Στάθης Κουτσούνης: «Στου κανενός τη χώρα»

09:44 2/2/2021 - Πηγή: Diastixo

Εκείνο που μου κέντρισε εξαρχής την προσοχή στη νέα συλλογή ποιημάτων του Στάθη Κουτσούνη, Στου κανενός τη χώρα, ήταν ο ίδιος ο τίτλος της, που ενώ νοηματικά δεν ξένιζε τόσο τον περίεργο υποψήφιο αναγνώστη, εντούτοις προσωπικά με προβλημάτιζε εάν σηματοδοτούσε και το έναυσμα για το περιεχόμενο του βιβλίου, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε και η προσωπική μου ανάγνωση, συνεπικουρούμενη από το ένστικτό μου.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Οι λέξεις

του Σ.Κ., κάθετες, γυμνές και ετυμολογικά αδιαπραγμάτευτες, δεν διστάζουν να ολοκληρώσουν την αποστολή τους, αποφεύγοντας τη συναισθηματική τους διολίσθηση ή τον αποπροσανατολισμό του αναγνώστη χάριν της αισθητικής τέρψης με τα χαρακτηριστικά κάποιου νεότευκτου ή και παλαιότερου, προσφιλούς όμως και αναγνωρίσιμου, λογοτεχνικού ρεύματος. Η λιτή και ανεπιτήδευτη γλώσσα του ποιητή καταγράφεται στα θετικά του σημεία, εφόσον ο Σ.Κ. έχει τον τρόπο του να μας πείθει ότι εννοεί αυτά που λέει ή γράφει.

Του κανενός η χώρα είναι, παρά την ονομασία της, μια πυκνοκατοικημένη χώρα. Κατοικημένη από ανθρώπους που δεν είναι σίγουροι εάν ζούνε σε μια αναμφισβήτητα απτή ή σε μια εικονική πραγματικότητα. Είναι εκεί όπου δίνεται η σκληρή μάχη της καθημερινής επιβίωσης, με απεχθείς συνήθως όρους και ασφυκτικά προκαθορισμένα τα λειτουργικά της όρια, επιβεβλημένη προπάντων από μία υπεράνω όλων και τα πάνθ’ ορώσα εξουσία για την αδιαπραγμάτευτη συμμόρφωση και προσαρμογή του ατόμου σε καταναγκαστικά μνημόνια και τρόπους ζωής, που συλλογικά υποβαθμίζουν το πολιτιστικό επίπεδο μιας κοινωνίας και καθορίζουν ανάλογα τις προσωπικές σχέσεις, τη διάθεση και τη νοοτροπία των ανθρώπων.

Ο ποιητής Σ.Κ. προβαίνει άλλοτε σε εκλεκτική κι άλλοτε σε τυχαία δειγματοληψία της πραγματικότητας με βάση τα προσωπικά του βιώματα, αλλά παράλληλα παρατηρεί και καταγράφει ό,τι τυχαία ή βιωματικά εμβόλιμο από το υποσυνείδητό του διαθλάται σε αυτό που αναγνωρίζει ως προσωπική πρόκληση στον αβέβαιο στίβο της τέχνης. Έντεχνα ενσωματώνει στον ρεαλισμό του στοιχεία από απόηχους προγονικών ή λαογραφικών δοξασιών, που εγγυώνται, αν μη τι άλλο, μια εντοπιότητα στην προέλευση του ερεθίσματος. Η εμπλοκή μιας λανθάνουσας νοσταλγίας με το μέτρο της κριτικής αποστασιοποίησης ανασυνθέτει πρόσφορα το κατακερματισμένο παρελθόν και συνηγορεί διακριτικά με τη φωνή του ποιητή, ενώ παράλληλα ενισχύει τη δραματική διαδραστικότητα των φαινομενικά ασύνδετων εικόνων σε ένα ενιαίο ιστορικό γίγνεσθαι, που φαίνεται να φτάνει όμως τελεολογικά και ιστορικά στο αποκορύφωμα της κρίσης του. Το παρόν, κυνικά, ανάλαφρα ή απειλητικά εσχατολογικό, παρουσιάζεται αρνητικά αδιάφορο στο εάν μπορεί να ενσωματώσει το προσωπικό μας δράμα σε ένα λυρικό μελόδραμα παγκόσμιας δραματικής απήχησης. Αντίθετα, βρίσκει τρόπους να δημαγωγεί εκθειάζοντας τα επιτεύγματα της εποχής στο όνομα της εξέλιξης. Ο εν αμηχανία ποιητής, με επίγνωση του πνευματικού του χρέους, εκφράζει τον προβληματισμό και την ανησυχία του και επισημαίνει την κρισιμότητα της κατάστασης, για να εισπράξει όμως τελικά τη συνειδητοποίηση της απέραντής του ένδειας και απαξίωσης σε έναν ασύλληπτα και ολοκληρωτικά τεχνολογούμενο κόσμο. Η ταπεινότητα του ποιητή και ο ίλιγγος εμπρός στον κίνδυνο ενός αντιφατικού απολυταρχικά χειραγωγούμενου μέλλοντος τον στρέφουν στην πολιτιστική συσπείρωση και αναζήτηση στο παρελθόν, όπου η θεολογική πίστη, όσο δογματική κι αν ήταν, διεύρυνε τον ορίζοντα για την τελική ανάδειξη των ανθρωπιστικών αξιών κι έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διάδοσή τους στο κοινωνικό πεδίο. Αυτή η εντύπωση με οδήγησε στο να ανιχνεύσω και να διακρίνω τελικά στα ποιήματα αυτά νύξεις παλαιών θεολογικών διλημμάτων, διατυπωμένων και διασκευασμένων βέβαια για τη σημερινή πραγματικότητα. Οι διδακτικές αλληγορίες των ιστορικών εποχών και των θεολογικών κειμένων είναι εύκολα αναγνωρίσιμες, στον λόγο όμως του ποιητή αποκτούν μια διαφορετική διάσταση, αφού τροφοδοτούν με δοκιμασμένα βέλη ιστορικής αναφοράς τη φαρέτρα του. Επίσης, σε λιγότερα ποιήματα διέγνωσα φουτουριστικά μοτίβα και επιρροές, που προφανώς ασυνείδητα παρεισέφρησαν στην εικονοπλασία και διαμόρφωση του κειμένου. Έτσι, αυτή η διαχρονική διάσταση των ποιημάτων τούς προσέδωσε μια ανακαινισμένη οπτική και μεταμοντερνιστική/μεταμοντέρνα διαδραστικότητα και συνέβαλε στην επικαιροποίηση της προβληματικής τους.

