«Επί της περιφερείας του κύκλου» της Ελένης Λαδιά

Προδημοσίευση από τη νουβέλα της Ελένης Λαδιά Επί της περιφερείας του κύκλου, που θα κυκλοφορήσει στις 29 Μαρτίου από τις Εκδόσεις Gema.

Κάτω ἀπό δένδρο τήν βρῆκε ἕνα κοριτσάκι, περίπου ὀκτώ ἐτῶν, πού ξεπήδησε μπροστά της σάν πνεῦμα τῆς βλάστησης. Ἴσως λοιπόν νά μήν ἦταν τυχαία ἡ σύνδεσή του με τό δένδρο.
Ἴσως τά πολύ φουντωτά του μαλλιά νά φανερώνουν τήν καταγωγή του ἀπό δένδρο, σκέφτηκε ἡ Εὐδοξία, πού θυμήθηκε τό παραμύθι μέ τήν Μέλπω, τό κοριτσάκι πού δενδροποιήθηκε καί τά μαλλάκια του ἔγιναν σιγά-σιγά κλαδιά. Μία παιδική

ἱστορία πού τρόμαζε τότε τήν μικρή Εὐδοξία, ἀφοῦ εἶχε ἴδια μαλλιά μέ τήν Μέλπω. Κάθε πρωί, ἔτρεχε στόν καθρέφτη νά δεῖ τά μαλλιά της καί νά ἠρεμήσει πού δέν ἔγινε δένδρο.
«Πῶς σέ λένε;» ρώτησε τήν μικρή, ἡ ὁποία τήν κοιτοῦσε μέ κατάπληξη.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}


