Πένθιμες είναι οι πενιές

Κάποτε ήταν 5 με 6 νύχτες την εβδομάδα! Έψαχναν μεγάλους χώρους σε αποθήκες και εγκαταλειμμένα σινεμά και γέμισαν την νύχτα, πέρα απ’ τα κλασικά και πιο κλασάτα μαγαζιά της παραλιακής. Εξαπλώθηκαν σαν πανδημία. Έγιναν ριάλιτι. Με την ελαφρότητα, την θεματολογία της καψούρας της ασήκωτης και το άχνισμα των μεθυσμένων τσιφτετελιών στα τραπέζια, έγιναν τρόπος ζωής, συχνά καταξίωσης και σύμβολο μιας εποχής. Τα μπουζούκια! Τα μπουζούκια, όχι εκείνα της Ελλάδας του ασπρόμαυρου σινεμά, όπου ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα, ο Γαβαλάς

και η Ρία Κούρτη, η πιο κινητική Μαίρη Λίντα και ο Χιώτης, άφηνες ελεύθερες αβίαστα και φυσικά πενιές και φωνάρες πάνω από τραπεζάκια στρωμένα με λευκά λινά, ψάθινες καρέκλες, κατρούτσα, ρετσίνες και κάνα μεζέ.

Δεν είχε εδώ Αγγελόπουλους και πολύπλοκους μουσικούς δρόμους στον καιρό των τσιγγάνων, ούτε βασανισμένα αηδόνια σαν τον Βοσκόπουλο και ούτε και κυρίες σαν την Πόλυ Πάνου, την Καίτη Γκρέι, την Γιώτα Λύδια, τη Δούκισσα, το φαινόμενο Μπέλλου, που τραγουδούσαν ντυμένες και με κλειστά μάτια απ’ το αίσθημα.

Δεν είχε πιο τζαζ ανοίγματα με περίτεχνες φωνές σαν της Βάνου ή της Μούσχουρη, της Κουρούκλη, της Φυτούση. Δεν υπήρχε ούτε ο αισθησιασμός, ούτε η αισθαντικότητα, ούτε αυτή η επουράνια φωνή της Αλέξιου, ή η μαγεία του Πάριου, της Γαλάνη, της Αρβανιτάκη. Που ένας Νταλάρας – άγιος μοναστικός σε φωνή σα βεβαιότητα;

Στα χρόνια μου, τα μπουζούκια ήταν fast, μεγάλα και αγοραία.

Τεράστιοι χώροι, με τραπέζια κολλητά το ένα στο άλλο, να σε τρυπάει η τσάντα της διπλανής στα πλευρά και να μυρίζεις την μεθυσμένη ανάσα του ιδρωμένου από πίσω στα αχ του μόλις έβλεπε τα μπούτια απ’ το μίνι της τραγουδιστρίας. Σταρ, ντίβες, βεντέτες, γόηδες, τσάμπα μάγκες, όλοι της γρήγορης ανάφλεξης και καύσης, γεννήματα μιας εποχής που έψαχνε ήδη την επόμενη σάρκα πριν καν βαρεθεί την καινούργια.

Σουξεδάκια, πάντα γνωστά, ικανά να σε μερακλώσουν, να σε κουρέψουν, να σε ρεταλιάσουν, να σε κάνουν να πιεις τις μπόμπες ουίσκι μονορούφι, σερβιρισμένες με αλμυρό κοκτέιλ φιστικιών. Και περάσαμε ωραία! Μεθυσμένα, ίσως, πιθανόν άμουσα, σίγουρα, εύκολα. Σαν οι νύχτες μας να ταν προέκταση της εκτόνωσης των γηπέδων τις Κυριακές. Και καλά κάναμε, βρε αδελφέ! Και αυτά τα «βρωμομπούζουκα», ακόμα και αν ήμασταν χλεχλέδες, που «τρώνε τ, αχλάδι με το μαχαιροπίρουνο», όπως λέει στην Στέλλα, ο μέγας Καμπανέλης, εμείς τα γουστάραμε!

Τώρα; Η Ιερά Οδός, η Πειραιώς, οι δρόμοι που στέγασαν τις αυτοκρατορίες της ντίβας των κοιλιακών, της σινιέ λουλουδούς, της μπλαζέ μακιγιέζ, της ψηλομύτας κομμώτριας, της ξιπασμένης στιλίστριας, της επιδειξιμανίας μας και της κακομαθημένης ευκολίας μας, της μεθυσμένης παρατεταμένης νεότητας μας, ώσπου ξενερώσαμε απ το χανγκόβερ μεσόκοποι, είναι μαυσωλεία. Τεράστιες, ογκώδεις τσιμεντένιες πυραμίδες με φαραωνικές, γιγάντιες μορφές αλλοιωμένες απ’ το ρετούς, στην πρόσοψη τους, παραμορφωμένες ώστε να μοιάζουν όλες οι γυναίκες μεταξύ τους και οι άντρες με τις γυναίκες. Μια ντίβα, ένας σταρ φωτισμένοι σε μέγεθος π

Keywords
Τυχαία Θέματα