Η Καμεράτα στη Στέγη

Η Καμεράτα, στη δεύτερη συναυλία του νέου κύκλου της στη Στέγη και υπό τη μουσική διεύθυνση του μαέστρου της Γιώργου Πέτρου, παρουσιάζει τέσσερα εμβληματικά έργα με ιδιαιτέρους συσχετισμούς, ενώ οι διάφανοι ήχοι των οργάνων εποχής έρχονται σε αντιπαράθεση με τους γνώριμους ήχους των σύγχρονων οργάνων, την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012 στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση.

Το ζεστό καλοκαίρι

του 1772, στο θερινό ανάκτορο του Ούγγρου πρίγκιπα Νικολάου Εστερχάζυ τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για τον Γιόζεφ Χάυντν: οι 13 μουσικοί της ορχήστρας του Εστερχάζυ έμειναν εκεί για παραπάνω από όσο άντεχαν μακριά από τις οικογένειές τους, δουλεύοντας σκληρά προκειμένου να ικανοποιήσουν τις αχόρταγες μουσικές ορέξεις του πρίγκιπα. O Χάυντν, διευθυντής της ορχήστρας και αυλικός συνθέτης, έπρεπε να βρει έναν τρόπο να εκφράσει στο αφεντικό τα παράπονα των μουσικών, εφόσον το συνδικαλιστικό όργανο της εποχής ήταν στην ουσία ανύπαρκτο. Και τι καλύτερο από μια μουσική διαμαρτυρία. Γράφει λοιπόν την αριστουργηματική συμφωνία που έμεινε στην ιστορία με την ονομασία «του αποχαιρετισμού». Το έργο τελειώνει με ένα μουσικό δρώμενο: ο συνθέτης ζητάει από τον κάθε μουσικό, αφού παίξει ένα τελευταίο μικρό σόλο, να σβήσει το κερί του αναλογίου του και να αποχωρήσει από την αίθουσα, έτσι που στο τέλος απομένουν δυο μοναχικά βιολιά τα οποία αποτελειώνουν το έργο αφήνοντας στην ουσία ένα ερωτηματικό. Ο Νικόλαος έπιασε το υπονοούμενο και η Αυλή επέστρεψε στη βάση της την επομένη κιόλας μέρα. Η Καμεράτα παρουσιάζει τη συμφωνία «του αποχαιρετισμού» με όργανα εποχής και με 13 μουσικούς, ακριβώς όσους είχε ο Χάυντν στη διάθεσή του κατά την πρώτη παρουσίαση του έργου.

Σχεδόν 200 χρόνια μετά, ένας από τους διασημότερους συνθέτες του 20ού αιώνα, ο Άλφρεντ Σνίτκε εμπνέεται από την ιδέα του μουσικού δρώμενου του Χάυντν και δημιουργεί το δικό του, βασισμένο πάνω σε κάποια ημιτελή σκίτσα του Μότσαρτ που προορίζονταν για μια παντομίμα (ΚV 416d, 446). Ο Σνίτκε χρησιμοποιεί τα σκίτσα αυτά με εξαίρετο χιούμορ, μέσα από το γνωστό του παραμορφωτικό του καθρέφτη, δίνοντας συγκεκριμένες οδηγίες σχετικά με το φωτισμό και τη μετακίνηση των μουσικών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης. Moz-ART λοιπόν, à la Haydn, αφού στο τέλος οι μουσικοί αποχωρούν ένας ένας, αφήνοντας «μπουκάλα» τον μαέστρο, ο οποίος διευθύνει το κενό.

Η παιχνιδιάρικα ροκοκό διάθεση της εποχής του Χάυντν εμπνέει επίσης ένα από τα αριστουργήματα του Τσαϊκόφσκι: τις παραλλαγές σε ένα θέμα ροκοκό για βιολοντσέλο και ορχήστρα. Ο Τσαϊκόφσκι χρησιμοποιεί ένα δικό του θέμα σε ροκοκό ύφος, το οποίο παραλλάσσει αριστοτεχνικά, δημιουργώντας μερικές από τις πιο δεξιοτεχνικές σελίδες για σόλο βιολοντσέλο που αποτελούν πρόκληση για κάθε τσελίστα. Η ορχήστρα, σε διαστάσεις συνόλου με αναφορά στο 18ο αι., ακροβατεί ανάμεσα στην απλότητα του στυλ ροκοκό και στο πληθωρικό πάθος του ρωσικού ρομαντισμού του 19ου αι., χαρακτηριστικού της τέχνης του Τσαϊκόφσκι.

INFO: Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών-Ίδρυμα Ωνά

Keywords
Τυχαία Θέματα