Κατερίνα Τζαβάρα: «Δώδεκα»

Να και μια συλλογή διηγημάτων που έρχεται συμβολικά, μεταφορικά και κυριολεκτικά ως ένα κατώφλι αλλαγής και ανανέωσης στη μακρά συγγραφική πορεία της Κατερίνας Τζαβάρα. Η συγγραφέας, αφήνοντας πίσω της τη συγγραφή παιδικών μικροαφηγήσεων, όπου το τοπίο χόρευε τανγκό με τη μείξη φαντασίας και πραγματικότητας, επιχειρεί τώρα με τη συλλογή Δώδεκα, από τις Εκδόσεις Διάπλους, μια ουσιαστική μετεξέλιξη της γραφής της, κάτι σαν ωρίμανση συγγραφική αλλά και ανανέωση τεχνικών γραφής και επιλογής θεμάτων.

Πρώτα από όλα στη συλλογή διακρίνεται μια θεματολογία, που αν και επικεντρώνεται

στη γενέθλια πόλη της Κατερίνας Τζαβάρα, τριγυρίζει και στην περιφέρεια, λόγου χάρη στην περιοχή της Πιερίας και της Μαγνησίας, αλλά χωρίς να κοπεί ο ομφάλιος λώρος από τη γενέθλια πόλη. Ταυτόχρονα, επιλέγεται μια γραφή με μια σχετική συχνότητα περιγραφών και χωροχρονικών συνδέσεων, όπου επιχειρείται ένα μαξιμαλιστικό κολάζ συμβάντων με ταχυδακτυλουργική πορεία και εξέλιξη, όπως συμβαίνει και με τον τρόπο των ερωτευμένων, που σταματούν σε κάθε στενό, σε κάθε γωνιά, για να αγκαλιάζονται και να αγκαλιάζουν τις παλιές και χαμένες εικόνες της πόλης. Δρόμοι, πολυκατοικίες, κινηματογράφοι, πλατείες, όλα ενωμένα σε μια γραφή καλειδοσκοπική και παράλληλα αυθεντική.

Ξεχωρίζει ο τίτλος της συλλογής Δώδεκα, που υπαινίσσεται τους δώδεκα μήνες του χρόνου, οι οποίοι παρεμβάλλονται και διαχωρίζουν τα κείμενα πέραν των τίτλων με την παράθεση των μηνών. Εδώ ο Iser θα συμφωνούσε ότι η διαίρεση της συλλογής σε τέσσερις ενότητες, ανά τρεις μήνες ή ανά εποχή, και η παράθεση ξεχωριστών τίτλων σε κάθε ενότητα/εποχή πολλαπλασιάζει τις αναγνώσεις και αυξάνει την προσληπτική ικανότητα του έμπειρου αναγνώστη, όπως ακριβώς το παραθέτει ο Δ. Τζιόβας, (2003: 243), «ο G. Iser παραλληλίζει το λογοτεχνικό κείμενο με τον έναστρο ουρανό, τον οποίο, όταν τον παρατηρούμε, μπορούμε να κάνουμε άπειρους συνδυασμούς υποθετικών γραμμών ανάμεσα στα αστέρια, σχηματίζοντας, έτσι, ποικίλα σχήματα». Ο Iser (1978: 109) αναφέρει ότι το λογοτεχνικό κείμενο δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με μία ματιά, αλλά μόνο μέσα από διαδοχικές φάσεις ανάγνωσης. Το βλέμμα του αναγνώστη ταξιδεύει αενάως στο κείμενο και το αξιολογεί συνεχώς, συνδέοντας τα κείμενα με τις εποχές και τους μήνες, με τους δικούς του προβληματισμούς και με τα δικά του βιώματα, σχηματίζοντας και γεννώντας νέες προοπτικές ανάγνωσης και ανάλογες νοηματοδοτήσεις (Iser, 2000: 202).

Από τις δώδεκα ιστορίες της Κατερίνας Τζαβάρα, οι περισσότερες είναι ζωντανές αναπαραστάσεις διαδρομών στη Θεσσαλονίκη και διαθέτουν και προσφέρουν προκλητικά πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Δώδεκα διαδρομές με ανεξίτηλα σημάδια και ίχνη που οδηγούν κυρίως στο κέντρο της πόλης, στην παραλία, στη Ροτόντα, στο λιμάνι, στο Καφαντάρι και ελάχιστα στην ευρύτερη περιφέρεια. Δώδεκα διαδρομές γεμάτες απρόοπτα και εκπλήξεις, μέσα από τις οποίες αναδύονται μικρές οικογενειακές ιστορίες, περιπέτειες και κρίσεις ανθρώπινων σχέσεων, αναζήτηση ταυτότητας και ρόλου, του άνδρα, της γυναίκας, αγωνίες και προβληματισμοί γι’ αυτό που πέρασε και γι’ αυτό που έρχεται.

Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών διαμορφώνονται μέσα από μια διαδρομή και πορεία ενηλικίωσης και ωρίμανσης, φωτίζουν το σαλονικώτικο τοπίο και επιτρέπουν την ασφαλή ανάγνωση των ανθρώπινων σχέσεων στη σύγχρονη κοινωνία, κυρίως τα τελευταία χρόνια, στις μέρες μας. Ήρωες και ηρωίδες παρελαύνουν ως αυτόνομοι και ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, που εξελίσσονται και ολοκληρώνονται στον χώρο και στον χρόνο, προβληματίζονται με το τότε και το σήμερα και κινητοποιούν τον σύγχρονο αναγνώστη σε συγκρίσεις και κρυφά βλέμματα στο τότε, στο άλλοτε και στο σήμερα.