«Δέν ξέρω, δέν ἔχω σταθερό ὄνομα, μέ φωνάζει κανείς ὅπως θέλει, κατά τήν ἔμπνευση τῆς στιγμῆς».
«Νά σέ λέω Μέλπω;» ρώτησε μέ δισταγμό ἡ Εὐδοξία.
«Ναί», εἶπε ἡ μικρή χαρούμενη. «Πολύ ὄμορφο ὄνομα».
Γιά φαντάσου, ἀναλογίσθηκε ἡ Εὐδοξία, τά πολλά ὀνόματα φωτίζουν πτυχές τῆς προσωπικότητας ἑνός ἀτόμου. Κι αὐτός πού δίνει τό ὄνομα, ὁ νονός ἄς ποῦμε τῆς στιγμιαίας ἔμπνευσης, ἀνακαλύπτει πρῶτα μία πτυχή καί μετά κάνει τήν ἀέρινη βάπτιση, πού χρησιμοποιεῖται μόνον γιά τά μελλοθάνατα βρέφη. Καί τώρα καθόταν ἀπέναντί της ἡ Μέλπω, τό κορίτσι τοῦ παραμυθιοῦ μέ τά φουντωτά μαλλιά.
«Τί ἐμπειρία κι αὐτή...», μουρμούρισε, «ἕνα παιδί μέ κανένα ἤ πολλά ὀνόματα. Τί μυστήριο κι αὐτό...»
Τό κοριτσάκι τήν ἄκουσε καί εἶπε ἀμέσως: «Ναί, αὐτό τό μυστήριο ἀνήκει στά θολωτά μυστήρια».
«Θολωτά μυστήρια; Τί σημαίνει αὐτό;» ρώτησε μέ περιέργεια, γιατί αὐτή γνώριζε μόνον γιά τούς θολωτούς μυκηναϊκούς τάφους, ἀλλά δέν ἤθελε νά ἀνοίξει μιά μακάβρια συζήτηση μέ τό παιδί.
«Κι ὁ τάφος εἶναι ἕνα μυστήριο», ἀπάντησε τό κοριτσάκι, ἐμπνευσμένο σάν μικρή Πυθία, χωρίς τήν γεύση τῶν δαφνόφυλλων. «Ἔτσι, ὁ θολωτός τάφος γίνεται ἕνα θολωτό μυστήριο, δηλαδή ἕνα μυστήριο πού δέν ἔχει σταθερά στοιχεῖα, ὅπως ἐγώ πού δέν ἔχω σταθερό ὄνομα, ἀλλά τοῦ δίνει ὁ καθένας ἄλλο σχῆμα καί περιεχόμενο».
Ἡ Εὐδοξία εἶχε ἀπό τήν ἀρχή καταλάβει πώς αὐτό τό πλάσμα δέν ἦταν τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά τώρα βεβαιώθηκε.
«Καί σύ δέν εἶσαι τοῦ κόσμου τούτου».
Ἀκόμη μία φορά εἶχε ἐκμαιεύσει τήν σκέψη της. «Εἶσαι ἕνας ἄγγελος», συμπλήρωσε μέ βεβαιότητα, προκαλώντας ὅμως τό χαμόγελο τῆς Εὐδοξίας. «Ὄχι, ἄνθρωπος εἶμαι, μήν παρασύρεσαι ἀπό τά φτερά».
«Δέν εἶναι μόνον τά φτερά, εἶναι καί ἡ ξανθή σου κόμη, τά γαλάζια σου μάτια, εἶσαι ὅμοια μέ τίς ζωγραφιές τῶν ἀγγέλων. Κι ἄλλωστε οἱ ἄνθρωποι, σπανίως βεβαίως, γίνονται καί ἄγγελοι. Δέν δίνονται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους φτερά».
Ἡ φωνή τοῦ παιδιοῦ ἀκούστηκε ἀποσταμένη, λές καί προερχόταν ἀπό τό πρῶτο σπήλαιο τοῦ κόσμου. Φωνή γηραιᾶς Πυθίας, γιατί γραῖες ἦταν οἱ Πυθίες μετά τήν πειρατική ἁρπαγή τῆς νεαρᾶς, πού ὑπηρετοῦσε τότε στό δελφικό μαντεῖο.
«Ὅταν θελήσεις κάτι βαθειά, ἀπό καρδιᾶς, σοῦ δίνεται. Κι ἐγώ ἀπό μικρό παιδάκι, ὅπως εἶσαι τώρα ἐσύ, ἐπιθυμοῦσα νά βγάλω φτερά, γιά νά πετῶ. Μοῦ φαινόταν πάντα ἐξαίσιο τό πέταγμα τῶν πουλιῶν. Κι ἐγώ εἶχα ζωγραφιές μέ ἀγγέλους στά παιδικά μου τετράδια, ξανθωπούς μέ ἀλαβάστρινο πρόσωπο ἀγγέλους μέ μεγάλες φτεροῦγες, πού σέ δύσκολους καιρούς ἀνοίγουν καί γίνονται στέγη γιά τούς ἀνθρώπους. Γιατί ὁ ἄνθρωπος, νά ξέρεις, πάντα χρειάζεται μία στέγη. Γι’ αὐτό κι ὁ οὐρανός εἶναι μία ἀπέραντη στέγη».
«Ἤ τά δένδρα», συμπλήρωσε τό κορίτσι. «Κι αὐτά γίνονται στέγες».
«Κι ἐσύ ποιά εἶσαι; Ἀπό ποῦ ξεφύτρωσες;» ρώτησε ἡ Εὐδοξία.
«Εἶμαι ἡ ψυχή τῆς λεύκας πού ξερρίζωσαν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τό ἔδαφος. Μιᾶς ξερριζωμένης λεύκας», ἀναστέναξε.
