Σάρα Θηλυκού: «Ένα»

20:17 6/6/2023 - Πηγή: Diastixo

Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Οδυσσέα Ελύτη, Το Μονόγραμμα

Αν μ’ έχει κυριεύσει μια μανία
να γράφω τώρα όλες μου τις λέξεις
είναι μόνο για να σ’ έχω κοντά μου
μαζί να ζούμε σε τέσσερις στίχους

Σε πρώτο πρόσωπο, με λεπτές αυτοαναφορές, η Σάρα Θηλυκού παραδίδει στη γραφή μια εξομολόγηση

de profundis, πτυχές μιας λυρικής ιστορίας. Είναι οι ώρες της αλήθειας, στιγμές καίριες, με υπαρξιακό βάρος υπό το κράτος της απώλειας.

Εικάζω ότι ο τίτλος Ένα αποδίδει τυπικά το ενιαίο της σύνθεσης, αφού τα μέρη, στιγμιότυπα τραυματικά, αποτελούν πράγματι ένα ενιαίο ποίημα. Υπαρξιακά όμως, διεισδύοντας στα μύχια της αφηγήτριας, γεννάται η διαπορία αν αυτή η ενότητα είναι η ποθητή (αν και άπιαστη) ένωση σωμάτων και ψυχών.

Παρά τις όποιες διαφορές, η μνήμη με οδηγεί στα κοινά στοιχεία του ποιήματος αυτού με το κορυφαίο ερωτικό ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, Το Μονόγραμμα. Είναι το πένθιμο ύφος κοινό και αιτία η νοσταλγός ενθύμηση του απολεσμένου· είναι το πικρό παράπονο του χωρισμού και η υπόρρητη, η μύχια, παρεμφερής, αλλά μάταιη, προσδοκία επανασύνδεσης με το αγαπημένο πρόσωπο, ένας πόθος που τον στιγματίζει η συναίσθηση του τετελεσμένου και τον αναθερμαίνει η ελπίδα της επανασύνδεσης.

Το τρυφερό τραγούδι της ποιήτριας, τετραμερές, αρχίζει ως ύμνος στην ομορφιά, την αρχή της ειδυλλιακής ερωτικής φλόγας, της θέρμης και της γνήσιας και εξαγιασμένης πρώτης επαφής. Αμέσως όμως μετά, αυτή, ως ιδιόμορφη Αντιγόνη, αλλάζει τη διάθεση του αναγνώστη. Ποιον άραγε πενθεί; Ποιος πόνος τη βασανίζει; Αυτάρκης, απροσκύνητη, αρχίζει μόνη το θρηνητικό μέλος της, τον κομμό της. Πενθεί και αυτή, όπως στο Μονόγραμμα ο αφηγητής, αλλά όχι για τα χρόνια που έρχονται. Είναι πένθος βαθιά ερωτικό διαφορετικής αφόρμησης, για τα χρόνια που πέρασαν. Πενθεί, ως άλλη Αντιγόνη, πάνω στο σώμα ενός νεκρού, ενός χαμένου, και αναλογίζεται τις προσωπικές διαφορές με το ερώμενο πρόσωπο.

Στο δεύτερο μέρος αναπολεί στιγμές εξαίσιες, αποθεώνει τα χαρίσματα εκείνου, παράλληλα όμως επανέρχεται στο μουντό παρόν, αναφερόμενη στο γεγονός του τέλους αυτής της ομορφιάς και αναζητώντας τα αίτια, με τη σκέψη στραμμένη στο άδηλο μέλλον και στον άσπλαχνο χρόνο, που παρασύρει στο πέρασμά του τις μοναδικές στιγμές της ευτυχίας. Θα ’ρθει μέρα, μ’ ακούς, να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι, έγραψε ο Ελύτης. Είναι τα φευγάτα χρόνια, είναι ο χαλαστής χρόνος. Και η άποψη της ποιήτριας, οιονεί απάντηση στα λόγια του ποιητή:

αλλά περνά κι αυτός όπως και εμείς
όπως ο έρωτας η αγάπη η ζωή
έτσι το ξέρω, ναι, πως μία μέρα
θα πάψω μαζί σου να συνομιλώ.

Παρά ταύτα, μονολογώντας απευθύνεται στον απόντα σαν να παρευρίσκεται, με φωνή που ποθεί την αποκατάσταση των σχέσεων, όμως το διαβλέπει, ματαίως.

