Εποχή ισοπεδωτισμού…

Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΝΤΑΣΚΑ

«Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία υποστηρίζει ότι ο Όμηρος “την Ελλάδα πεπαίδευκε”, αυτός τη δημιούργησε. Υπάρχουν δύο βασικά ανθρωπολογικά πρότυπα που εισηγείται η ομηρική παιδεία. Το ένα είναι του Αχιλλέα και το άλλο του Οδυσσέα.
Στο πρόσωπο του Αχιλλέα διδάσκει ο Όμηρος το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ο Έλλην άνθρωπος στη συγκρότηση του συλλογικού, μέσα στη συλλογικότητά του. Εάν είναι άδικη η ηγεσία, θα αρνηθεί να υπακούσει στις διαταγές. Εάν η ισοτιμία παραβιαστεί, θέτει εαυτόν εθελοντικά εκτός

κοινότητας, αρνείται να πολεμήσει. Βέβαια, αν του σκοτώσουν τον φίλο, τα ξεχνάει όλα και πηγαίνει να πολεμήσει. Αυτό είναι το πρότυπο του πώς εισέρχομαι στο συλλογικό, του πώς συγκροτώ ομάδα. Όταν βρεθώ σε χώρο μη θεσμισμένο, σε χώρο δηλαδή που δεν υπάρχει ισοτιμία, ισηγορία, δεν είναι “έθνος εταίρων”, ισχύει το πρότυπο του Οδυσσέα. Εκεί είμαι “Ούτις”. Είμαι ο Κανένας και προσπαθώ, ξεγελώντας τους πάντες και τα πάντα, να επιβιώσω, προκειμένου να πετύχω αυτό που θέλω. Να ξαναγυρίσω στην Ιθάκη. Αυτά τα δύο πρότυπα συγκροτούν την ελληνική ταυτότητα στο βάθος της».
Στη λιτή αλλά σπουδαία προσέγγιση εκ μέρους του Θεόδωρου Ζιάκα της ουσίας του ελληνικού τρόπου σκέπτεσθαι, αναγνωρίζουμε κάτι περισσότερο από την ηχώ ενός απώτερου, χαμένου ανεπιστρεπτί παρελθόντος. Οι συμπεριφορές που περιγράφονται είναι πράγματι οικείες. Ίσως δεν είναι απόλυτα αυθαίρετο να επιχειρήσουμε κάποιες αναγωγές στην πρόσφατη Ιστορία του έθνους μας.
Ο Αχιλλέας έζησε τις στιγμές της δόξας του στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την Κατοχή και σε πιο περιορισμένο βαθμό στις εποχές που ακολούθησαν. Ο Έλληνας (σε μεγάλο ποσοστό τους) αρνήθηκε να υποστηρίξει το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά, που σφετερίστηκε την εξουσία, δεν δίστασε όμως να πολεμήσει υπό τις διαταγές του πραξικοπηματία (και μάλιστα με τις ευλογίες της ηγεσίας των πιο απηνώς δεδιωγμένων, των κομμουνιστών) τον εισβολέα-εχθρό της πατρίδας, όταν αισθάνθηκε τον έσχατο κίνδυνο για τη συλλογικότητά του. Αντίστοιχες συμπεριφορές με εκδηλώσεις της μίας ή της άλλης έκφανσης συναντούμε και στη νεότερη εμφυλιακή και μετεμφυλιακή περίοδο.
Την Οδύσσεια ο Έλληνας τη ζει στη σύγχρονη περίοδο, όταν σε κάποια, όχι με σημειακή ακριβολογία προσδιορισμένη, περίοδο απώλεσε την πίστη του όχι μόνο στην κυβέρνησή του, όχι μόνο στους θεσμούς (αστικούς εν προκειμένω), όχι μόνο στην κοινωνική ελίτ, όχι μόνο στην ίδια την πολιτική του συλλογικότητα, στο έθνος (ως βάση εθνοκρατικής δομής) ή στον λαό (ως συστατική έννοια της θεμελιακής λαϊκής κυριαρχίας) ως αφηρημένο ιδεολόγημα, αλλά κυρίως και προεχόντως στην ανθρώπινη ποιότητα του ελληνώνυμου κράτους. Στην πράξη, ο Έλληνας αισθανόταν ότι ζούσε σε ένα αθέσμιστο περιβάλλον, τόσο από άποψη κρατικής άνωθεν ρύθμισης των βιοτικών σχέσεων, όσο και από τη σκοπιά της απουσίας ενός παράλληλου κοινωνικά αυτονομημένου εθιμικού τρόπου συμβιώσεως (ανάλογο του οποίου συναντούμε σε καιρούς αλώσεων του ελληνικού έθνους, διώξεων ή εντάσεων προς την κρατική υπόσταση, π.