Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου: «Θεσσαλονίκη: Όψεις μιας αρχαίας μητρόπολης»

Το 315 π.Χ. ο Κάσσανδρος, ένας από τους επίδοξους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ίδρυσε τη Θεσσαλονίκη ενώνοντας σε ένα νέο αστικό κέντρο 26 μικρούς οικισμούς που βρίσκονταν στον μυχό του Θερμαϊκού υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων. Μετά την ίδρυση της ρωμαϊκής Επαρχίας της Μακεδονίας το 148 μ.Χ. η πόλη γίνεται έδρα του Ρωμαίου ανθυπάτου, δηλαδή του στρατιωτικού διοικητή της περιοχής, και μεταμορφώνεται σε μια μεγαλούπολη της ελληνικής Ανατολής. Η σημασία της ενισχύεται στις αρχές

του 3ου αιώνα μ.Χ. όταν η αναβαθμίζεται η Εγνατία Οδός που συνέδεε τη Ρώμη με την Κωνσταντινούπολη, ενώ η μεγαλύτερη ακμή της πόλης συμπίπτει με τα χρόνια του αυτοκράτορα Γαλέριου, ενός από του τέσσερις συγκυβερνήτες της τεράστιας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Γαλέριος Μαξιμιανός, ένας ικανός στρατιώτης πρώην βουκόλος, επειδή κατάγονταν από τη βαλκανική Δαρδανία διείδε την αξία της Θεσσαλονίκης και την ανέδειξε σε κορυφαίο κέντρο των ανατολικών επαρχιών χτίζοντας ισχυρά τείχη και ακρόπολη, μεγαλοπρεπείς ναούς, κάθετους και οριζόντιους δρόμους, θέατρο, γυμνάσιο, θέρμες και στάδιο. Το 298/299 μ.Χ. ανοίγει το αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο της πόλης, που δηλώνει την ενίσχυση του πρωταγωνιστικού ρόλου της, κτίζει αγορά, πολυτελείς οικίες με πολύχρωμα μαρμαροθετήματα, επαύλεις και χώρους κατάλληλους για έναν αυτοκράτορα, ενώ το συγκρότημα του ιππόδρομου γίνεται το επίκεντρο της ζωής μιας πολύβουης και πολυσύχναστης πρωτεύουσας. Η Θεσσαλονίκη την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης της Ελλάδας ελκύει πληθυσμούς ποικίλους, που της δίνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα, εδώ εγκαθίστανται Εβραίοι, Αιγύπτιοι και πολλοί Ιταλοί έμποροι, όμως το κυρίαρχο στοιχείο είναι πάντα το ελληνικό, γεγονός που μαρτυρείται από τα πολυάριθμα ελληνικά ονόματα που ανακαλύπτονται γραμμένα σε μάρμαρα και στήλες.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Τα απομεινάρια της αρχαίας εκείνης εποχής ερευνά για πολλά χρόνια η καθηγήτρια Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου, που είναι ειδήμων στην ελληνιστική και ρωμαϊκή αρχαιολογία και γνωρίζει πολύ καλά αυτή την περίοδο. Με τα κείμενα και τις παρατηρήσεις της μας εισάγει σ’ έναν άλλο κόσμο, άγνωστο για τους περισσότερους, όμως εξίσου γοητευτικό για όσους ζουν ή αγαπούν τη Θεσσαλονίκη. Η ανοικοδόμηση της πόλης και ο στολισμός της βασίστηκαν στις άφθονες ποσότητες μαρμάρου που έρχονταν από τη γειτονική Θάσο, ενώ οι ντόπιοι τεχνίτες δημιούργησαν μια σειρά από μνημεία που κανείς μπορεί να θαυμάσει τόσο στο μουσείο όσο και σε κεντρικά σημεία της πόλης. Τα ερείπια των μεγαλόπρεπων οικοδομών επιτρέπουν στους ιστορικούς να τοποθετήσουν τη Θεσσαλονίκη της ύστερης αρχαιότητας στο ίδιο επίπεδο με την Κωνσταντινούπολη και είναι πολύ πιθανόν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος έζησε κάποιο διάστημα εδώ επιβλέποντας τα έργα κατασκευής του λιμανιού, να σκεφτόταν ότι θα μπορούσε να την ορίσει έδρα της Αυτοκρατορίας.

{jb_quote} Με τα κείμενα και τις παρατηρήσεις της μας εισάγει σ’ έναν άλλο κόσμο, άγνωστο για τους περισσότερους, όμως εξίσου γοητευτικό για όσους ζουν ή αγαπούν τη Θεσσαλονίκη. {/jb_quote}

Η Θεσσαλονίκη είναι γνωστή για τα βυζαντινά μνημεία, τους ναούς, τα μετόχια και τους αγίους της χριστιανικής εποχής, όμως η πιο λαμπρή περίοδος της πόλης πηγαίνει πιο πίσω, στη ρωμαϊκή περίοδο, για την οποία δεν γνωρίζουμε αρκετά παρότι καθημερινά ερχόμαστε σε επαφή με τα απομεινάρια εκείνης της σπουδαίας φάσης της ιστορίας της. Τα απομεινάρια εκείνης της εποχής βρίσκονται διάσπαρτα στην πόλη, ερείπια καταστημάτων και χώρων αναψυχής, θραύσματα στηλών και αγαλμάτων που άντεξαν στη φθορά του χρόνου, σαρκοφάγοι που κείτονται έξω από τα μουσεία, όλα τούτα επέζησαν και θαυμάστηκαν από τους κατοίκους αυτής της πόλης, χριστιανούς, μουσουλμάνους, Εβραίους, οι οποίοι πολλές φορές χρησιμοποιούσαν τα ίδια αρχαία νεκροταφεία και τους ίδιους παλιούς ναούς, προσαρμόζοντας κάθε φορά τα κτίσματα στις απαιτήσεις της εποχής και συνεχίζοντας μια αδιάκοπη παράδοση αιώνων. Τα τελευταία χρόνια, τα έργα της διάνοιξης του μετρό πλούτισαν τις γνώσεις των αρχαιολόγων επιτρέποντάς τους να ανακαλύψουν ένα εξαιρετικής μεγαλοπρέπειας κτιριακό σύνολο στο ύψος της διασταύρωσης της Εγνατίας με την οδό Αγίας Σοφίας, που κανείς δεν φανταζόταν ότι υπήρχε. Το μεγαλόπρεπο ιερό περιλάμβανε νυμφαίο, στοές, ημικυκλική πλατεία, κιονοστοιχίες και εκτιμάται από τους ειδικούς ως κορυφαίας σπουδαιότητας μνημειακό κέντρο. Όπως τονίζει η Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου, όλα τούτα τα ευρήματα, παλιά και καινούρια, θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στο μέλλον σε ένα ενιαίο πλέγμα κατασκευών που θα ανεδείκνυε το ιστορικό κέντρο της πόλης, κάνοντάς το πιο λειτουργικό και πιο ελκυστικό – η συνεργασία των αρχαιολόγων με τους μηχανικούς και τους αρχιτέκτονες θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν χώρο εκπληκτικό, εφάμιλλο με αυτόν της θαυμαστής αρχαίας μεγαλούπολης.

Θεσσαλονίκη: Όψεις μιας αρχαίας μητρόπολης
Δώδεκα αρχαιολογικά κείμενα
Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου
University Studio Press
364 σελ.
ISBN 978-960-12-2480-0
Τιμή €24,00

Keywords
Τυχαία Θέματα