Ο ποιητής στα έργα του Σ.Κ. δεν ξεχνάει τα παραδοσιακά του όπλα και τις κλασικές τεχνικές ανάδειξης του ποιήματος, αλλά επιλέγει να χρησιμοποιεί λιτά εκφραστικά μέσα και θαυμαστή οικονομία στη διατύπωση της εκάστοτε σύλληψής του. Η επιλογή και εναλλαγή της θεματικής ατμόσφαιρας των ποιημάτων της συλλογής γίνεται με συγκρατημένα εξπρεσιονιστικούς όρους και η όποια αντικειμενικότητά τους μου ανακαλεί την αυτοσυγκράτηση και την αμφιβολία, όπως καθρεφτίζεται στην ανθρώπινη έκφραση, π.χ. στα έργα των Max Beckmann και Christian Sand από τα τέλη του μεσοπολέμου και εντεύθεν.

{jb_quote}Οι ποιητικές «νεκρές φύσεις» του Σ.Κ. στίλβουν από μια μακάβρια λαμπρότητα.{/jb_quote}

Ο Σ.Κ. με το προσωπείο του ποιητή αναζητεί και βρίσκει το υπαρξιακό του αντίβαρο και καταφύγιο εξίσου στο θησαυρισμένο παρελθόν όσο και στην καθημερινή ζωή, από όπου δανείζεται εικόνες για να προσδώσει οντολογικό βάθος στους συλλογισμούς του. Ανακαλεί σκηνές από το προπατορικό αμάρτημα και ανασύρει αρχέτυπα αλληγοριών για να αντιμετωπίσει τη νέα ύβρη που επιβουλεύεται θανάσιμα την ανθρώπινη ύπαρξη. Στη «χώρα του κανένα» ένας κόσμος παλλόμενου εν διεγέρσει υποσυνείδητου εναλλάσσεται με τον βίαιο ρυθμό της παγκοσμιοποιημένης υπαρκτής πραγματικότητας. Εκεί ο ποιητής μπαινοβγαίνει, ερήμην της θέλησής του, στα όνειρά του χωρίς να χρειάζεται να δείξει άμεσα την ιδεολογική του ταυτότητα. Η ελλειπτικότητα των κειμένων είναι ανεπαίσθητη και σε κανένα ποίημα δεν παρατηρείται νοηματικό χάσμα, που να το εκτρέπει από τον βασικό του άξονα. Αντίθετα, στο ποίημα «σκεύος εκλογής» η παράθεση των γεγονότων γίνεται με διεξοδικά «πεζογραφικό» τρόπο. Σε αυτό το ποίημα ο δημιουργός γίνεται συνήγορος του Ιούδα και καγχάζει με τη θεμελιώδη αντίφαση στον ντετερμινισμό του συλλογισμού επάνω στην αναγκαιότητα της μοίρας και το μέγα ζήτημα της ελεύθερης βούλησης.