χ. στην Τουρκοκρατία). Η έννοια της συλλογικότητας είχε διαβρωθεί σε σημείο εκμηδενισμού. Και όταν συλλογικό και ανθρωπολογικό μηδέν καθίσταται κυρίαρχος τρόπος, το άτομο εξασφαλίζει (ή τουλάχιστον επιχειρεί) την επιβίωσή του με τη «μήτιν». Τη λέξη αυτή χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για να υποδηλώσουν την απόλυτη εγρήγορση των αισθήσεων και την αξιοποίηση των ενστίκτων ή μη a priori οριοθετημένων και υποκειμένων σε μηχανική κοινωνική αναπαραγωγή ικανοτήτων (εν αντιθέσει, λ.χ., προς τη σχολική εκπαίδευση, το εκάστοτε πρόγραμμα σπουδών κ.λπ.), ώστε ο άνθρωπος να κατορθώνει να αντεπεξέρχεται σε κάθε πρόκληση με μόνα εφόδια την ανθρωπογνωσία και την ασαφή εικόνα του για τον κόσμο.
Αυτός ο «μητιόεις» τρόπος του πράττειν, άκρως ανασφαλής και επικίνδυνος ως καθημερινή συνθήκη, χαρακτήρισε τις σχέσεις των Ελλήνων μεταξύ τους, αλλά κυρίως απέναντι στο κράτος και τους λειτουργούς του, στους οποίους ουδείς είχε εμπιστοσύνη ότι θα τηρήσουν τους κανόνες που οι ίδιοι θέσπιζαν ότι θα απαιτήσουν με στοιχειώδη διοικητική συνέπεια τη συμμόρφωση του πολίτη σε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο.
Η παραπάνω πραγματικότητα ρίχνει ένα επιπλέον άσχημο φως στην προϊούσα ποινικοποίηση ακόμα και ελαχίστων οφειλών προς το Δημόσιο, ιδιαίτερα σε περίοδο όπου η ατομική ευθύνη για τέτοιες είναι δυσανάλογα μειωμένη σε σχέση με την ευθύνη του ίδιου του κράτους ως προβάλλοντος υπέρμετρες έως ληστρικές αξιώσεις και του γενικότερου κοινωνικού και οικονομικού κλίματος, για το οποίο και πάλι το κράτος φέρει τη μέγιστη ευθύνη (αφού το δομικό πρόβλημα στην Ελλάδα εντοπιζόταν στο δημόσιο και όχι στο ιδιωτικό χρέος). Ενόψει δε των παραπάνω επισημάνσεων καθίσταται ακόμα πιο προκλητικός ο αφορισμός «όλοι μαζί τα φάγαμε» που διαπνέει υπορρήτως αλλά σαφώς τη ratio τέτοιων νομοθετημάτων. Στην ελληνική πραγματικότητα, όπου επικράτησε καθέτως και οριζοντίως η απόλυτη κατάλυση, έως και ισοπεδωτισμός, κάθε έννοιας θέσμισης των βιοτικών σχέσεων, οι ηθικολογικές κρίσεις είναι τόσο αυθαίρετες, ώστε μοιάζουν μάλλον με δικαιολογητική βάση νέων υπερβασιών, έστω και αυταρχικότερου τύπου. Όσο σημαντική είναι η ποινή ως αποτρεπτικό όπλο του νομοθέτη, είναι πολλαπλασίως σημαντικότερος ο σχηματισμός εδραίας κοινωνικής πεποίθησης ότι η εκπλήρωση των υποχρεώσεων έχει συγκεκριμένο αντίκρισμα στις ζωές των πολιτών. Και όταν τυχόν δεν έχει, οι υπαίτιοι θα τιμωρούνται πάντα (όχι κατ’ εξαίρεση, ούτε ενίοτε) σκληρότατα. Και προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει λίγα μέχρι σήμερα, και μάλλον ανεπαρκή.

Keywords
Τυχαία Θέματα