{jb_quote}Παραδίδει στη γραφή μια εξομολόγηση de profundis, πτυχές μιας λυρικής ιστορίας. Είναι οι ώρες της αλήθειας, στιγμές καίριες, με υπαρξιακό βάρος υπό το κράτος της απώλειας. {/jb_quote}

Στο τρίτο μέρος, παρακλητικό, προτρέπει εκείνον να μείνει, με επιχειρήματα που τονίζουν τη σημασία της ενότητας των δυνάμεών τους, τη σημασία της σύζευξης στο Ένα, σε αυτό που το αποκαλεί ως «ό,τι ο έρωτας κατέχει». Στο σημείο αυτό φαντάζεται πού να βρίσκεται και πώς να είναι ο αγαπημένος· σαν σε όνειρο, σιωπηλή, βλέπει με τα μάτια της καρδιάς όσα οι λέξεις αδυνατούν να εκφράσουν, όσα δεν περιγράφονται για να δηλώσουν τον πόνο της απουσίας:

θέλω να πω τόσα πολλά όμως
σιωπώ σιωπώ σιωπώ σιωπώ
και προτιμώ να ονειρεύομαι
το πρόσωπό σου έχοντας στα χέρια μου
όταν ξυπνώ – γιατί να ναυαγούμε
βουβοί σε μία θάλασσα από λέξεις
σιωπώ, την ηδονή των λέξεων
στερούμαι, αφθονώ σε πλησμονή
ζεστή την απουσία ζωντανεύω.

Στο τελευταίο μέρος, αγάπη και ερωμένος είναι ένα. Επανέρχεται, λοιπόν, η ποιήτρια στα εγκώμια προς εκείνον, εγκώμια προς τελεσίδικα απολεσμένον στην πραγματικότητα, γλυκύ έαρ που έδυσε το κάλλος του. Έμμεσα εκδηλώνει τις ενοχές της για τον χωρισμό, θέτοντας το δίλημμα ελευθερία ή αγάπη, θυμίζοντας στο σημείο αυτό την τραγικότητα της επιλογής και ανακαλώντας φασματικά τη μορφή της Αντιγόνης, τη γυναίκα με τα τραγικά διλήμματα και τις δραματικές επιλογές:

στο όνομα της ελευθερίας
έδιωξα, εξόρισα την ελευθερία
στο όνομα της αγάπης
έδιωξα, εξόρισα την αγάπη

να υπομένω
ελευθερία είναι ο τρόπος
να αποδέχομαι τη μοίρα
να φέρνω πίσω τους εξόριστους θεούς
μοίρα μου
είναι η δεσποτεία της αγάπης

Το ερωτικό τραγούδι της Σάρας Θηλυκού, χαρμολυπικό, ηδύ και λυπημένο, θέτει το αναπάντητο ερώτημα: Γιατί να καταλύεται ο Έρωτας, το μέγιστο δώρο της ζωής στους θνητούς, η μεγάλη παραμυθία τους; Φταίει η διαπάλη που σοβεί ανάμεσα στο Εγώ και το Άλλο, στο Εγώ και το Ξένο, που παρά την ανείπωτη έλξη, τελικά αυτή είναι υπεύθυνη για τον χωρισμό. Είναι η διαπίστωση της ανελέητης μοναξιάς του ανθρώπου:

ο άλλος ένας οικείος ξένος που τρομάζει
ο άλλος ένας οικείος ξένος που γοητεύει
ο άλλος εσύ καθώς ένας άλλος γίνεσαι
ίδιος εσύ χωρίς να αλλάζεις μέχρι εγώ
να γίνω ένας άλλος

Με μυστική υπόκρουση, εξομολογούμενη με πίκρα η Σάρα Θηλυκού ψάλλει το δικό της τραγούδι. Όντως, ως άλλη Αντιγόνη. Ποιος είναι όμως ο άταφος νεκρός; Ποιος άλλος από τον θερμό Έρωτα, τον οποίο βλέπει να σβήνει· που αντιλαμβάνεται ότι οι ανθρώπινες αντιφάσεις «στο όνομα της ελευθερίας διώχνουν και εξορίζουν την ελευθερία και στο όνομα της αγάπης διώχνουν και εξορίζουν την αγάπη». Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς, Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς; Φωνή απελπισίας, χωρίς απόκριση, φωνή βοώντος. Ἐπεπόθησεν ἡ ψυχή μου τοῦ ἐπιθυμῆσαι τὰ κρίματά σου ἐν παντὶ καιρῷ, η φράση δική της από τη Νεκρώσιμο Ακολουθία. «Μοιρολόι μανιάτικο» –κι αυτό δικό της– για τον άταφο νεκρό.

Ένα
Σάρα Θηλυκού
Νίκας
σ. 74
ISBN: 978-960-296-420-0
Τιμή: 9,00€

Keywords
Τυχαία Θέματα