«Εντγκάρ Ντεγκά, ένας ιμπρεσιονιστής που προτιμούσε τον ρεαλισμό» του Κώστα Ξ. Γιαννόπουλου

Ο Πισαρό τον καταλάβαινε. Είχε μια σχέση μαζί του, ένα είδος συγγένειας. Τον θαύμαζε. Έλεγε πως ήταν «ένας αναρχικός της τέχνης», χωρίς όμως να το γνωρίζει. Εξάλλου, ο Ντεγκά είχε μια «αριστοκρατική» αντίληψη για την τέχνη. Πίστευε πως η τέχνη δεν ήταν για όλους. Από την άλλη, τον απωθούσε η αστική ηγεμονία. Όσο για την ευδαιμονία που πρόσφερε, αυτή την αποδεχόταν πλήρως αφού ο πατέρας του ήταν πλούσιος τραπεζίτης και επιπλέον μανιώδης φιλότεχνος. Αλλά ο πατέρας του χρεοκόπησε. Τότε κατάλαβε κι αυτός πως έπρεπε να δουλέψει για να ζήσει – όπως έκανε όλος ο κόσμος.

Οι ιδέες του προέρχονταν

μάλλον από τη Δεξιά παρά από την Αριστερά, που είχε αποκτήσει μεγάλη αίγλη εκείνη τη χρονική περίοδο. Το πολιτικοϊδεολογικό ιδανικό του ήταν σταθμευμένο σ’ ένα παρελθόν όπου δεν υπήρχε ισονομία, ούτε ψωμί για όλους ή μια θέση στον ήλιο και επομένως δεν περίμενε κανείς κοινωνικές αλλαγές ή, πολύ περισσότερο, ανατροπές. Έτσι, δε μοιάζει περίεργο που ο Ντεγκά τάχθηκε εναντίον του Ντρέιφους κι ας ήταν φίλος και θαυμαστής του Ζολά, που έγραψε το περίφημο Κατηγορώ προς υποστήριξη του Ντρέιφους και καταδίκη των πολιτικών και κοινωνικών στρεβλώσεων. Παρ’ όλα αυτά, μαζί με τον φίλο και υποστηρικτή του Καμίγ Πισαρό δεν ήταν απλώς ένας αντισημίτης παρασυρμένος από τον συρμό της εποχής (στη Γαλλία της Τρίτης Δημοκρατίας το κύμα του αντισημιτισμού είχε φουντώσει επικίνδυνα), αλλά έβαζε την οικονόμο του να του διαβάζει, την ώρα που ζωγράφιζε, ένα αντισημιτικό έντυπο που εικονογραφούσε ο Πισαρό.

Αλλά και η κριτική του εναντίον των αδαών που επέμεναν να έχουν άποψη περί την τέχνη ήταν σκληρή. Το ίδιο σκληρή ήταν κι η στάση του απέναντι στα μοντέλα. «Τι εποχή είναι αυτή που ζούμε, Θεέ μου! Όλοι, ακόμα και τα μοντέλα, έρχονται και μιλούν για ζωγραφική, λες και αρκεί γι’ αυτό η τέχνη της γραφής και της ανάγνωσης. Σε περασμένες εποχές δεν ήταν οι απλοί άνθρωποι ευχαριστημένοι χωρίς όλα αυτά τα άχρηστα μαθήματα, τα οποία παραδίδονται στα σχολεία; Τι σκληρός αγώνας είναι αυτός;»

Ο Ντεγκά είχε μεγάλη αγάπη και θαυμασμό στο μυθιστόρημα και τους εκπροσώπους του, στην εποχή του εξάλλου το μυθιστόρημα είχε μεγάλη άνθηση και τεράστια διάδοση, κι αυτός ακολουθούσε τις μυθιστορηματικές τεχνικές στις ζωγραφικές αναζητήσεις του. Γνώριζε τον Ζολά, τον Λουντοβίκ Αλεβί, τους αδελφούς Γκονκούρ. Ο Εντμόντ Γκονκούρ μάλιστα ισχυριζόταν πως ο Ντεγκά ήταν «ερωτευμένος με τη σύγχρονη ζωή». Ενώ ο μέγας εστέτ Ισμάν, που είχε προκαλέσει τόσο θόρυβο με το Ανάποδα, όπου αντικαθιστούσε την ομορφιά με τη λατρεία της ασχήμιας, έγραφε για τον Καλλωπισμό των χορευτριών του (1880): «Τι αλήθεια! Τι ζωή! Πώς όλες αυτές οι φιγούρες ίπτανται στον αέρα, πώς η σκηνή λούζεται στο φως, πώς η έκφραση αυτών των φυσιογνωμιών, η ανία μιας εργασίας επίπονης και μηχανικής, πώς το διαπεραστικό, φιλόδοξο βλέμμα της μητέρας οξύνεται όταν το σώμα της κόρης της παραστρατεί, πώς η αδιαφορία των συναδέλφων για μια βαριεστημάρα που ήδη γνωρίζουν επιτιμάται, με την οξύτητα ενός ραφινάτου αλλά ταυτοχρόνως ανελέητου αναλυτή».

