Εκατό χρόνια από τη γέννηση ενός μεγάλου κωμικού

Ύστερα από την επιμονή της οικογένειας του και παρά τη θέληση του το 1930 κατατάχθηκε στη Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, από όπου τελικά δραπέτευσε κολυμπώντας. Γλύτωσε το Στρατοδικείο με την παρέμβαση της οικογένειάς του και το 1934 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει χρυσοχόος και να αναλάβει το οικογενειακό χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας.

Εγκατέλειψε όμως και πάλι τις σπουδές του κι έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσει, μέχρι που τον

ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ και του έδωσε ρόλο κομπάρσου σε μια θεατρική παράσταση. Αυτή η επαφή με το θέατρο του έδειξε το δρόμο που ήθελε να ακολουθήσει. Σπούδασε ηθοποιός στο θέατρο «Ατενέ» και το καλοκαίρι του 1938 επέστρεψε στην Ελλάδα, ξεκινώντας πλέον καριέρα ηθοποιού.

Παρά το γεγονός ότι έγινε γνωστός και αγαπήθηκε μέσα από κωμικούς ρόλους που ερμήνευσε στο σινεμά, στα πρώτα του βήματα στην ηθοποιία έπαιξε δραματικούς ρόλους αλλά και το ρόλο του ζεν-πρεμιέ. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο στο ρόλο του ώριμου, πλούσιου, γυναικά ή του πατέρα γνωστών σταρ της εποχής.

Πρωταγωνίστησε σε περίπου 80 ακόμα ταινίες με πιο ξεχωριστές: «Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα», « Τι 30, τι 40, τι 50», «Τζένη Τζένη», «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «Υιέ μου, υιέ μου», «Η Λίζα και η Άλλη» (1961), «Η Αλίκη στο ναυτικό» (1961), «Η βίλα των οργίων» (1964), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Η γυναίκα μου τρελάθηκε» (1966), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Ο γεροντοκόρος» (1967), «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι» (1967).Για την ερμηνεία του στην ταινία «Ο Μπλοφατζής» κέρδισε το 1969 το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Η τελευταία του εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν στην ταινία «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ» (1981).

Από την τηλεοπτική του παρουσία ξεχώρισε στο ρόλο του γυναικοκατακτητή Ζάχου Δόγκανου στο σήριαλ «Εκείνες και εγώ» (1976).

Στο θέατρο ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπαιξε για 40 χρόνια, μετέχοντας σε 191 παραστάσεις. Εμφανίστηκε σε πολλές ελληνικές πόλεις, καθώς επίσης και στην Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια. Η πρώτη του παράσταση στην Ελλάδα ήταν το καλοκαίρι του 1938 με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη στο έργο «Τα παράσημα της γριούλας» του Φ. Μπάρυ και η τελευταία τον χειμώνα του 1978 με τον θίασο Λάμπρου Κωνσταντάρα – Νίκου Ρίζου – Μάρως Κοντού στο μιούζικαλ «Τρελές επαφές ρωμέικου τύπου» του Κώστα Πρετεντέρη.

Παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1945 την ηθοποιό Γιούλη Γεωργοπούλου και δεύτερη το 1971 με τη Φιλιώ Κεκάτου. Ήταν πατέρας του δημοσιογράφου και πρώην βουλευτή Δημήτρη Κωνσταντάρα, ο οποίος του χάρισε δυο εγγόνια, την Παυλίνα το 1974 και τον Λάμπρο το 1979 και αδελφός της ηθοποιού Μίτσης Κωνσταντάρα με την οποία έπαιξε σε πολλές ταινίες.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Βάρκιζα. Πέθανε στο «Ασκληπιείο» της Βούλας στις 28 Ιουνίου 1985. Νωρίτερα το 1978 και 1983 είχε υποστεί δύο εγκεφαλικά επεισόδια. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Keywords
Αναζητήσεις
φιλιω κεκατου σημερα, γιούλη γεωργοπούλου
Τυχαία Θέματα