«Κάποτε στην Ελλάδα»: συλλογικό έργο του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης

Προδημοσίευση από τον συλλογικό τόμο ιστορικού διηγήματος 1900-1930 του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης Κάποτε στην Ελλάδα, που θα κυκλοφορήσει στις 10 Μαΐου από τις Εκδόσεις Γράφημα.

Ο Νικολής

Αγγελής Μαριανός

Ο Νικολής φόρτωνε την υπάκουη χειράμαξα του Σιφναίου. Δρασκέλιζε την πόρτα τού τυπογραφείου, απίθωνε τα δέματα προσεκτικά και αργά αργά επέστρεφε ως την

είσοδο. Μόλις περνούσε το κατώφλι, αμέσως άνοιγε το βήμα να πάρει το επόμενο πακέτο και σβέλτα πίσω ως την εξώπορτα, ώσπου, εκεί, έκοβε ξαφνικά και πάλι τον ρυθμό. Έξω από το μαγαζί, στο ένα και μοναδικό τραπέζι κάθονταν δύο νομα­ταίοι, ο Κων­σταντής με τον Μάρκο. Ο Νικολής φόρτωνε με το πάσο του και έστηνε αυτί να τους ακούσει. Οι έφεδροι, έλε­γαν, επέστρε­ψαν από τον ελληνο­τουρκικό πόλεμο και γύ­ρευαν να φτιάξουν έναν κόσμο καλύτερο. Θα βγάλουν είπε ο Κωνσταντής και τη δι­κή τους τη φυλλάδα με εκδότη διευ­θυντή τον έφεδρο Μυρι­βήλη κι είναι πολλοί από δαύτους. Στη στρατιωτική διοίκηση μέ­τρησαν δεκαπέντε χιλιάδες επαναπα­τρι­σμένους. «Περισσό­τε­ροι κι από τους έφεδρους είναι οι πρό­σφυγες της Σμύρνης» του απάντησε ο Μάρκος «και η ζωή στις νέες χώρες είναι σκληρή για δαύτους. Κο­ντεύουν τις πε­νή­ντα χιλιάδες ψυχές οι δύ­στυ­χοι κι όλοι μαζί είναι περισ­σό­τεροι και απ’ τα λιόδεντρα του νησιού». Ο πό­λεμος το ένα ο πόλεμος το άλλο, ίδιες κουβέντες άκου­γες παντού. «Άλλους πολέμους να μη ζήσουμε, Κωνστα­ντή» είπε μετά από ώρα ο Μάρκος και κούνησε το κεφάλι του προς τα πάνω, σαν να έδινε το σύνθημα να σηκωθούν να φύγουν. Ο Νικολής χαιρέ­τησε και συνέχισε να φορτώνει σβέλτα, κι ακό­μα πιο γρήγορα, να μην τον δουν οι γέροντες πως βούρ­κωσε γιατί έφερε στον νου του τον πατέρα, πως ήταν λέει αιχ­μά­λωτος στη Μικρασία. Όλοι τού ’λέγαν πως επέθανε, μα εκεί­νος τον σκεφτόταν ζωντανό να καρτερεί για την απελευθέ­ρω­ση.
Όπως κάθε Δευτέρα, έτσι και την επομένη του Ευαγ­γε­λισμού, στο τυπογραφείο τού Σιφναίου, καλά κρατούσε η δου­­λειά, ώσπου ακούσανε το αφεντικό να φωνάζει «Έτοιμη». Απλώθηκε σιγή και, τότε, όλοι κοίταξαν τον Σιφναίο. Κρα­τού­σε στα χέρια του την ΚΑΜΠΑΝΑ, την ανεξάρτητη εφη­με­ρίδα-όργανο των εφέδρων. Κατέβασε τα ματογυάλια ως τα μά­τια του και διάβασε σιωπηλά, να ψάξει για ψεγάδια. Του είχε κάνει εντύπωση η ευθύτητα και ο σκοπός των εφέ­δρων. Έγρα­φαν στην πρώτη σελίδα κάτω από τον τίτλο: Γιατί βγάζουμε την ΚΑΜΠΑΝΑ «Και τώρα, γιατί βγάζουμε δικό μας δημο­σιογραφικό όργανο; Το λέμε αμέσως απ’ την αρχή. Σκέ­τα και σταράτα, όπως θα ’ναι πάντα τα γραφόμενά μας. Βγάζουμε την ΚΑΜΠΑΝΑ, με χίλιες δυο οικονομικές δυσκολίες, για­τί κανένα από τ’ άλλα δημοσιογραφικά όργανα δεν είναι βολετό να κοιτάζει τα συμφέροντά μας και τις απόψεις μας ανυστε­ρό­βουλα και ειλικρινά. Γι’ αυτό και η ΚΑΜΠΑΝΑ θα στη­­ριχθεί μονάχα στο τριαντάλεπτο του εφέδρου και στην υπο­­στήριξη καθενός που είναι σύμφωνος, χωρίς επιφυλάξεις, με το πρόγραμμά μας. Είμαστε ο λαός που πληρώνει και θέ­λουμε να είμαστε ο λαός που ρωτά και δικάζει» Δεν ήταν και λίγοι οι έφεδροι που επιβίωσαν από αυτήν την εκστρατεία.
Μόλις γύρισε στο γραφείο του ο Σιφναίος, ο Νικολής ο πα­ραγιός, έπιασε στα χέρια του το πρώτο φύλλο της νέας τετρα­σέλιδης εφημερίδας και μιμήθηκε το αφεντικό. Διάβασε την ημερομηνία, Τρίτη 27 Μαρτίου 1923/Διευθυντής έκδοσης: Στρα­τής Μυριβήλης. Μια ημέρα, μια Κυριακή θα τη δια­βάσω, σκέφθηκε κι αμέσως έκαμε έναν σταυρό με σπάγκο σαν να την ευλογούσε και έδεσε τα πρώτα 50 φύλλα σε δέμα με δια­στάσεις 0,36x0,55. Απέθεσε το πακέτο έξω από το τυπο­γρα­φείο τού Σιφναίου, επάνω στο τραπέζι, που συνήθως κάθο­νταν περαστικοί και πελάτες. Έλαμπε ο ήλιος κι ο Νικολής ξυπόλυτος ένοιωσε ζεστό το χώμα, καθώς φόρτωνε στο ποδή­λα­το το δέμα με τις εφημερίδες. Κοίταξε τα πλατιά του πέλ­ματα, τα χρήσιμά του πόδια και αμέσως πήδησε κι έπιασε το πε­τάλι να φτάσει στα γραφεία της ΚΑΜΠΑΝΑΣ. Ήταν το πρώτο φύλλο και σίγουρα θα του έδιναν ρεγάλο, σκεφτόταν καθώς έκανε μανούβρες ν’ αποφύγει τις λακκούβες, όπως ο άνε­μος γλιστρούσε στα σοκάκια.
«Θείο Θειέλπη» φώναξε από μακριά. «Θείο Θειέλπη!»
Εβγήκε από το γραφειάκι για να τα παραλάβει ο κύριος Λεφ­κίας. Ήταν καλοντυμένος, με το φροντισμένο του μου­στά­κι να γκριζάρει το χαμόγελό του. «Κρίμα, δεν είναι κι ο Στρα­τής εδώ» μονολόγησε περιχαρής. Απολάμβανε τον Νι­κολή κα­θώς ξεπέζεψε και έλυσε τελετουργικά το δέμα που ’χε απι­θώσει στη σχάρα τού ποδηλάτου. Ζύγισε τα ξυπόλυτα πό­δια του και άπλωσε το δεξί για να φτάσει ως τον Θείο Θειέλ­πη με το καλό το πόδι. Ο Νικολής, όλους τους φώναζε: «Θεία και Θείο».
Τον είχε δασκάλεψε η γιαγιά του η Σμαρώ. Ήταν καλή για­­γιά κι έγινε μάνα ξανά η Σμαρώ, για να φροντίσει τ’ ορ­φα­νό.
«Πέρασε μέσα Νικολή», είπε ο Θειέλπης και κράτησε ανοιχτή την πόρτα τού γραφείου του. Ο Νικολής κρατώντας κάτω από την αμασχάλη το δέμα, μπήκε στα ενδότερα. Δυο γραφεία παλαιά και μια βιβλιοθήκη ήταν τα μόνα έπιπλα. Έλειπαν από τους τοίχους οι καδραρισμένοι βασιλείς, ο Χρι­στός κι η Παναγιά. Το μόνο κάδρο που αντίκρισε, ήταν μια ελαιο­γραφία της Σαπφούς. Ο Νικολής, κοίταξε δεξιά κι αρι­στερά και μόλις είδε να κρέμεται σε μια καρέκλα το σακάκι τού Θειέλπη, απίθωσε το δέμα, σα να ’κανε κατάθεση στε­φά­νου σε μνημείο, προσεκτικά επάνω στο γραφείο, κλίνοντας ελα­­φρά το αναμαλλιασμένο του κρανίο προς το σακάκι.
Ο Θειέλπης έβαλε τα γέλια και του φώναξε γλυκά: «Στά­σου να σε τρατάρω» και σκέφτηκε κρίμα που δεν είναι εδώ ο Αση­μάκης και ο Στρατής να το χαρούν. Κάθισε στην καρέκλα του κι έσκυψε να πάρει κάτι από το συρτάρι. Έβγαλε μια πα­λιά εφημερίδα. Την άνοιξε και τύλιξε μ’ αυτή μια κονσέρβα Πα­παλίνες. «Πάρε να τις δώκεις της γιαγιάς σου και πάρε και τούτο εδώ για να σε γλυκάνω». Ο Νικολής έλαμπε, πήρε το παστέλι και έστριψε να φύγει. «Εεει!» του φώναξε ο Θειέλ­πης και έψαλλε: «Tις ΠΑ ΠΑ ΛΙ ΝΕΣ...»
Ο Νικολής μπορεί να καβαλίκεψε το ποδήλατο για να πάει στου Σιφναίου, αλλά έκανε μια στάση στο καλυβάκι της για­γιάς του, ν’ αφήσει τις παπαλίνες, που τόσο τις λαχταρού­σαν ως κι οι μέλισσες. Με το παστέλι στο χέρι έκαμε τη χαρά στον Σιφναίο.
«Για ιδές ρεγάλο μαστρο-Σιφναίο που έλαβα!»
«Καλά που είσαι σβέλτος και το κέρδισες με την αξία σου. Είσαι καλός στις παραδόσεις. Θυμάσαι, τότες που πήγες κι άφη­­κες στο βυρσοδεψείο τού Σουρλάγκα, την αφίσα της Πα­νερ­γατικής Κίνησης για Ειρήνη και Αφοπλισμό; Τρύπωσες πριν σε σταματήσουν στην πύλη και τότες οι εργάτες σε δώ­καν δώρο ένα ζευγάρι άρβυλα»
«Θυμάμαι αφεντικό» είπε ο Νικολής και δάγκασε λίγο πα­στέλι ευχαριστημένος.
«Ήθελα να ’ξερα, γιατί δε φοράς τις αρβύλες και τριγυρί­ζεις ξυπολυταριό»
«Δεν τις φορώ μην τις χαλάσω, αφεντικό. Μια μέρα θα τις φορέσω, όταν θα μπω στο καράβι για τον Πειραιά»

Keywords
Τυχαία Θέματα