Αν ο Ντεγκά ήταν θαυμαστής του μυθιστορήματος, ο Μποντλέρ ήταν θιασώτης της ζωγραφικής και γνώστης των μυστικών της. Ιδού κάποια χωρία ενός πεζού ποιήματος από τη Μελαγχολία του Παρισιού:

…αυτή η διαμονή της αιώνιας πλήξης είναι πράγματι δική μου. Ιδού τα χαζά έπιπλα, σκονισμένα τσακισμένα. Το τζάκι άδειο από φλόγα και κάρβουνα, λεκιασμένο από φτυσιές, τα θλιβερά παράθυρα όπου η βροχή χάραξε τις αυλακιές της πάνω στη σκόνη […]

Κι αυτό το άρωμα ενός κόσμου άλλου που μεθούσα μαζί του με τέλεια ευαισθησία, αλίμονο! Αντικαταστάθηκε από τη δυσοσμία του καπνού ανάκατου με δεν ξέρω ποια εμετική μούχλα. Τώρα αναπνέει κανείς εδώ το τάγκιασμα της απόγνωσης. Μέσα σε τούτον το στενό κόσμο κι όμως γεμάτο αηδία ένα μοναδικό αντικείμενο μου χαμογελά, η φιάλη με το λαύδανο, μια γριά και φρικτή φίλη.

Είναι τόσο ζωντανά ζωγραφισμένη και με τόση λεπτομέρεια αυτή η εικόνα, κι ας μη μιλά για τη ζωγραφική.

Ο Εντγκάρ Ντε Γκα (υιοθέτησε την πιο ανεπιτήδευτη εκδοχή του επωνύμου του από την πραγματική) ήταν ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, γραφίστας. Γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου 1834 στο Παρίσι και πέθανε στην ίδια πόλη, όπου έζησε όλη του τη ζωή, 83 χρόνια αργότερα, τα τελευταία είκοσι με αδύναμη όραση, στις 27 Σεπτεμβρίου 1917.

{jb_quote}Οι συνθέσεις του, αν και είναι εξαντλητικά δουλεμένες και υπολογισμένες ως την τελευταία λεπτομέρεια, μοιάζουν τυχαίες, φευγαλέες, ασυνεχείς.{/jb_quote}

Ενώ άρχισε να σπουδάζει νομικά, μεταπήδησε στη École des Beaux Arts όπου είχε δάσκαλο έναν μαθητή του Ενγκρ, ο οποίος υπήρξε η πρώτη μεγάλη του επιρροή. Συμμετείχε σε πολλές από τις εκθέσεις των ιμπρεσιονιστών, αλλά είχε σημαντικές διαφορές από εκείνους. Δε ζωγράφιζε στη φύση, ήταν ζωγράφος του στούντιο, δεν αγαπούσε τα λαμπερά τους χρώματα, έβαζε πάντα μπροστά το σχέδιο κι έπειτα το χρώμα. Δεν τον ενδιέφεραν τα νατουραλιστικά χρώματα, αλλά χρησιμοποιούσε με μια αναρχική αυθαιρεσία τα παστέλ χρώματα επιδιώκοντας ένα πιο ρεαλιστικό αποτέλεσμα. Χρησιμοποιούσε τη φωτογραφία, όντας έμπειρος φωτογράφος, προσπαθώντας να πετύχει μια «διαγώνια όψη του κόσμου».

