Godfall – Review

Ελεύθερη πτώση.

Ύστερα από τόσους μήνες αναμονής, με τα ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα που βιώσαμε, αλλά και την υπομονή που δείξαμε όλοι στο ταξίδι για την επόμενη γενιά, έφτασε η ώρα που επιτέλους κυκλοφόρησαν οι καινούργιες κονσόλες. Καλόπαιχτες είπαμε; Καλόπαιχτες, λοιπόν, σε όσους τις έχουν ήδη στα χέρια τους, και όσο πιο σύντομα παραλαβές για τους υπόλοιπους που είναι σε λίστες αναμονής.

Με την έλευση λοιπόν καινούργιων μηχανημάτων έχουμε, ως είθισται, και την κυκλοφορία των λεγόμενων “launch τίτλων”, που στην πλειοψηφία τους είναι ανάξια λόγου, ενώ μερικά από αυτά καταλήγουν

να γίνονται και memes που κρατάνε για χρόνια, όπως το θρυλικό πλέον Knack για το PlayStation 4. Άλλη μια τέτοια περίπτωση δυστυχώς αποτελεί και το Godfall, και γράφουμε, δυστυχώς, γιατί ο τίτλος έχει κάποια καλά στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια βάση για ένα πραγματικά καλό launch game.

Ξεκινώντας με την ιστορία λοιπόν, ο τίτλος διαδραματίζεται σε έναν κόσμο που ονομάζεται Aperion, και ο παίκτης αναλαμβάνει τον ρόλο του Orin, του τελευταίου Valorian ιππότη, με σκοπό να εμποδίσει τον αδελφό του, τον Macros, από το να γίνει θεός. Ο Orin, τραυματισμένος από την προηγούμενη μάχη με τον Macros, ξεκινάει ένα ταξίδι στις διαφορετικές περιοχές του κόσμου ώστε να ανακτήσει τις δυνάμεις του, να κατατροπώσει τους υπαρχηγούς του αδελφού του και, τέλος, να αντιμετωπίσει τον ίδιο τον Macros. Το σενάριο, όπως καταλαβαίνετε, είναι απλοϊκό, δεν κρύβει καμία έκπληξη, και δεν εξελίσσει τους χαρακτήρες. Μιλώντας για χαρακτήρες, οι μόνοι NPCs με τους οποίους έρχεται σε επαφή ο παίκτης είναι δύο στον αριθμό και με κακή γραφή. Σε γενικές γραμμές η ιστορία είναι αδιάφορη, και απλά υπάρχει για να υπάρχει.

Τουλάχιστον το gameplay μάς κάνει να παραβλέψουμε έως έναν βαθμό το ανύπαρκτο σενάριο. Η μάχη είναι γρήγορη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι θυμίζει λίγο Devil May Cry 5 ή God of War χωρίς βέβαια να φτάνει τέτοια επίπεδα, Τα bosses που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε έχουν ενδιαφέροντα σχεδιασμό, αποτελούν από τα καλύτερα σημεία του τίτλου, και μας αναγκάζουν να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικές επιθετικές και αμυντικές τεχνικές για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Δυστυχώς όμως, δεν υπάρχει κάποια εξέλιξη ή διαφοροποίηση στον τομέα της μάχης όσο προχωράμε ή ανεβαίνουμε levels, αποκτώντας skill points τα οποία χρησιμοποιούμε για να βελτιώσουμε τα χαρακτηριστικά του Orin.

Μιλώντας για leveling, ο τίτλος δεν δυσκολεύει τον παίκτη, και μπορεί να ανεβάσει levels απλά παίζοντας χωρίς να χρειάζεται κάποιο εξαντλητικό grinding. Το ίδιο ισχύει και για τα resources που καλούμαστε να συλλέξουμε, ώστε να ανοίξουμε κάποια καινούργια περιοχή ή να φτιάξουμε και να αναβαθμίσουμε τον εξοπλισμό μας. Στην διάθεση μας έχουμε πανοπλίες που ονομάζονται Valorplates, με την κάθε μία να έχει κάποιο ξεχωριστό attribute, αλλά και όπλα, amulets, banners. augments και trinkets, τα οποία μπορούν να τα αναβαθμίσουμε ή ακόμα και να αλλάξουμε το rarity τους (common, uncommon, rare, epic, legendary) σε κάποιο ανώτερο.

Ως looter τίτλος, θα μπορούσε εύκολα να θεωρήσει κανείς ότι το loot είναι το επίκεντρο της εμπειρίας στο Godfall, όμως είναι τόσο άφθονο, που καταλήγει ανούσιο, σε σημείο που πλέον δεν μπαίναμε καν στον κόπο να ανοίγουμε όποιο σεντούκι βρίσκαμε στην πορεία μας. Όλη αυτή η αφθονία μάς οδηγεί στο να μην έχουμε κάποιο αγαπημένο όπλο ή εξοπλισμό που να θέλουμε να κρατήσουμε ή να αναβαθμίσουμε.

To Godfall χωρίζεται σε τέσσερα realms – περιοχές, οι οποίες συνδέονται με ένα ασανσέρ, και σε ένα κεντρικό hub, στο οποίο ο παίκτης αναλαμβάνει τις αποστολές, διαλέγει και αναβαθμίζει εξοπλισμό, και αλληλεπιδρά με τους δύο NPCs. Οι τρεις πρώτες αποτελούν το main campaign και η τέταρτη, που βρίσκουμε τα dreamstones, περιέχει ουσιαστικά το endgame content. Κάθε realm περιέχει αποστολές και bosses τις οποίες καλούμαστε να εκπληρώσουμε ώστε να προχωρήσουμε. Οι αποστολές είναι αδιάφορες, του στυλ “πηγαίνω σε μία περιοχή και αντιμετωπίζω εχθρούς μέχρι να φτάσω το boss” και με ελάχιστο content. Για να μεγαλώσουν τη διάρκεια του campaign, οι developers αποφάσισαν να κλειδώνουν τα τελικά bosses κάθε realm πίσω από έναν αριθμό tokens, είτε από το ίδιο realm είτε από προηγούμενα που περάσαμε. Τα συγκεκριμένα tokens τα μαζεύουμε εκτελώντας Hunts, δηλαδή κυνηγώντας κάποια bosses, θυμίζοντας την λογική του Monster Hunter.

Σε γενικές γραμμές, ο τίτλος είναι μικρός σε διάρκεια, και ανάλογα με τον ρυθμό που παίζετε θα χρειαστείτε γύρω στις 12 ώρες για να δείτε τους τίτλους του τέλους. Αφού τελειώσετε το campaign, ανοίγει η τελική περιοχή του Godfall που περιέχει το endgame content. Εδώ ουσιαστικά ο παίκτης καλείται να μαζεύει tokens για να ανοίγει νέες αποστολές που οδηγούν σε ένα τελικό boss. Βέβαια, μετά από τόσες ώρες επαναλαμβανόμενου gameplay στο campaign, αδυνατούμε να φανταστούμε πώς θα έχει ο οποιοσδήποτε την υπομονή να ασχοληθεί με το endgame content. Αναφορικά με το co-op, ο τίτλος υποστηρίζει μέχρι τρεις παίκτες, και δεν διαθέτει matchmaking παρά το γεγονός ότι είναι online only.

Όσον αφορά στην παρουσίαση, δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι το Godfall είναι πανέμορφο οπτικά, με ιδιαίτερο και πομπώδες art work το οποίο δεν θα αρέσει σε όλους, και αποτελεί ένα πρώτο δείγμα των δυνατοτήτων του PlayStation 5. Οι developers εκμεταλλεύονται τις νέες δυνατότητες haptic feedback που διαθέτει το νέο χειριστήριο DualSense, και καταφέρνουν να μας δώσουν μια διαφορετική αίσθηση του βάρους και της ταχύτητας του κάθε όπλου.

Ο τίτλος διαθέτει δύο modes, ένα performance και ένα resolution. Στο πρώτο δεν παρατηρήσαμε προβλήματα, στο δεύτερο είδαμε κάποια frame rate drops, αλλά όχι συχνά. Loading screens υπάρχουν όταν γίνεται μετάβαση από και προς το hub, αλλά είναι τόσο γρήγορα που δεν αποτελούν καν ζήτημα. To UI είναι προβληματικό, συνεχίζοντας το κλασικό πρόβλημα που είχαμε στην προηγούμενη γενιά με τα μικρά γράμματα, ένα πρόβλημα που μετά από τόσα χρόνια θα έπρεπε πλέον οι developers οποιουδήποτε παιχνιδιού να το έχουν λύσει. Τέλος, η παραγωγή του ήχου βρίσκεται σε καλό επίπεδο, χωρίς να είναι κάτι το αξιομνημόνευτο.

Το Godfall λοιπόν, αποτελεί άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια στο looter είδος, και άλλος ένας console launch τίτλος που μπαίνει σε εκείνο το “εκλεκτό” group αδιάφορων παιχνιδιών που συναντούμε με την έλευση κάθε καινούργια γενιάς. Το όμορφο παρουσιαστικό του δεν καταφέρνει να κρύψει τις πολλές αδυναμίες του, το επαναλαμβανόμενο gameplay και την έλλειψη περιεχομένου, ενώ δεν μας δίνει και κανένα λόγο για να μπορέσουμε να δικαιολογήσουμε την επίσημη τιμή των 80 ευρώ που απαιτούνται για την απόκτησή του.

Το Godfall κυκλοφορεί για PS5 και PC από τις 19 Νοεμβρίου του 2020. Το review βασίστηκε στην έκδοση για το PS5 με κωδικό που λάβαμε από την AVE.

The post Godfall – Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα