Super Monkey Ball: Banana Mania | Review

H πρώτη ανάμνηση από το Super Monkey Ball έρχεται πριν από πολλά χρόνια, όταν η ηλικία του γράφοντος δεν έφτανε ούτε διψήφιο αριθμό καλά καλά, σε κονσόλα GameCube οικογενειακού φίλου. Παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν υπήρξε η ευκαιρία για άμεση δοκιμή του τίτλου, τα καλοφτιαγμένα, καρτουνίστικα γραφικά του, η πολύχρωμη παλέτα του και οι συμπαθέστατοι μαϊμουδο-ήρωές του, το καθιστούσαν μέχρι και σήμερα μια όμορφη νοσταλγική ανάμνηση, που με χαρά θα ξαναδοκιμάζαμε σε μια ενδεχόμενη επανακυκλοφορία τους. Και να που η ευκαιρία παρουσιάστηκε με την κυκλοφορία του Super Monkey Ball

Banana Mania, την ανανεωμένη, enhanced συλλογή των τριών πρώτων τίτλων της σειράς που κυκλοφορεί η Sega με την αφορμή την επέτειο των είκοσι χρόνων της.

Ωστόσο, όπως λέει ο εμπειρικός κανόνας, πολλές φορές η αξία που προσδίδει η νοσταλγία σε κάτι είναι αντιστρόφως ανάλογη αυτής που ανακαλύπτουμε με τη τωρινή μας ματιά όταν το επισκεφθούμε ξανά, και το Super Monkey Ball: Banana Mania δεν αποτελεί εξαίρεση, δυστυχώς…

Το concept του τίτλου είναι απλό. Στόχος του παίκτη είναι να οδηγήσει τη μαϊμού του, που περικλείεται από μια ημι-διάφανη μπάλα, μέσα από όλο και πιο απαιτητικές, λαβυρινθώδεις διαδρομές. Το twist, όμως, βρίσκεται στο ότι αντί να καθοδηγούμε την μπάλα, αυτή καθ’ αυτή, ελέγχουμε την ίδια την πίστα, γέρνοντάς την και δίνοντάς της κλίση ώστε να κυλίσει ανάλογα η μπάλα. Απλό; Σίγουρα. Ενδιαφέρον; Ναι. Διασκεδαστικό; Στην πράξη, όχι και τόσο.

Ο λόγος για το παραπάνω δεν είναι άλλος από την υπερβολική δυσκολία του παιχνιδιού. Τα αρχικά επίπεδα προσφέρουν μια ισορροπημένη εμπειρία, με αρκετή πρόκληση για να ολοκληρώσουμε το level και με ακόμα περισσότερη για να συλλέξουμε όλες τις μπανάνες-currency σε αυτό. Παρά την παιδική όψη του τίτλου, η εμπειρία ούτε χαρίζεται ούτε αστειεύεται, και τα retries δίνουν και παίρνουν μέχρι να αντιληφθεί κανείς τη μηχανική του παιχνιδιού και το κάθε επίπεδο ξεχωριστά.

Αυτό, ως ένα σημείο, προξενεί ένα ευχάριστο συναίσθημα πρόκλησης και ανταγωνισμού και μια θεμιτή και ευπρόσδεκτη gaming κατάσταση. Τα προβλήματα, όμως, ξεκινούν περίπου στη μέση του μισού του πρώτου παιχνιδιού, εκεί που οι λαβύρινθοι γίνονται υπερβολικά σύνθετοι, οι πίστες υπερβολικά απότομες και η κάθε λάθος κίνηση υπερβολικά τιμωρητική. Πέραν της χειρουργικής ακρίβειας, που απαιτείται σε κάθε κίνηση μέσω των υπερβολικά ευαίσθητων μοχλών, πολλές φορές ρόλο παίζει καθαρά και η τύχη στην ολοκλήρωση μιας διαδρομής, καθώς σε σημεία υπάρχουν παράγοντες, όπως επίπεδοι επιταχυντές, που επηρεάζουν απρόβλεπτα τη διαδρομή της μπάλας.

Είναι φανερό ότι το gameplay βασίζει την επιτυχία του σε ένα σύστημα trial & error, στο οποίο οι πολλαπλές προσπάθειες και δοκιμές επιτυγχάνουν την εκμάθηση όλων των ιδιοτροπιών και προκλήσεων μιας διαδρομής, με σκοπό το “τέλειο run”. Αυτό από μόνο του δεν είναι σε καμία περίπτωση κακό, ίσα ίσα που πολλοί τίτλοι βασίζουν την επιτυχία τους σε αυτόν ακριβός τον μηχανισμό. Ωστόσο, όταν μηχανισμός σαν τον παραπάνω δεν συνοδεύεται από ένα γρήγορο και ευέλικτο σύστημα retry, η εμπειρία καταλήγει εκνευριστική και κουραστική.

Αντιλαμβανόμενο την όλη κατάσταση, το Ryu Ga Gotoku Studio, υπεύθυνο για την επανακυκλοφορία, εισάγει έναν αρκετά σημαντικό μηχανισμό στο παιχνίδι, το helper mode. Ενεργοποιώντας το, ο χρόνος ολοκλήρωσης κάθε level διπλασιάζεται, βέλη δείχνουν τη βέλτιστη διαδρομή για την έξοδο ενώ ενεργοποιείται και η δυνατότητα για slow motion, επιτρέποντας περισσότερο έλεγχο. Η πρόσβαση στο helper mode ενεργοποιείται και απενεργοποιείται χειροκίνητα οποιαδήποτε στιγμή από το start menu.

Η αλήθεια είναι ότι σαν προσθήκη είναι αρκετά βοηθητική, αλλά και εκνευριστική, καθώς στερεί την αίσθηση ικανοποίησης της ολοκλήρωσης ενός level, η οποία όμως ήταν εξ αρχής σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς αυτό. Παράλληλα, προσφέρεται και η δυνατότητα ολοκληρωτικού skip ενός level με κόστος όμως μερικού currency. Στο σημείο αυτό να αποτίσουμε και έναν μικρό φόρο τιμής σε όλους τους ταλαιπωρημένους από OCD παίκτες, όπως ο υποφαινόμενος, που θα μπουν στην διαδικασία να ολοκληρώσουν κάθε level στο 100% του, μαζεύοντας όλες τις μπανάνες από αυτό. Κουράγιο φίλοι…

Σχεδιαστικά δεν έχουμε να πούμε πολλά.. Το remaster έχει κάνει καλά τη, σχετικά εύκολη, δουλειά του, «γυαλίζοντας» ακόμα περισσότερο τον ήδη αστραφτερό και φωτεινό κόσμο του παιχνιδιού, βελτιώνοντας textures και animations και δίνοντας ένα έξτρα ραφινάρισμα στον συνολικό οπτικό τομέα. Οι χαρακτήρες είναι χαριτωμένοι, οι πίστες ηλιόλουστες και με έντονα χρώματα ενώ το background του κόσμου που βρίσκονται χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακά φυσικά τοπία. Γενικότερα, η όλη αίσθηση που σου αφήνει το παιχνίδι οπτικά είναι αυτή της ξεγνοιασιάς και της αθωότητας, στοιχεία αντιφατικά με το άσπλαχνο και εξαντλητικό gameplay του.

Ευτυχώς ο τίτλος έχει πολλά ακόμα να προσφέρει πέραν του βασικού single player story mode του. Δώδεκα εξαιρετικά multiplayer party games -παραλλαγές κλασσικών παιχνιδιών όπως golf και bowling- είναι εκεί για να χαρίσουν αρκετές διασκεδαστικές ώρες ομαδικού παιχνιδιού. «Χαβαλετζίδικα» και με απλούς γρήγορους κανόνες εκμάθησης, αποτελούν σίγουρη επιλογή για παρέες ανεξαρτήτως ηλικίας. Ενώ οι quality-of-life προσθήκες δυνατότητας παραμετροποίησης των κανόνων τους συμβάλουν ακόμα περισσότερο στο τελικό θετικό πρόσημο.

Παράλληλα, η Sega εφοδιάζει τον τίτλο με μπόλικα cosmetics και unlockable χαρακτήρες, που μπορούν να αποκτηθούν είτε με in game currency είτε επί πληρωμή αγοράζοντας το dlc. Ιστορικές φιγούρες από την ιστορία της Sega και μη, όπως ο Sonic και η Hello Kitty αντίστοιχα, είναι διαθέσιμοι, χωρίς ωστόσο να επηρεάζεται το gameplay.

Η κίνηση της ιαπωνικής εταιρείας, να υπάρχει δυνατότητα ξεκλειδώματος σχεδόν όλου του περιεχομένου με τον «κόπο» μας και όχι μόνο με πραγματικά χρήματα, είναι σπάνια στις μέρες και γι’ αυτό τη χαιρετίζουμε. Και ενώ από τη μια το επιπλέον κίνητρο για επανάληψη και ολοκλήρωση κάθε πίστας στο 100% της (αφού έτσι μαζεύετε περισσότερες μπανάνες και ξεκλειδώνετε χαρακτήρες και περιεχόμενο) είναι ευπρόσδεκτο, από την άλλη δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η καθαρά διακοσμητική χρηστική αξία του επιπλέον περιεχομένου στερεί την όρεξη για την όλη διαδικασία μετά από λίγο.

Εν κατακλείδι, είναι δύσκολο κανείς να μαντέψει το κοινό που στοχεύει το Super Monkey Ball: Banana Mania. Δεδομένης της αντίφασης μεταξύ της αυστηρής -σχεδόν απαγορευτικής- δυσκολίας του και του ανάλαφρου παιδικού αισθητικού χαρακτήρα του, ο τίτλος μπερδεύει και μπερδεύεται, προσφέροντας μια παράξενη μίξη που έχει λόγους να προσελκύει και να απωθεί αντίστοιχα μικρούς αλλά και μεγάλους. Ωστόσο, είναι γεμάτος από περιεχόμενο, τίμιος ως προς τον παίκτη και τις ευκολίες που του προσφέρει και ποιοτικός στη σχεδίαση του.

Έτσι, αφήνει την αίσθηση ότι έχει μεταφερθεί «σωστά» στη νέα εποχή και από άποψη ρετουσαρίσματος και quality of life παρεμβάσεων. Ακόμα η ποικιλία στο multiplayer περιεχόμενο προσφέρει μια εναλλακτική φύση για τον τίτλο, ενδεχομένως πολύ πιο ελκυστική στο αγοραστικό κοινό. Εξαιρώντας, λοιπόν, τη μπανανόφλουδα του προβληματικού και αποτρεπτικά δύσκολου gameplay του, το Super Monkey Ball: Banana Mania «κυλάει», χαρίζοντας αρκετές διασκεδαστικές στιγμές. Εξάλλου, δύσκολα λέει κανείς όχι σε μια τόσο χαριτωμένη μαϊμού..

To Super Monkey Ball: Banana Mania κυκλοφορεί για PS5, PS4, PC, Switch, Xbox Series και Xbox One από τις 5/10/21. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το Xbox Series με review code που λάβαμε από τη Zegetron.

The post Super Monkey Ball: Banana Mania | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα