Βάσεις εκφασισμού της κοινωνίας

Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΝΤΑΣΚΑ

Σκηνή πρώτη. Η ώρα είναι λίγο μετά τις 8 το πρωί, σε κάποιο συρμό του Μετρό, προσφάτως επαναλειτουργούντα μετά την επίταξη και επιστράτευση που επέβαλε η κυβέρνηση. Ο οδηγός έχει ξαναπιάσει δουλειά αναγκαστικά, ηττημένος. Στα κατάμεστα, ελλείψει λεωφορείων και άλλων εναλλακτικών μεταφορικών μέσων, βαγόνια πρόσωπα κουρασμένα, νυσταγμένα,

σκυθρωπά στοιβάζονται μέσα σε απόλυτη, σχεδόν νεκρική, ησυχία. Τη σιγή διακόπτει η στεντόρεια φωνή ενός ηλικιωμένου άνδρα, του οποίου τα ελλιπή εκφραστικά μέσα μαρτυρούσαν στοιχειώδη (αν υπήρχε) εκπαίδευση, που συνομιλεί με μία γυναίκα. «Δεν θέλω κανέναν τους! Να τους σφάξουν, να τους πατήσουν στον λαιμό όλους! Όλους! Ήρθαν οι Αφγανοί και οι Πακιστανοί, τους δώσαμε ψωμί και κλέβουν τον κόσμο! Οι Έλληνες ας κλέβουν, δική τους χώρα είναι! Πες μου, σου αρέσει αυτό που βλέπεις στα φανάρια; Καλά κάνει η Χρυσή Αυγή!» «Μα», αντέτεινε η συνομιλήτρια, «η Χρυσή Αυγή δεν είναι μόνο για τους ξένους, είναι και για τους Έλληνες. Είναι ναζί, είναι…». «Ξέρω, ξέρω» τη διέκοψε αδιάφορα ο άνδρας, συνεχίζοντας για αρκετά λεπτά ακόμα να υπόσχεται αίμα σε «όλους» όσοι «κατέστρεψαν την Ελλάδα» κατά τη γνώμη του. Εις επήκοον δεκάδων ανθρώπων, εκ των οποίων λίγοι έστρεψαν, ίσως με κάποια δυσφορία, τα κεφάλια προς τον άνδρα, αλλά κανείς δεν μίλησε.
Σκηνή δεύτερη: Παιδικά πρόσωπα παρελαύνουν μπροστά από τους τηλεοπτικούς δέκτες. Μαρτυρούν διαφορετική καταγωγή, όμως, σε άπταιστα ελληνικά αναφέρονται σε διάφορες άκρως ελληνικές συνήθειές τους. Από την απέχθειά τους στο σπανακόρυζο, μέχρι το παιδικό τραγούδι με τον Ρούντολφ το ελαφάκι. Με περιττούς ελληνικούς υπότιτλους, που υπογραμμίζουν την καλή γνώση ελληνικών εκ μέρους των. Το σποτ της ιστορικής «Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου» αισθάνεται πια αρκετά δικαιωμένο να κλείσει με τη φράση: «Και κάποιοι λένε ότι αυτά τα παιδιά δεν έχουν σχέση με την Ελλάδα-Τα παιδιά των μεταναστών που έχουν φέρει τη ζωή τους στην Ελλάδα έχουν δικαίωμα στην ελληνική ιθαγένεια». Χωρίς ενδιάμεσες στάσεις. Τα παιδιά που «έχουν σχέση με την Ελλάδα» έχουν και «δικαίωμα στην ελληνική ιθαγένεια». Φράση-ισοδύναμη μεταφυσικής καταδίκης μετά από την παρέλαση παιδικής αθωότητας που προηγήθηκε, για όποιον τολμήσει να αρνηθεί οτιδήποτε σε αυτά τα παιδιά. Έστω κι αν τα ίδια δεν ξέρουν καν περί τίνος πρόκειται. Τη λέξη «ιθαγένεια» θα μάθουν να τη χρησιμοποιούν και να την κατανοούν πολύ αργότερα. Όταν, δηλαδή, θα μάθουν ότι η ιθαγένεια είναι πολιτικό και όχι ανθρώπινο δικαίωμα, όπως άριστα γνωρίζει ήδη η Ένωση που επιμελήθηκε της καμπάνιας. Όταν η προσωπικότητά τους θα έχει αποκτήσει και άλλες προεκτάσεις, πέρα από τον Ρούντολφ το ελαφάκι ή το σπανακόρυζο. Πλην όμως, τότε, δεν θα ισοπεδώνει η εφηβική, νεανική ή ώριμη παρουσία τους τον αντίλογο μέσα από την υπερέκχυση συναισθήματος, όπως τα γλυκά παιδικά πρόσωπα.
Κάπως έτσι μαθαίνουμε στην Ελλάδα να επιλύουμε αποτελεσματικά τα προβλήματά μας. Γρήγορα και εύκολα. Πάνω από όλα, αποτελεσματικά. Οι αλήθειες είναι απλές, ασπρόμαυρες, όπως οι παλιές καλές ελληνικές ταινίες. Αλίμονο σε όποιον τολμήσει να ισχυριστεί ότι υπάρχουν ενδιάμεσες αποχρώσεις, ότι κανείς δεν κατέχει όχι μόνο την απόλυτη αλήθεια αλλά ακόμη και την προσωπική του αλήθεια, πριν τη θέσει στη βάσανο της κριτικής και του διαλόγου. Όμως, ο διάλογος είναι απειλητικός. Γκρεμίζει τις βεβαιότητες, τους μικρούς μας ρόλους μέσα από τους οποίους αντλούμε νόημα και κοινωνική επιβράβευση ή και καταξίωση. Πάνω από όλα η φόρτιση, πάντοτε απολύτως δικαιολογημένη. Αλίμονο, επομένως, αν κάποιος βρεθεί στον δρόμο της. Πρόδωσε την πατρίδα του, εξευτέλισε το αίμα των αδικοχαμένων από ληστείες και εγκληματικότητα, μόνο και μόνο γιατί θα ρωτήσει «Μα, όλοι; Τους ξέρετε, πράγματι, όλους τόσο καλά;». Ή, από την άλλη, είναι ένα ανθρωπόμορφο τέρας, που έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό διαστροφής, ώστε να ισχυριστεί ότι η καλή γνώση ελληνικών από όμορφα παιδικά προσωπάκια, περίπου όπως και η καλή γνώση γερμανικών από μαθητές γερμανικών σχολών, ίσως, πιθανόν, ενδεχομένως να μην αρκεί για να τους δώσει μόνη της δικαίωμα ψήφου. Αν η φόρτιση υγροποιείτο σαν τα νέφη, την Ελλάδα θα την έπνιγε κατακλυσμός, από τον οποίο είναι λίαν αμφίβολο αν θα γλύτωνε πια και ο Δευκαλίων.
«Οι Έλληνες είμαστε συναισθηματικός λαός» συνηθίζουμε να αυτοπεριγραφόμεθα με εθνικό ναρκισσισμό ή σύμπλεγμα κατωτερότητας. «Έτσι είμαστε και γι’ αυτό μας ζηλεύουν/έτσι είμαστε και γι’ αυτό δεν πάει τίποτα σωστά». Ίσως να ισχύουν και τα δύο. Ωστόσο, σε κάποια χρονική στιγμή πιστέψαμε ότι η συναισθηματική μας φύση αρκεί για να μας απαλλάξει από το καθήκον να χρησιμοποιούμε τον νου μας. Ακόμη και σε τόσο στοιχειώδες επίπεδο, ώστε να αποτρέπεται η αντίφαση της μίας πρότασής μας με την ακριβώς επόμενή της. Πιστέψαμε ότι η συναισθηματική μας φύση μας εξασφαλίζει το δίκαιο μέσω της συγκινησιακής φόρτισης. Δεν σκεφτήκαμε, όμως, ότι ανάλογο δίκαιο μπορεί να έχει και ο απέναντι. Πιστέψαμε, τέλος, ότι η ικανοποίηση της ανάγκης μας για δικαίωση είναι υπέρτερη της υποχρέωσης για αλήθεια, εντιμότητα, ηθική ακεραιότητα. Αυτές οι τρεις παραδοχές είναι οι βάσεις του εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας. Εκφασισμός που αφορά προπάντων τους συνήθεις υπόπτους, αλλά δυστυχώς όχι μόνο αυτούς.

Keywords
Τυχαία Θέματα