Η σωστή εντύπωση πίστευε πως είναι γεγονός του νου κι όχι τόσο της όρασης. Δε θα μπορούσε να υπάρξει νέος τρόπος να βλέπουμε, αν δεν υπάρξει κι ένας νέος τρόπος σκέψης. Δεν πίστευε, αντίθετα από τον Μονέ, πως η ζωγραφική συλλαμβάνεται μόνο με τα μάτια. Ισχυριζόταν πως χωρίς τον κινητήριο ρυθμό της ανθρώπινης δράσης δεν υπάρχει παρά ένας χώρος αδρανής, άμορφος. Ο Τζούλιο Αργκάν, που τον έχει μελετήσει σε βάθος, υποστηρίζει: «Το σχέδιο του Ντεγκά είναι χειρονομία γρήγορη, συλληπτήρια, αποφασιστική, που αδράχνει κάτι πραγματικό και το οικειοποιείται».

Οι συνθέσεις του, αν και είναι εξαντλητικά δουλεμένες και υπολογισμένες ως την τελευταία λεπτομέρεια, μοιάζουν τυχαίες, φευγαλέες, ασυνεχείς. «Ένας πίνακας», έλεγε ο Ντεγκά, «είναι πάντα κάτι τεχνητό, που υπάρχει έξω από τη φύση, γι’ αυτό απαιτεί τόση πανουργία όση και η διάπραξη ενός εγκλήματος».

Διάσημη είναι η σειρά σχεδίων, πινάκων και γλυπτών με θέμα τις χορεύτριες. Ήταν τότε που σύχναζε στα παρασκήνια – όπως ο Λοτρέκ στα πορνεία. Η ματιά τους, η σύλληψη και φυσικά το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό για τον καθένα. Ο Ντεγκά κοίταζε τις χορεύτριες με την ίδια αντικειμενική οπτική που κοίταζαν τα τοπία οι ιμπρεσιονιστές. Δεν τον απασχολούσαν ούτε οι αλλαγές στη διάθεσή τους, η ομορφιά τους ή η πλαστικότητα των κινήσεών τους. Μόνο η αλληλεπίδραση του φωτός και της σκιάς πάνω στην ανθρώπινη μορφή τον ενδιέφερε. Καθώς κι ο τρόπος της απόδοσης του χώρου. «Οι δικές μου γυναίκες», έλεγε, «είναι απλοί άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται παρά για τον εαυτό τους και τη φυσική τους κατάσταση. Να μια που πλένει τα πόδια της. Είναι σαν να την κοιτάζεις από την κλειδαρότρυπα».

Για τον πίνακα Αψέντι (1876) ο Αργκάν υποστηρίζει: «Η σωματώδης χυδαιότητα που αποπνέει η ανδρική φιγούρα συνοδεύεται από μια βλακώδη έπαρση. Δίπλα του μια μεθυσμένη πόρνη», εκεί στον λίγο χώρο που αφήνουν τα λερά μαρμάρινα τραπέζια. «Το λούσο φτωχό, ασήμαντο, ψεύτικο. Άσπροι φιόγκοι στα παπούτσια, βολάν στον κορσέ. Το καπέλο του άντρα φτηνό κι αυτό, της δεκάρας […] Μια ανθρωπότητα εξαντλημένη, ξοφλημένη, χωρίς ενέργεια, ψυχρή, ακίνητη μέσα στον χρόνο».

Ο Ντεγκά «πάλευε ανάμεσα σε μια προοδευτική παρότρυνση και κάποια συντηρητική επιφύλαξη», ενώ υπήρξε ένας από τους λίγους ζωγράφους που αναγνωρίστηκε όσο ζούσε.

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
1. Τζέημς Χ. Ρούμπιν, Ιμπρεσιονισμός, μτφρ. Γιώτα Ποταμιάνου, Καστανιώτης, 1999
2. Ρίτσαρντ Κένταλ, Τα παρασκήνια του Ντεγκά, μτφρ. Νίκος Νομικός, Άγρα, 2003
3. Τζούλιο Αργκάν, Η Μοντέρνα τέχνη, μτφρ. Λίνα Παπαδημήτρη, πρόλογος: Νίκος Κεσσανλής, ΠΕΚ & ΑΣΚΤ, Ηράκλειο Κρήτης, 1999
4. Κάρολος Μπωντλαίρ, Η μελαγχολία του Παρισιού, μτφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου, Bibliothèque, 2019

Keywords
Τυχαία Θέματα
Εντγκάρ Ντεγκά, Κώστα Ξ, Γιαννόπουλου,entgkar ntegka, kosta x, giannopoulou