Hotel Transylvania 3: Monsters Overboard

Movie tie-in για κονσόλες και PC εν έτει 2018;

Πόσα χρόνια έχετε να δείτε κείμενο για ένα παιχνίδι σαν αυτό που θα εξετάσουμε εδώ; Πόσα χρόνια έχετε να διαβάσετε για ένα παιχνίδι που βασίζεται σε ταινία (του Hollywood, φυσικά), το οποίο κυκλοφορεί σχεδόν ταυτόχρονα με την κινηματογραφική παραγωγή, τις περισσότερες φορές απλώς για να εκμεταλλευθεί το momentum της εν λόγω ταινίας

και να πωληθεί σε μικρά παιδιά; Η αλήθεια είναι ότι η “συμφορά” των movie tie-ins μάς έχει αφήσει χρόνους, αφού η βιομηχανία βρήκε λαμπρό πεδίο δράσης για τέτοια προϊόντα στις mobile συσκευές (κινητά και tablets), αφήνοντας το χώρο του console και του PC gaming ελεύθερο στην Tt Games και στα παιχνίδια της σειράς LEGO (και, καλώς, θα προσθέταμε).

Αν και αυτή η εξέλιξη μπορεί ως επί το πλείστον να θεωρηθεί θετική, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι επέφερε την απώλεια “mid-range” παιχνιδιών στην αγορά, παιχνιδιών που πολλές φορές ήταν κατάλληλα για μικρά παιδιά μέσα από την απλότητά τους και την αναγνώριση των φιγούρων που είχαν ως πρωταγωνιστές -ειδικά όταν αυτές οι mid-range προτάσεις έρχονταν με προσιτή τιμή και διέθεταν μια βασική ποιότητα. Το Hotel Transylvania 3: Monsters Overboard είναι ακριβώς μια τέτοια περίπτωση παιχνιδιού. Τίποτα ιδιαίτερο. Ένα απλό “mid-range” παιχνίδι, με κάποια θετικά και κάμποσα αρνητικά στοιχεία, που έρχεται για να προσφέρει λίγες ώρες διασκέδασης σε μικρά παιδιά, κάνοντας χρήση γνωστών φιγούρων από την αντίστοιχη κινηματογραφική τριλογία της Sony.

Ως movie tie-in, από το Hotel Transylvania 3: Monsters Overboard δεν θα πρέπει να περιμένετε κάποια σπουδαία έκπληξη. Είναι ένα παιχνίδι που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από μια ολιγομελή ομάδα, που ενδεχομένως αρχικά να προορίζονταν για κάτι άλλο, αλλά μέσω μιας συμφωνίας που προέκυψε, τα avatars που αρχικά είχαν σχεδιαστεί να αλλάχθηκαν με εκείνα των ηρώων από τις ταινίες, να πασπαλίστηκε με λίγο από το χιούμορ της τριλογίας, και σερβιρίστηκε στο κοινό. Το καλό είναι ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάποια “τραγωδία”. Αυτό ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή, μιας και αυτό το γεγονός αποτελεί τη σωτηρία του τίτλου και το λόγο του γιατί ασχοληθήκαμε μαζί του μέχρι και την απόκτηση του platinum trophy.

Πρώτα από όλα, με μεγάλη χαρά διαπιστώσαμε ότι η Torus Games τόλμησε να κάνει κάτι διαφορετικό εδώ, και όχι να παραδώσει ένα ακόμα platformer της γραμμής, με πρωταγωνιστές τον Δράκουλα, την κόρη του, το τέρας του Φρανκενσταϊν κ.ο.κ. Αντιθέτως, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα παιχνίδι “στρατηγικής” (με πολλά εισαγωγικά, βεβαίως), που υιοθετεί σε μεγάλο βαθμό τη λογική και το gameplay της σειράς Pikmin της Nintendo. Το παράξενο είναι ότι, μέσα στην απλότητα και το ρηχό του πράγματος, το gameplay του τίτλου λειτουργεί, προσφέροντας ικανοποίηση και έναν απροσδιόριστο εθισμό, που μας έκανε να επιστρέφουμε στα νησιά του Τριγώνου των Βερμούδων ξανά και ξανά.

Πώς ακριβώς λειτουργούν όλα αυτά; Βάσει σεναρίου, η ομάδα των τεράτων πηγαίνει διακοπές και κάπου στο Τρίγωνο το Βερμούδων πέφτει σε τρικυμία, με αποτέλεσμα να χαθεί. Αποστολή του παίκτη είναι να επισκεφθεί τρία νησιά και από εκεί να συλλέξει τα τρία κομμάτια της Πυξίδας του Ποσειδώνα, με τη χρήση της οποίας θα βρει το δρόμο του προς την Τρανσυλβανία. Η δομή του τίτλου βασίζεται σε αποστολές προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος (που ξεκινούν από τα 8 λεπτά και αργότερα στο παιχνίδι, μέσω upgrades, φτάνουν τα 12), μέσω των οποίων ο παίκτης πρέπει να διαλέξει ένα χαρακτήρα και να βγει στο εκάστοτε νησί προς εξερεύνηση. Ο εν λόγω χαρακτήρας, πρακτικά, δεν κάνει κάτι, αφού απλά λειτουργεί ως avatar για τις εντολές που δίνει ο παίκτης στα Impas, τα μικρά πλάσματα του νησιού, που έχουν το ρόλο των “Pikmins”.

Με ένα αρκετά λειτουργικό μοντέλο ελέγχου, ο παίκτης καθοδηγεί το avatar του και την παρέα των Impas (που επίσης επιδέχονται upgrades σε ό,τι αφορά τον αριθμό τους, τη δύναμή της κ.λπ) και προσπαθεί να εξερευνήσει το νησί, χρησιμοποιώντας τις ειδικές ικανότητας τεσσάρων διαφορετικών ομάδων από Impas. Τι σημαίνει αυτό; Για παράδειγμα, τα Impas-νυχτερίδες μπορούν να χτίζουν, τα Impas-φρανκενστάιν να μετακινούν βαριά αντικείμενα, τα Impas-μούμιες να δημιουργούν γέφυρες από άμμο και τα Impas-λυκάνθρωποι να σκάβουν. Κάνοντας χρήση όλων αυτών των πλασμάτων μέσα από ένα απλούστατο σύστημα ελέγχου -που, ωστόσο, λόγω ταυτόχρονου ελέγχου του κέρσορα και της κάμερας απαιτεί λίγο χρόνο εξοικείωσης- ο παίκτης πρέπει να συλλέξει resources για να δημιουργήσει περισσότερα Impas, να πολεμήσει 3-4 διαφορετικά είδη εχθρών, να ανακαλύψει θησαυρούς και, γενικά, να εξερευνήσει το νησί μέχρι να φτάσει στο “boss” κάθε ενός από τα τρία νησιά για να αποκτήσει το χαμένο τμήμα της πυξίδας.

Όμως, όλο αυτό που περιγράψαμε πιο πάνω γίνεται τμηματικά, αφού ο χρόνος που δίνεται σε κάθε εξόρμηση “κατακερματίζει” την πρόοδο και θέτει ένα αγχωτικό χρονικό περιθώριο στον παίκτη σε ό,τι αφορά την εξερεύνηση του χάρτη και την όσο το δυνατόν ταχύτερη συλλογή resources. Δεν μπορούμε να πούμε ότι το σύστημα δεν λειτουργεί σωστά, αφού με το τέλος κάθε “νύχτας” η πρόοδος αποθηκεύεται αυτόματα και στην επόμενη εξόρμηση σχεδόν όλα θα τα βρούμε όπως τα αφήσαμε, όμως αυτή η δομή, σε συνδυασμό με την ολοκληρωτική απουσία κάποιου waypoint ή, ακόμα περισσότερο, ενός χάρτη κατά τη διάρκεια της εξερεύνησης, μπορεί να οδηγήσει σε κουραστικό και επίπονο grinding και ένα ατέρμονο “μπρος-πίσω”. Και από τη στιγμή που μιλάμε για ένα παιχνίδι που απευθύνεται σε παιδιά, δεν είναι παράξενο το ότι -λόγω αυτής της σχεδιαστικής επιλογής- μετά τα πρώτα 3-4 trophies διαπιστώσαμε ότι το ποσοστό απόκτησής τους από την κοινότητα πέφτει σε μονοψήφιο αριθμό.

Και θα λέγαμε ότι είναι κρίμα που το κοινό δεν προχώρησε παρακάτω, αφού -όπως προείπαμε- οι gameplay μηχανισμοί του Hotel Transylvania 3: Monsters Overboard, μέσα στην απλότητά τους, λειτουργούν ικανοποιητικά. Η χρήση των Impas, είτε μιλάμε για μάχες είτε για εργασίες, λειτουργεί καλά, με την Α.Ι. να μας δημιούργησε προβλήματα με κακό pathfinding μόνο όταν φτάσαμε να έχουμε 25 και πλέον μονάδες ταυτόχρονα στον έλεγχό μας ενώ οι μάχες, από ένα σημείο και έπειτα, είναι πολύ εύκολες και υπάρχουν μόνο για να παράσχουν rescources στον παίκτη.

Βέβαια, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εδώ και να επαναλάβουμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν τίτλο υπέρ-απλοϊκό, που θα μπορούσε κάλλιστα να κυκλοφορήσει αυτούσιος σε mobile συσκευές με πολύ μικρότερο κόστος. Αυτό -το κόστος του, δηλαδή- είναι ίσως το πιο μελανό σημείο του Hotel Transylvania 3: Monsters Overboard, αφού μιλάμε για ένα -θα το ξαναπούμε- πολύ απλοϊκό παιχνίδι, με χαμηλά production values, φτιαγμένο για μικρά παιδιά, που διαρκεί 4 με 5 ώρες. Ακόμα και στην προτεινόμενη τιμή των 40 ευρώ για τις κονσόλες και 30 για PC, το τίμημα που ζητείται είναι υψηλό για μια τέτοια προσπάθεια. Στα αρνητικά θα προσθέσουμε την πολύ κακή παρουσίαση, με χρήση εικόνων από την ταινία και όχι cinematics, τα μέτρια voice overs που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά και ξανά με triggers σε σημεία που περνάμε, και τα γραφικά, που θυμίζουν (ναι, θα το ξαναπούμε...) mobile game.

Συνοψίζοντας, σε μια ενδεχόμενη (και αναπόφευκτη) πτώση τιμής θα προτείναμε ένα playthrough του Hotel Transylvania 3: Monsters Overboard κυρίως στους γονείς που αναζητούν για το τέκνο τους ένα παιχνίδι που προσφέρει κάτι παραπάνω από “ανθρωπάκια που χοροπηδούν”.

Το review βασίστηκε στην έκδοση του παιχνιδιού για το PS4.

pcps4xbox oneswitch
Keywords
Τυχαία Θέματα