Ἡ Εὐδοξία θυμήθηκε τήν ἐφιαλτική σκηνή τοῦ παρελθόντος, τήν ὄμορφη λεύκα τοῦ κήπου σέ ἕνα ὀρεινό χωριό, στό σπίτι τῆς γιαγιᾶς της. Ἡ γιαγιά, πρίν ἀπό πολλά χρόνια, εἶχε φυτεψει τό δένδρο καί τό καμάρωνε βλέποντας τήν ἀνάπτυξή του. Τό καμάρωνε καί ἡ Εὐδοξία κατά τίς λίγες ἡμέρες πού πήγαινε στό χωριό. Ὅμως κάποτε..., κι εὐτυχῶς πού εἶχε πεθάνει ἡ γιαγιά, ζηλόφθονοι γείτονες εἶπαν πώς ἡ λεύκα τούς ἐνοχλεῖ. Κι ἔφθασαν οἱ δήμιοι τῶν δένδρων, που μέ μπαλτάδες καί τσεκούρια τό κακοποίησαν καί τό σκότωσαν. Τά ἀσημένια φύλλα κυλίστηκαν στό ἔδαφος σάν λάφυρα.
Ἡ Εὐδοξία ἔτρεξε στό δάσος κλαίγοντας μέ ἀναφυλλητά. Ἐπέστρεψε στό σπίτι, ὅταν πλάκωσε τό σκοτάδι. Κι ἔφυγε νωρίς τό πρωί, γιά νά μήν ξαναδεῖ τά λείψανα τοῦ δένδρου. Δέν ξαναεπισκέφθηκε τό χωριό: τώρα δέν ὑπῆρχε οὔτε γιαγιά οὔτε λεύκα.
«Φεύγουν οἱ ψυχές τῶν δένδρων, ὅπως καί τῶν ἀνθρώπων», εἶπε τό κορίτσι, πού ἔγινε πλέον ἡ Μέλπω τῆς Εὐδοξίας. «Εἶναι ἀληθινή ἡ μυθολογική ἄποψη πώς κάθε νύμφη ἦταν δεμένη μέ τό δένδρο της. Τώρα ὅμως ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι δεμένος μέ τό δένδρο του, εἴτε τό ξέρει εἴτε ὄχι. Κι ὅταν πεθάνει ὁ ἄνθρωπος, τό δένδρο περιμένει μία ἄλλη ψυχή. Ὅμως ἐγώ πού δέν ἔχω δένδρο», δάκρυσε ἡ Μέλπω, «θά σβήσω μέ τόν θάνατό μου».
«Τότε θά σβήσω κι ἐγώ», εἶπε ἡ Εὐδοξία, γιά νά τῆς συμπαρασταθεῖ.
«Ὄχι, γιατί ἐσύ εἶσαι ἄγγελος, σοῦ δόθηκαν φτερά, ξέφυγες ἀπό τήν μοίρα τῶν δενδρανθρώπων».
«Δέν εἶμαι, γλυκό μου κορίτσι, ἀλλά θά σοῦ πῶ πώς εἶδα ἄγγελο, ὅταν κάποια φορά ἤμουν ξαπλωμένη καί ἔκλαιγα, γιατί μέ εἶχε κυριεύσει μία συμπαντκή λύπη. Τότε, στήν σκοτεινιά τοῦ μυαλοῦ μου, ἔλαμψε μία εἰκόνα: ἄνοιξα τά μάτια καί εἶδα ἕναν ἄγγελο, ψηλό καί κατάξανθο, νά ἀκουμπᾶ στό κρεββάτι, νά μοῦ χαϊδεύει τό κεφάλι καί νά μοῦ ψιθυρίζει μία λέξη: “δράση”. Κι ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἐπέστρεψα στόν κόσμο μέ τίς χαρές, τά αἰνίγματα καί τά δεινά του. Ἐκεῖνο πού εἶδα ἦταν ἕνας πραγματικός ἄγγελος, κι ὄχι ἄνθρωπος μέ φτερά».
Ἡ Μέλπω ἔσκυψε τό κεφάλι· χρώματα ἐντροπῆς πορφύρωσαν τίς παρειές της καί ρώτησε: «Ἄν ἐσύ δέν εἶσαι ἀληθινός ἄγγελος, πές μου πῶς νά δῶ ἕναν ἀληθινό;»
Ἡ Εὐδοξία σήκωσε τούς ὤμους δηλώνοντας τήν ἄγνοιά της. Θά ἤθελε νά τῆς πεῖ πώς εἶναι ἐπικίνδυνο νά δεῖ κανείς ἕναν ἀληθινό ἄγγελο, γιατί μέ τήν σειρά βλέπει κι ἕναν ἀληθινό διάβολο. Δέν τῆς εἶπε ὅμως τίποτα, γιά νά μήν τήν τρομάξει. Ἦταν ἕνα κοριτσάκι, ἡ ψυχή μιᾶς ξεριζωμένης λεύκας!
«Ἴσως κάποτε θά δεῖς, Μέλπω».
«Μακάρι», ἀπάντησε μέ κάπως βραχνή φωνή. «Γιατί εἶμαι ἀπογοητευμένη ἀπό τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Στρέφει τό βλέμμα του μακρυά, ἀναπτύσσει τήν τεχνολογία σέ βάρος τῆς ψυχῆς καί τοῦ ἐνστίκτου, θέλει νά ἐπισκεφθεῖ τά ἀστέρια καί ἄλλους κόσμους, ἐνῶ ὑπάρχει γύρω του ἕνας ἄγνωστος, θαυμάσιος κόσμος. Πραγματικά ἕνα κόσμημα! Ὁ ἄνθρωπος δέν ξέρει πώς ὅλα ἔχουν φωνή καί ἀκοή. Τό σύμπαν ἀκούει μέ διάφορους ἤχους καί μιλᾶ μέ πάμπολλες φωνές, ἀλλά τό σύμπαν δέν εἶναι Θεός, ὅπως ὑπονοοῦν ἤ λένε ἄνθρωποι πού φοβοῦνται ἤ ντρέπονται νά ποῦν πώς ὑπάρχει Θεός. Ἀναφέρουν μόνον τό σύμπαν. Ὅμως τό σύμπαν εἶναι ἁπλῶς τό ὄργανο τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ὁ Θεός.

Keywords
Τυχαία Θέματα