Dandy Ace | Review

Το Dandy Ace αποτελεί μια από τις πρώτες δημιουργίες του indie game dev studio Mad Mimic, μιας ομάδας με έδρα το Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Συγκεκριμένα, μετά τα No Heroes Here και Monica e a Guarda dos Coelhos, παιχνίδια που έφερναν κατά

κύριο λόγο σε mobile games, έφτασε η ώρα για το studio να δοκιμάσει την τύχη του σε πιο «βαθιά νερά» και να κυκλοφορήσει την πρώτη μεγάλη προσπάθεια του, ένα over-the-top roguelike παιχνίδι που ακούει στο όνομα Dandy Ace.

Η αλήθεια είναι ότι πρώτο-αντικρίζοντας τον τίτλο η αρχική αίσθηση του οποιουδήποτε έχει ξαναπαίξει έστω και ένα ακόμα roguelike τίτλο στην ζωή του είναι αυτή του «μια απ’ τα ίδια». Το αρχικό στήσιμο του παιχνιδιού και η επιδερμική ενασχόληση μαζί του αφήνουν την εντύπωση του κοινότυπου, του συνηθισμένου, αυτό που λέμε «της σειράς». Συνεπώς το στοίχημα του Dandy Ace, εκ των πραγμάτων, είναι να προσδώσει ένα νέο ενδιαφέρον και ένα διαφορετικό twist στους βαθύτερους μηχανισμούς του ή σε κάποιο άλλο στοιχείο του τέλος πάντων, ώστε να έχει δικαίωμα να αναζητήσει επάξια τη θέση του δίπλα σε τόσα και τόσα άλλα παιχνίδια του είδους.

Πρωταγωνιστής του παιχνιδιού είναι ο, ομώνυμος του τίτλου, Dandy Ace, ένας εμπορικά επιτυχημένος και διάσημος μάγος. Όταν ο άσημος, κακός ανταγωνιστής του, ο μάγος Lele, παγιδεύει τον Ace στον γεμάτο από εχθρικά cartoons και φανταχτερές παγίδες μαγικό dungeon κόσμο του, ο τελευταίος καλείται να αποδράσει χρησιμοποιώντας το οπλοστάσιο από μαγικές κάρτες που διαθέτει. Κάθε φορά που αποτυγχάνει, ο μάγος μας επιστρέφει στην αρχή και δοκιμάζει εκ νέου την τύχη του.

Το πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό που ορίζει το παιχνίδι είναι η αισθητική του. Πρακτικά, όσα θα προσπαθήσει ο γράφων να σας περιγράψει στις παρακάτω γραμμές κειμένου θα γίνουν εξίσου κατανοητά, ίσως και περισσότερο, μόνο με μια ματιά σε μια από τις συνοδευτικές εικόνες του κειμένου. Αυτό γιατί το Dandy Ace διαθέτει έναν από τους πιο κραυγαλέους και φανταχτερούς οπτικούς τομείς που έχουμε συναντήσει μέχρι τώρα σε παιχνίδι.

Στο πλαίσιο του μαγικού setting που στήνει το παιχνίδι, όλα παρουσιάζονται αστραφτερά, λαμπερά και έντονα. Ο κόσμος χαρακτηρίζεται σχεδόν κατά αποκλειστικότητα από χρωματικούς τόνους του ρόζ, οι χαρακτήρες που εμφανίζονται μιλούν και συμπεριφέρονται υπερβολικά επιτηδευμένα, με το voice acting να κινείται στα όρια του εκνευριστικού, και όλοι οι εχθροί είναι παραλλαγές κλασικών αρχέτυπων του καλού.

Από χοροπηδηχτά λαγουδάκια μέχρι μεγαλοπρεπείς πριγκίπισσες, οι αντίπαλοι αποτελούν twisted κακές εκδοχές των συνηθισμένων τους ρόλων. Εννοείται ότι spells και επιθέσεις κυμαίνονται στους ίδιους τόνους, με πολύχρωμες εκρήξεις και έντονες λάμψεις να κατακλύζουν την οθόνη κάθε φορά που μαχόμαστε με τα αλλεπάλληλα κύματα εχθρών.

Η αλήθεια είναι ότι, αντικειμενικά, δεν μπορεί κανείς να καταδικάσει μια αισθητική επιλογή των δημιουργών ούτε να διαφωνήσει ότι σχεδιαστικά τα assets έχουν όντως δουλευτεί. Ωστόσο, δυσκολευόμαστε να φανταστούμε ποιο κοινό θα προσελκύσει μια τόσο συγκεκριμένη σχεδιαστική επιλογή, εν αντιθέσει με το κοινό το οποίο θα αποδιώξει η υπερβολική, «σαχλή» και παιδική του όψη. Μάλιστα, αν προσθέσουμε στη συνταγή και τη φτωχή του ποικιλία σε levels και εχθρούς, τα πράγματα ζορίζουν ακόμα περισσότερο.

Στον πυρήνα όμως κάθε roguelike τίτλου, αναπόφευκτα, συναντάει κανείς το gameplay του. Την πεμπτουσία, δηλαδή, που θα τραβήξει τον παίκτη να προσπαθήσει ξανά και ξανά, να περάσει την ίδια διαδικασία και τα ίδια κομμάτια που έχει περάσει ήδη με σκοπό την πρόοδο στο σύνολο του τίτλου. Τα έχουμε πει ξανά και ξανά· η φύση του είδους δεν είναι δικαιολογία για επανάληψη και έλλειψη φαντασίας. Κάποιος που ξέρει να φτιάχνει roguelike τίτλους δεν «ζητάει» από τον παίκτη να «αντέξει» ακόμα ένα run ώστε να φτάσει λίγο παρακάτω, φροντίζει να κάνει το κάθε run διαφορετικό και το progression να έρχεται φυσικά και όχι ως αυτοσκοπός (βλ. Hades). Δυστυχώς το Dandy Ace είναι πολύ μακριά από αυτό το μονοπάτι και αυτό είναι ένα ατόπημα που δύσκολα ξεπερνιέται.

Η μάχη στο παιχνίδι γίνεται μέσω τεσσάρων βασικών skills που ανατίθενται, κατά βούληση, σε ένα από τα τέσσερα face buttons. Τα skills αυτά γίνονται διαθέσιμα μέσω καρτών που βρίσκουμε στον κόσμο του παιχνιδιού και έτσι εμφανίζονται τυχαία και εναλλάσσονται ανάλογα το run. Η χρήση κάθε κάρτας έχει cooldown. Παράλληλα, εκτός των τεσσάρων βασικών slots για τις κάρτες-skills, υπάρχουν και τέσσερα αντίστοιχα upgrade slots -ένα για κάθε βασική κάρτα- στα οποία, πάλι με την τοποθέτηση καρτών, αλλάζουν τα στατιστικά των διαφόρων ειδών damage που μπορούμε να προξενήσουμε.

Οι κάρτες είναι χωρισμένες σε τέσσερις κατηγορίες, ανάλογα την ιδιότητά τους, και όσο προχωράει το run, συναντώνται αναβαθμισμένες εκδόσεις τους. Αν και η ποικιλία των καρτών δεν είναι πολύ μεγάλη, η δυνατότητα συνδυασμού μεταξύ τους αφήνει χώρο για πειραματισμό και εξερεύνηση διαφόρων builds, στοιχείο αρκετά θετικό. Εννοείται ότι παράλληλα με τα skills κάθε run υπάρχουν και τα μόνιμα abilities που ξεκλειδώνουμε με τα XP points που κερδίζουμε από τους εχθρούς, ενώ ο τίτλος διαθέτει και in-game currency για να σπαταλήσουμε σε έξτρα κάρτες στα διάφορα shops κάθε επιπέδου.

Από την άλλη, η μάχη κινείται και αυτή σε ρηχά νερά. Η ομάδα επιστρατεύει το κλασικό σύστημα του dodge-attack-dodge ενάντια σε wave-encounters εχθρών, σε στενούς διαδρόμους. Η καμπύλη εκμάθησης των μοτίβων των περισσοτέρων εχθρών, όμως, είναι μικρή και μετά από λίγες ώρες η μάχη δεν συνιστά τόσο πρόκληση όσο υποχρέωση. Δυστυχώς η μικρή ποικιλία σε εχθρούς και η ακόμα μικρότερη στα mechanics που αυτοί χρησιμοποιούν στοιχίζει γρήγορα στην αντοχή του Dandy Ace στον χρόνο.

Όσο για τον σχεδιασμό του κόσμου, εδώ τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο τετριμμένα και αναμενόμενα. Τα levels αποτελούνται από διακλαδωτούς διαδρόμους και είναι γεμάτα από fast travel πύλες, που μπορούν να μας μεταφέρουν από το ένα σημείο στο άλλο. Το fast travel είναι πάντα ευπρόσδεκτο προς αποφυγήν του backtracking, αλλά η ύπαρξη τόσων πολλών portals είναι αχρείαστη και στη θέση τους τα levels θα έπρεπε να γεμίσουν με κάτι πιο δημιουργικό.

Ακόμα, με σκοπό να αυξήσει το replayability, η Mad Mimic έχει σε κάθε πίστα ορισμένες αποκλεισμένες περιοχές, στις οποίες αποκτούμε πρόσβαση μέσω κάποιων κλειδιών, τα οποία βρίσκονται αργότερα στο παιχνίδι και είναι permanent σε κάθε run από εκεί και έπειτα. Οι περιοχές αυτές δεν περιέχουν κάτι διαφορετικό από την υπόλοιπη πίστα, απλά προσφέρουν επιπλέον εχθρούς ώστε να αυξήσουμε το in-game currency πριν προχωρήσουμε. Ανά κάποια levels, παρεμβάλλονται και boss fights, τα οποία όμως κινούνται στα ίδια ακριβώς πλαίσια με το υπόλοιπο παιχνίδι και δεν ξεχωρίζουν.

Εν κατακλείδι, το Dandy Ace δεν καταφέρνει να εντυπωσιάσει και να ξεχωρίσει. Κάνει τη δουλειά του αξιοπρεπώς, χωρίς προβλήματα και λάθη, αλλά χωρίς και να μπορεί να τραβήξει αυτόν τον παραπάνω άσσο από το μανίκι του. Αισθητικά δεν είναι ό,τι πιο σύνηθες ενώ η επανάληψη στο gameplay του γρήγορα κουράζει. Ωστόσο, οι πειραματισμοί με τα διαφορετικά builds και το management των καρτών ίσως προσφέρουν μερικές ώρες διασκέδασης.

Το Dandy Ace κυκλοφορεί για PC από τις 25/3/21, και για Xbox One και Switch από τις 28/9/21. Το review βασίστηκε στην έκδοσή του για Xbox One με review code που λάβαμε από την Team Critical Hit.

The post Dandy Ace | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα