Το Τάβλι

Ρίξε μια ζαριά καλή, και για μένα βρε ζωή!

Εκεί στο Θησείο, στο τέρμα της Σαρρή, πίσω από μια καγκελόπορτα περνάς μέσα από το στενό διαδρομάκι πίσω στο χρόνο, στις αρχές τις δεκαετίας του ‘70. Σε μια παραδοσιακή αυλή, από αυτές τις εσωτερικές που ενώναν τα παλιά νοικοκυριά, με τις ξεκλείδωτες πόρτες, τους φρεσκοασπρισμένους τοίχους, απλωμένες μπουγάδες από τα απέναντι μπαλκόνια και το μοναχικό τραπεζάκι με το ανοιχτό τάβλι.

Δύο παίκτες. Ο Φώντας και ο Κόλλιας, μπατζανάκιδες, τυπικοί Έλληνες της εποχής, του καφενείου, της υπερηφάνειας, της φτώχειας, της μεμψιμοιρίας

και των μεγάλων ονείρων. “Γιατί ρε γαμώτο” για αυτούς τα ντόρτια και οι διπλές, και πάντα για τους άλλους οι εξάρες;

Ο Φώντας, κουτοπόνηρος, καφενόβιος, χασομέρης, ονειροπόλος και ονειροπώλης, άνθρωπος της πιάτσας, μεγαλοπιασμένος με τα καταραμένα σε αιώνια ναυάγια σχέδια του για εύκολο και γρήγορο πλούτο. Η κλασσική φιγούρα του ελληνικού λαμόγιου, δεν διστάζει να βγάλει ακόμα και την ίδια του την αδελφή στο κλαρί για ένα εύκολο παρά.

Και ο Κόλλιας, πρώην αντιστασιακός (ή δοσίλογος – ανάλογα ποιον ρωτάς), πλέον λαχειοπώλης, καρμίρης, υπερήφανος, ονειρεύεται να δημοσιεύσει ένα βιβλίο που δεν πρόκειται να ολοκληρώσει ποτέ. Καχύποπτος και δήθεν σοβαρός, όμως πάντα τελικά παρασύρεται σαν “απρόθυμος” συνεργός στα σχέδια του κουνιάδου του, κρυφά ευγνώμον που τον σπρώχνει και τον ξεσηκώνει.

Ο Φώντας θα επικοινωνήσει τη μεγαλύτερη και πιο τρανή του κομπίνα ένα αυγουστιάτικο απόγευμα πάνω σε ένα παιχνίδι τάβλι στην αυλή. Να στείλουν την Καλλιοπίτσα, την αφανή γυναίκα που τους ενώνει, υπηρέτρια (κονσομασιόν) σε σπίτι και με τα λεφτά να ναυλώσουν ένα πλοίο για την Μπιάφρα στην Αφρική, να το γεμίσουν πεινασμένους μαύρους με την μεγάλη υπόσχεση του σουβλιστού αρνιού, και να τους φέρουν λαθραία πίσω στην Ελλάδα για να τους νοικιάζουν σαν φτηνά και χωρίς ΙΚΑ/ΜΙΚΑ εργατικά χέρια στους μεγαλογεοκτήμονες.

Θα πλακωθούν στα χέρια και στα λόγια, θα ανοίξουν κλειστές πόρτες και θα αερίσουν παλιές διαμάχες και πληγές, θα βγουν από τα ρούχα τους, ξεγυμνωμένοι από το θυμό, αλλά στο τέλος θα φιλιώσουν και θα κάνουν μαζί την μεγάλη φυγή, σε μια ισχυρή φυσική και συναισθηματική παρτίδα εντάσεων.

Όλο αυτό το άβολο, ρατσιστικό, μισογυνιστικό σχέδιο δουλεμπορίου και εκπόρνευσης, χαρακτηριστικό τυπικό της νεοελληνικής κοσμοθεωρίας και νοοτροπίας, φιλτράρεται μέσα από την σκληρή σατυρική διάθεση του κειμένου και την χαριτωμένη αφέλεια, συμφεροντολογία και γενική έλλειψη ηθικών φραγμών των χαρακτήρων σαν κάτι όντως ξεκαρδιστικό αλλά αφήνει μια άβολα ανατριχιαστική μετάγευση. Κι εμείς εξάλλου δεν τους δίνουμε το ακαταλόγιστο;

Οι δυο ηθοποιοί, ο Κωνσταντίνος Κάππας και ο Νίκος Ορφανός μπαίνουν στο πετσί του ρόλου, σκηνοθετώντας ο ένας τον άλλο στις εκφράσεις, το στήσιμο του σώματος, την αύρα και τις μανιέρες των ρόλων τους, με την αυθεντικότητα ενός ανεβάσματος από την πρώτη δεκαετία ζωής του κειμένου. Αποπνέουν μια γνήσια ανόθευτη λαϊκότητα χωρίς να γίνεται γραφική ή πρ

Keywords
Τυχαία Θέματα