του Γιώργου Μπαϊράμογλου

Τον Σεπτέμβρη του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να κάνει μια δυσάρεστη και, ταυτόχρονα, δύσκολη επιλογή. Ίσως το πιο εύκολο θα ήταν να δραπετεύσει. Αποφάσισε, όμως, να μείνει στην κυβέρνηση και να παλέψει για τις ανάγκες των πολλών, με τις λίγες δυνάμεις που είχε στη διάθεσή του, παρά τον σκληρό συμβιβασμό. Τότε, ο βασικός στόχος, αφενός, ορίστηκε στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και, αφετέρου, στο να οδηγήσει την οικονομία έξω από τα μνημόνια, με την κοινωνία όρθια. Ο δημοσιονομικός χώρος

ήταν τόσο λίγος και η επιτροπεία τόσο άτεγκτη που ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να δώσει σκληρές μάχες εντός της διαπραγμάτευσης, εκ των οποίων αρκετές τις κέρδισε. Με βάση το ασφυκτικό πλαίσιο, ωστόσο, έπρεπε αναγκαστικά να οριστούν προτεραιότητες και ορίζοντας αυτές τις προτεραιότητες, η προστασία των αδύναμων δεν ήταν για εμάς επιλογή, αλλά υποχρέωση. Μία υποχρέωση ηθική, υποχρέωση ανθρωπιάς, η οποία δεν θα μπορούσε να τεθεί καν υπό συζήτηση.

Εκ των υστέρων, κρίνοντας τα αποτελέσματα των πολιτικών που εφαρμόσαμε, ο στόχος  επετεύχθη. Το σχέδιο που εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με το παράλληλο πρόγραμμα για τη στήριξη της κοινωνίας που πήρε σε μεγάλο βαθμό τη μορφή επιδομάτων όλα αυτά τα χρόνια, κατάφερε να βγάλει από την ακραία φτώχεια μεγάλα ποσοστά του πληθυσμού της χώρας, εξασφαλίζοντάς τους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Κατάφερε, επίσης, να καταστήσει ορατούς, όλους όσους δεν μπορούσαν να ανασάνουν στην -κατά τα λοιπά- χώρα που γέννησε την δημοκρατία, λόγω θρησκείας, φυλής, σεξουαλικής ταυτότητας και χρώματος του δέρματος. Κατάφερε, τέλος, να βγάλει την χώρα από τα μνημόνια γεγονός που καμιά πολιτική δύναμη δεν το αμφισβητεί και να διευθετήσει το χρέος, δημιουργώντας έτσι για τα επόμενα 15 χρόνια ένα καθαρό διάδρομο, ώστε να μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μια σύγχρονη, ισχυρή και βιώσιμη παραγωγική βάση.

Μέσα σε αυτές τις  περιοριστικές και δυσμενείς συνθήκες, κατάφερε να μειώσει την ανεργία στους νέους από το 60% στο 23% και να δημιουργήσει 400.000 νέες θέσεις εργασίας από τις 2.000.000 που είχαν χαθεί στο παρελθόν. Κατάφερε να καταργήσει τον υποκατώτατο μισθό, που όριζε πως οι εργαζόμενοι κάτω των 25 ετών έπρεπε να αμείβονται λιγότερο από όσους ήταν άνω των 25. Κατάφερε, επίσης, να αυξήσει τον κατώτατο και να επαναφέρει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, και μαζί με αυτές, τη δύναμη στους εργαζομένους να ζητούν καλύτερες δουλειές με μεγαλύτερες απολαβές και λιγότερες ώρες εργασίας.

Αντιλαμβανόμενοι, επίσης, πως η πρόσβαση στις δομές της υγείας και της παιδείας είναι δικαίωμα και όχι προνόμιο που μπορεί να έχουν μόνο όσοι είναι οικονομικά ισχυροί, οφείλαμε να τις ενισχύσουμε, ώστε να αναβαθμίσουμε τις παροχές που λαμβάνει η πλειοψηφία του κόσμου στην Ελλάδα, βάζοντας έτσι φρένο στην περαιτέρω υποβάθμιση των εν λόγω δομών και στα όποια σχέδια ιδιωτικοποίησης αυτών. Έτσι, μεταξύ άλλων δώσαμε την πρόσβαση όλων των ανασφάλιστων στη δημόσια υγεία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, προσλάβαμε 19.000 γιατρούς και νοσηλευτές, ενώ καταστήσαμε τους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων πλεονασματικούς από ελλειμματικούς. Παράλληλα, ενισχύσαμε τα σχολεία και τα δημόσια πανεπιστήμια, τα οποία βρέθηκαν σε συνθήκες διάλυσης με τη σκόπιμη υποβάθμιση των προηγούμενων κυβερνήσεων, θέσαμε κανόνες διαφάνειας στα μεταπτυχιακά, ενώ δώσαμε δωρεάν πρόσβαση σε αυτά σε όσους φοιτητές δε μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά.

Αυτά, βέβαια, είναι γνωστά. Η δική μου η γενιά, που κάποτε εργαζόταν για 800 ευρώ και μέσα σε 5 χρόνια βρέθηκε να εργάζεται για 300 και 400 ευρώ αυτά τα γνωρίζει. Όπως επίσης γνωρίζει, ότι η αναβάθμιση του ρόλου του ΣΕΠΕ για την καταπολέμηση της αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας δεν αρκεί για να σταματήσουν κάποιοι εργοδότες να πατάνε πάνω στην ανάγκη της επιβίωσης κάποιου/ας εργαζομένου/ης για να τον/την εξαναγκάζουν σε 7ήμερη εργασία, πιθανόν ανασφάλιστη και χαμηλή σε απολαβές. Επίσης γνωρίζει, ότι δεν αρκούν οι 1.650 νέοι και νέες καθηγητές, όπως και η δημιουργία 5.000 νέων θέσεων για νέους επιστήμονες στα ΑΕΙ,  προκειμένου να αντιστραφεί οριστικά η υποβάθμιση της εκπαίδευσης, για την οποία το προηγούμενο διάστημα είχαν μειωθεί οι δαπάνες κατά 34%.

Πράγματι, αυτά είναι ορισμένες όψεις της πολύπλευρης κοινωνικής πραγματικότητας που παραλάβαμε και διαχειριστήκαμε με οδηγό τα συμφέροντα των πολλών. Και πάνω σε αυτήν την πραγματικότητα προκύπτει το ερώτημα της 7ης Ιουλίου.

Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια οικοδόμησης μιας κοινωνίας που δεν θα αποκλείει κανέναν και καμία από το δικαίωμα στην εργασία, την παιδεία και την υγεία ή θα φτιάξουμε μια κοινωνία με ανθρώπους πρώτης και δεύτερης κατηγορίας; Θα παλέψουμε για να μην υπάρχει ούτε μια ώρα απλήρωτης εργασίας; Θα προσλάβουμε περισσότερους μόνιμους καθηγητές στα σχολεία και νέους ερευνητές στα πανεπιστήμια ή θα επιτρέψουμε να προσλαμβάνεται ένας για κάθε 5 αποχωρήσεις, όπως θέλει η Νέα Δημοκρατία; Θέλουμε εν τέλει ένα γηρασμένο σύστημα εκπαίδευσης, ή θέλουμε νέους ανθρώπους να διδάσκουν τα νέα παιδιά που θα αποτελέσουν τις μελλοντικές παραγωγικές δυνάμεις του τόπου;

Θέλουμε εν τέλει, καλύτερη ζωή για όλους, ή ζωή μόνο για λίγους;

*Ο Γιώργος Μπαϊράμογλου είναι πολιτικός επιστήμονας, μέλος της Γραμματείας του Κεντρικού Συμβουλίου της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, υποψήφιος βουλευτής Α’ Πειραιά

Keywords
Τυχαία Θέματα