«Μάθημα ελληνικών» της Χαν Γκανγκ

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Χαν Γκανγκ Μάθημα ελληνικών (μτφρ. από τα κορεατικά: Αμαλία Τζιώτη), που θα κυκλοφορήσει στις 28 Μαρτίου από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

1

«Υπήρχε ένα ξίφος ανάμεσά μας» ήταν η επιγραφή που ο Μπόρχες ζήτησε να χαραχτεί στον τάφο του, απευθυνόμορφη και νεαρή, μεικτής ιαπωνικής και αργεντίνικης καταγωγής γραμματέα του, Μαρία Κοδάμα. Εκείνη παντρεύτηκε τον ογδονταεπτάχρονο

Μπόρχες και πέρασε μαζί του τους τελευταίους τρεις μήνες της ζωής του. Βρισκόταν στο πλάι του όταν εκείνος πέθανε στη Γενεύη, την πόλη όπου είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια και τώρα ήθελε να ταφεί.
Ένας ερευνητής έγραψε στο βιβλίο του ότι εκείνη η σύντομη επιτύμβια επιγραφή ήταν ένα «καλοακονισμένο σύμβολο». Σε αντίθεση με την πεποίθησή του ότι είναι ένα σημαντικό κλειδί για να εισχωρήσει κανείς στη λογοτεχνία του Μπόρχες –το ξίφος που είναι τοποθετημένο ανάμεσα στην υπάρχουσα λογοτεχνική πραγματικότητα και στο στιλ της γραφής του Μπόρχες–, εγώ την εξέλαβα ως μια ιδιαίτερα στωική και ενδόμυχη εξομολόγηση.
Αυτή η σύντομη φράση προέρχεται από ένα αρχαίο σκανδιναβικό έπος. Ένας άνδρας και μια γυναίκα πέρασαν την πρώτη και τελευταία τους νύχτα μαζί σε ένα κρεβάτι και μέχρι την αυγή υπήρχε τοποθετημένο ανάμεσά τους ένα μακρύ ξίφος. Αν εκείνη η «καλοακονισμένη» λεπίδα δεν ήταν η απώλεια όρασης η οποία βρισκόταν ανάμεσα στον Μπόρχες που διήνυε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και στον κόσμο, τότε τι θα μπορούσε να είναι;
Έχω ταξιδέψει στην Ελβετία, αλλά δεν έχω επισκεφτεί τη Γενεύη. Δεν ήθελα να δω τον τάφο του αυτοπροσώπως. Αντ’ αυτού, περιηγήθηκα στη βιβλιοθήκη του Σεν Γκάλεν, που αν την είχε δει εκείνος, θα είχε μαγευτεί (έρχεται στη μνήμη μου η τραχιά αίσθηση των γούνινων παντοφλών που υποχρεούνταν να φορούν όλοι οι επισκέπτες για να προστατευτεί το πάτωμα της χιλιετούς βιβλιοθήκης), πήρα το πλοίο από τη μαρίνα της Λουκέρνης και μέχρι να δύσει ο ήλιος έπλευσα ανάμεσα στα φαράγγια των Άλπεων που ήταν καλυμμένα με πάγο.
Δεν έβγαλα φωτογραφίες πουθενά. Τα τοπία αποτυπώθηκαν μόνο στις κόρες των ματιών μου. Ούτως ή άλλως οι ήχοι, οι μυρωδιές και τα συναισθήματα, που είναι αδύνατο να καταγραφούν με μια φωτογραφική μηχανή, χαράχτηκαν στα αυτιά, στη μύτη, στο πρόσωπο και στα χέρια μου. Αυτό τότε μου αρκούσε επειδή ακόμα δεν υπήρχε κανένα ξίφος ανάμεσα
σε μένα και στον κόσμο.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

2
Σιωπή

Η γυναίκα βάζει τα χέρια της μπροστά στο στήθος της. Σηκώνει το βλέμμα της και κοιτάζει συνοφρυωμένη τον πίνακα.
«Ωραία, προσπαθήστε να διαβάσετε δυνατά», λέει χαμογελώντας ο άνδρας που φοράει γυαλιά με παχείς φακούς και ασημένιο σκελετό.
Η γυναίκα κουνάει ελαφρά τα χείλη της. Υγραίνει το κάτω χείλος με την άκρη της γλώσσας. Τα δυο της χέρια, που είναι μαζεμένα μπροστά στο στήθος της, κινούνται νευρικά. Ανοίγει τα χείλη της και μετά τα κλείνει. Κρατάει την αναπνοή της και μετά παίρνει μια βαθιά ανάσα. Ο άνδρας κάνει ένα βήμα πίσω προς τον πίνακα σαν να της λέει ότι θα περιμένει υπομονετικά και μετά λέει:
«Διαβάστε».
Τα βλέφαρα της γυναίκας τρέμουν. Όπως τα έντομα που τρίβουν βίαια τα έλυτρά τους. Η γυναίκα κλείνει σφιχτά τα μάτια της και μετά τα ανοίγει. Σαν να εύχεται τη στιγμή που θα ανοίξει τα μάτια της να βρεθεί κάπου αλλού.
Ο άνδρας ανασηκώνει τα γυαλιά του με το δάχτυλο, που είναι καλυμμένο με ίχνη λευκής κιμωλίας.
«Ελάτε, μιλήστε».
Η γυναίκα φοράει ένα μαύρο πουλόβερ ζιβάγκο και ένα μαύρο παντελόνι. Το παλτό που κρέμεται στην καρέκλα είναι επίσης μαύρο και το κασκόλ μέσα στη μεγάλη μαύρη υφασμάτινη τσάντα είναι πλεγμένο με μαύρο νήμα. Πάνω από αυτή την πένθιμη ενδυμασία, σαν γυναίκας που μόλις έφυγε από κηδεία, το τραχύ της πρόσωπo είναι τόσο λεπτό, ίδιο με πήλινο άγαλμα που έχει ένα ηθελημένα μακρύ πρόσωπο.
Η γυναίκα δεν είναι ούτε πολύ νέα ούτε ιδιαίτερα όμορφη. Το βλέμμα της είναι φωτεινό, ωστόσο είναι δύσκολο να το διακρίνει κανείς γιατί τα βλέφαρά της τρέμουν. Σκύβει ελαφρώς τους ώμους και την πλάτη της σαν να προσπαθεί να ξεφύγει από τον κόσμο και να κρυφτεί μέσα στα μαύρα ρούχα. Τα νύχια της είναι κομμένα βαθιά. Το μοβ, βελούδινο λαστιχάκι με το ο- ποίο δένει τα μαλλιά της και είναι περασμένο στον αριστερό της καρπό είναι το μόνο απ’ όλα όσα στολίζουν το σώμα της γυναίκας που έχει χρώμα.
«Ας διαβάσουμε όλοι μαζί».
Ο άνδρας δεν μπορεί πλέον να περιμένει την απάντηση της γυναίκας. Ρίχνει μια ματιά στον φοιτητή με το παιδικό πρόσωπο που είναι καθισμένος στην ίδια σειρά με αυτήν, στον μεσήλικα, το μισό σώμα του οποίου είναι κρυμμένο πίσω από την κολόνα, και στον μεγαλόσωμο, νεαρό άνδρα που κάθεται καμπουριαστός, με το κεφάλι σκυμμένο, στο θρανίο δίπλα στο παράθυ ρο.
«Ἐμός, ἡμέτερος. Δικός μου, δικός μας».
Τρεις μαθητές διαβάζουν χαμηλόφωνα και ντροπαλά.
«Σός, ὑμέτερος. Δικός σου, δικός σας».
Ο άνδρας που στέκεται στην έδρα πρέπει να είναι πάνω από τριάντα πέντε ετών. Είναι κάπως μικροκαμωμένος και η γραμμή από το κέντρο των φρυδιών του μέχρι το αυλάκι κάτω από τη μύτη είναι ευδιάκριτη. Το μειδίαμα στα χείλη του δείχνει ότι ελέγχει τα συναισθήματά του. Το σκούρο, καφετί, κοτλέ σακάκι έχει ανοιχτά, καφέ, δερμάτινα μπαλώματα στους αγκώνες. Οι καρποί ξεπροβάλλουν από τα ελαφρώς κοντά μανίκια. Η γυναίκα κοιτάζει σιωπηλά τη λεπτή, αμυδρή, κυρτή ουλή που ξεκινά από την άκρη του αριστερού του ματιού και καταλήγει στην άκρη των χειλιών του. Όταν την είδε στο πρώτο μάθημα, της φάνηκε ότι έμοιαζε με έναν αρχαίο χάρτη που έδειχνε το σημείο από όπου είχε κυλήσει στο παρελθόν ένα δάκρυ.
Πίσω από τους παχείς, ανοιχτοπράσινους φακούς, τα μάτια του άνδρα παρακολουθούν το σφαλιστό στόμα της γυναίκας. Το χαμόγελο χάνεται από το στόμα του. Γυρνάει το σοβαρό του πρόσωπο. Γράφει βιαστικά στον πίνακα σύντομες προτάσεις στα ελληνικά. Πριν καλά καλά βάλει τους τόνους, η λευκή κιμωλία κόβεται στα δύο και πέφτει κάτω.

Keywords
Τυχαία Θέματα