{jb_quote}Δρόμοι, πολυκατοικίες, κινηματογράφοι, πλατείες, όλα ενωμένα σε μια γραφή καλειδοσκοπική και παράλληλα αυθεντική.{/jb_quote}

Στις ιστορίες επιλέγεται και κυριαρχεί άλλοτε μια χαρακτηριστική αυτοβιογραφική γραφή, που ρέπει σε συνειδητή αυτομυθοπλασία, και άλλοτε μια τυπική παντογνωστική τριτοπρόσωπη. Η αυτομυθοπλασία ως τεχνική/τεχνοτροπία γραφής στη μεταμοντέρνα ατμόσφαιρα του σήμερα έρχεται ως μια προσπάθεια καθιέρωσης διακριτικών σημάτων του συγγραφικού εαυτού. Ενίοτε υποκλίνεται στις επιταγές και στους κανόνες του διηγήματος, αλλά στο βιβλίο αυτό πρωτίστως προσδιορίζεται από την κυριαρχική παρουσία της «τεχνικής της επιφάνειας», που μαζί με τη συνδυασμένη πλοκή επιτρέπουν δεύτερη και τρίτη νοηματοδότηση. Η κύρια παγίδα της αυτομυθοπλασίας είναι ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει να γράφει για τον εαυτό του, αλλά με τον εαυτό του. Το θέμα του βιβλίου δεν πρέπει να είναι η δική του προσωπικότητα και ζωή, αλλά ένα εξωτερικό στοιχείο που μπορεί να αγγίξει το κοινό. Γενικά, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ο αναγνώστης δεν ενδιαφέρεται για τη ζωή μας. Θέλει απλώς η ιστορία μας να έχει απήχηση και συνέχεια με τη δική του ιστορία και καθημερινότητα. Αυτό το επιτυγχάνει θαυμάσια η συγγραφέας, καθώς οι μικρές περιπέτειες των ηρώων της συνομιλούν άνετα με καθημερινές εμπειρίες ανθρώπων. Υπάρχει όμως και η τριτοπρόσωπη αφήγηση σε κάποια από τα διηγήματα, όπως υπάρχουν και εξαιρετικά χωρία με πλούσιες εικόνες και στιγμιότυπα. Έτσι, ξεπετάγεται και πάλι ανάμεσά μας μια γλαφυρή περιγραφή της πόλης που ζήσαμε, η αδυσώπητη μνήμη που επιστρέφει στην υφή και τη δομή της γλώσσας που την εκφράζει.

Το νέο βιβλίο της Κατερίνας Τζαβάρα διεκδικεί μια θέση στη μεγάλη παρέα των Σαλονικιών συγγραφέων που γράφουν με θέα και πεδίο έμπνευσης το φανερό και μη φανερό τοπίο της πόλης τους. Καταγράφει ένα μαγικό σύνολο επεισοδίων, όπου κατανοούνται και καταγράφονται ανθρώπινες καταστάσεις, όπως η ιστορία του μικρού Αντώνη στην ορεινή Πιερία, οι περιπέτειες του Μηνά στη φυλακή και του Γιάννη, καθώς και πολλές ιστορίες κατεστραμμένων σχέσεων.

Η συγγραφέας προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή, όταν αφηγείται γενικώς τις ιστορίες των άλλων και παίρνει τη θέση του παρατηρητή/αφηγητή. Όταν όμως θέλει να απεμπλακεί από τα προσωπικά της δάνεια και ίσως και τις προσωπικές της περιπέτειες από τα νεανικά της χρόνια, τότε επιστρέφει στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αυτή η μετακίνηση από τη μια αφήγηση στην άλλη επιτρέπει στον αναγνώστη να συνδέει τα διάφορα αυτοτελή διηγήματα, να προσέχει τις πληροφορίες που δίνει ο ίδιος ο ήρωας, αλλά και να τις συνδέει με τα υπόλοιπα αφηγηματικά μέρη του κειμένου, καθώς αντιλαμβάνεται ότι ο αφηγητής μπορεί και να έχει σχέση με όλα τα πρόσωπα της ιστορίας. Έτσι η συγγραφέας αφού μας ξεναγήσει στις δικές της γειτονιές, μας κλείνει το μάτι για μια ή και για πολλές αναγνώσεις ή λέγοντας πως τα νεανικά μας λάθη γίνονται οι πιο ωραίες ιστορίες.

[O Ανδρέας Καρακίτσιος είναι ομότιμος καθηγητής Παιδαγωγικής Σχολής ΑΠΘ.]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ίζερ, Β. (2014). Η προκλητική δομή των κειμένων. Η απροσδιοριστία ως όρος της επίδρασης του λογοτεχνικού λόγου. Στο K.M. Newton (επιμ.), Η λογοτεχνική θεωρία του 20ού αιώνα: Ανθολόγιο κειμένων (Α. Κατσικερός, Κ. Σπαθαράκης μτφρ.), σ. 341-349. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Τζιόβας, Δ. (2003). Μετά την Αισθητική: Θεωρητικές δοκιμές και ερμηνευτικές αναγνώσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Οδυσσέας.

Δώδεκα
Ιστορίες που γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη
Κατερίνα Τζαβάρα
Διάπλους
120 σελ.
ISBN 978-618-5545-06-2
Τιμή €11,00

Keywords
Τυχαία Θέματα