Στα ποιήματα του Σ.Κ. δίνεται ισότιμη συμμετοχή και δικαιοδοσία στους νεκρούς, κάτι που μας βοηθά να κατανοήσουμε πληρέστερα το μεταφυσικό υπόβαθρο των ποιημάτων, που όμως δεν έρχεται σε ρήξη με την παράδοση και τις εδραιωμένες θεολογικές πεποιθήσεις. Ο Σ.Κ. χαριεντίζεται με τους νεκρούς, αλλά πάντα υπεκφεύγει την αιωνιότητα. Οι νεκροί στα έργα του καταδέχονται να μας μιλούν και να μας ειρωνεύονται. Η ζωή κι ο θάνατος είναι οι δύο πλευρές του ιδίου νομίσματος. Οι «νεκρές φύσεις» του εκπέμπουν αναφορές σε πεπραγμένα του Κάτω Κόσμου και περιηγήσεις από υπερρεαλιστικά μοτίβα του Magritte και του Delveau.

Στο ποίημα της σελίδας 24, «το νήμα», δεν μπορώ να μην ανακαλέσω το περίφημο ποίημα του John Donne, «The worm», τον William Blake και τις άλλες συναφείς υπαρξιακές αλληγορίες που εμπνεύστηκαν από αυτό. Κάποια αρχέγονη ενοχή και υπαρξιακή κατάρα φαίνεται να υποφώσκει με την ανθρώπινη μοίρα σύμφυτη με τη ραγδαία εξέλιξη της γνώσης, όταν παρασάγγας υπερβαίνει τα εσκαμμένα όρια της επιβίωσης. Οι ποιητικές «νεκρές φύσεις» του Σ.Κ. στίλβουν από μια μακάβρια λαμπρότητα. Προσωπικά προτιμώ το ποίημα «δέος», όπου κυριαρχεί μια εξπρεσιονιστική φοβία, και το ποίημα «ορρωδία», κάτι σαν μια λαϊκή γελοιογραφία από τη συνειρμικά σαρκαστική παραλλαγή της λέξης κοροϊδία. Ο ποιητικός ομφάλιος λώρος ξετυλίγεται απρόσκοπτα και στα επόμενα ποιήματα, ώσπου διακόπτεται από το δύσκολο έργο της υπεράσπισης της συζυγοκτόνου βασίλισσας Κλυταιμνήστρας εμπρός στο φανταστικό πολυεφετείο της Ιστορίας. Παρακάτω, στη σελίδα 32, ευρηματική η αυτοάμυνα της πόρνης-ακανθόχοιρου, ενώ αλλού σαν σχολική ανάμνηση ο ποιητής διερευνά το θέμα της ανθρώπινης απουσίας και πραγματεύεται την υπαρξιακή της διάσταση. Στα τελευταία ποιήματα της συλλογής ο Σ.Κ. σαν αναχωρητής-μισάνθρωπος καταγγέλλει τον κυνισμό και την υποκρισία της ανθρώπινης συμπεριφοράς και επιδίδεται στη μελαγχολική και ανώφελη, όπως αποδεικνύεται, αποκαθήλωση και καταγραφή των επιδιώξεων μιας ζωής, όπου όμως την ύστατη στιγμή επανακάμπτει με την εντύπωση ότι δεν έχει πει την τελευταία λέξη κι αφήνει σαν αποστροφή το γοητευτικό σημείο αναφοράς του τίτλου ενός χαρακτηριστικού έργου του αγαπημένου του προφανώς συγγραφέα G.G. Márquez, σαν μαγικό υστερόγραφο.

Συνοψίζοντας μια αποτίμηση του βιβλίου, θεωρώ ότι προβάλλει πειστικά με ποιητική φόρμα όλα τα αδιέξοδα και την καθημερινή μας αγωνία μπροστά στα επείγοντα και πιεστικά προβλήματα που μας αφορούν τόσο άμεσα και συλλογικά. Ο ποιητής δεν εισάγει καινά δαιμόνια, αλλά επικαλείται τη βοήθεια των παλιών δαιμόνων, προκειμένου με τη συνεργία των Μουσών να ξυπνήσουμε τους συνανθρώπους μας από τη βαριά αφασία χωρίς να συναινέσουμε στην τεχνητή ευωχία ενός ανώδυνου τηλεοπτικού παιχνιδιού. Γιατί καλύτερα να χάνεσαι στις προσωπικές σου χίμαιρες, παρά να πέφτεις σε χειμερία νάρκη εφησυχασμού.

Στου κανενός τη χώρα
Στάθης Κουτσούνης
Μεταίχμιο
σ. 48
ISBN: 978-618-03-2328-3
Τιμή: 8,80€

Keywords
Τυχαία Θέματα