«Η καμαριέρα» της Nita Prose

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Νίτα Πρόουζ Η καμαριέρα (μτφρ. Βούλα Αυγουστίνου), που θα κυκλοφορήσει στις 5 Μαΐου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ

Ξέρω καλά ότι το όνομά μου είναι γελοίο. Δεν ήταν γελοίο προτού πιάσω αυτή τη δουλειά πριν από τέσσερα χρόνια. Είμαι καμαριέρα στο Ρίτζενσι Γκραντ Οτέλ και το όνομά μου είναι Μόλι. Καμαριέρα Μόλι. Αστείο.

Πριν πιάσω αυτή τη δουλειά, το Μόλι ήταν απλώς το όνομα που μου είχε δώσει η αποξενωμένη από μένα μητέρα μου, η οποία με εγκατέλειψε τόσο παλιά, που δεν έχω καμία ανάμνησή της, παρά μόνο λίγες φωτογραφίες και τις ιστορίες που μου έχει διηγηθεί η γιαγιά. Η γιαγιά έλεγε ότι η μητέρα μου έβρισκε το Μόλι χαριτωμένο όνομα για κορίτσι, ότι έφερνε στο μυαλό ροδοκόκκινα μάγουλα και κοτσιδάκια, αν και δεν έχω τίποτε από τα δύο. Έχω σκούρα μαλλιά κομμένα πάντοτε σε αυστηρό καρέ. Τα κάνω χωρίστρα στη μέση – ακριβώς στη μέση. Τα χτενίζω ίσια και προς τα κάτω. Μου αρέσει τα πράγματα να είναι απλά και τακτικά.
Έχω πεταχτά ζυγωματικά και χλωμή επιδερμίδα η οποία μερικές φορές εντυπωσιάζει τους ανθρώπους, αλλά δεν ξέρω γιατί. Είμαι άσπρη σαν τα σεντόνια που μαζεύω και στρώνω, που μαζεύω και στρώνω όλη μέρα στα είκοσι και βάλε δωμάτια που συγυρίζω για τους εκλεκτούς επισκέπτες του Ρίτζενσι Γκραντ, ενός μικρού ξενοδοχείου πέντε αστέρων που υπερηφανεύεται ότι διαθέτει «σοφιστικέ κομψότητα και διαχρονική ευγένεια προσαρμοσμένες στη σύγχρονη εποχή».
Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα φανταστεί ότι θα είχα μια τόσο σπουδαία θέση σε ένα μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο. Ξέρω ότι κάποιοι δεν το βλέπουν έτσι, ότι θεωρούν πως μια καμαριέρα είναι ταπεινή και ασήμαντη. Ξέρω πως υποτίθεται ότι όλοι πρέπει να επιδιώκουμε να γίνουμε γιατροί και δικηγόροι ή πλούσιοι μεγιστάνες ακινήτων. Όχι εγώ όμως. Είμαι τόσο ευγνώμων για τη δουλειά μου, που κάθε μέρα τσιμπιέμαι. Κυριολεκτικά. Ιδίως τώρα, χωρίς τη γιαγιά. Χωρίς αυτήν το σπίτι δεν θυμίζει σπίτι, λες και έφυγε όλο το χρώμα από το διαμέρισμα όπου μέναμε μαζί. Αλλά μόλις μπαίνω στο Ρίτζενσι Γκραντ, ο κόσμος αποκτά χρώμα και λάμψη τεχνικολόρ.
Όταν αγγίζω τη γυαλιστερή μπρούντζινη κουπαστή και ανεβαίνω τα πορφυρά σκαλοπάτια που οδηγούν στο μεγαλοπρεπές προστώο του ξενοδοχείου, είμαι η Ντόροθι που μπαίνει στη μαγική χώρα του Οζ. Σπρώχνω τις αστραφτερές περιστρεφόμενες πόρτες και βλέπω τον πραγματικό μου εαυτό να καθρεφτίζεται στο τζάμι – τα σκούρα μαλλιά και η χλωμή επιδερμίδα είναι πάντα εκεί, αλλά τα μάγουλά μου αποκτούν ρόδινη λάμψη, και ξαναβρίσκω τον λόγο ύπαρξής μου.
Με το που περνώ τις πόρτες, συχνά κοντοστέκομαι για να θαυμάσω τη μεγαλοπρέπεια του λόμπι. Ποτέ δεν φθείρεται. Ποτέ δεν φαντάζει μουντό ή σκονισμένο. Ποτέ δεν θαμπώνει ούτε ξεθωριάζει. Είναι ευχάριστα ίδιο κάθε μέρα. Στ’ αριστερά βρίσκονται το θυρωρείο και η ρεσεψιόν με τους πάγκους από βαθύ μαύρο οψιδιανό και τους καλοβαλμένους υπαλλήλους που είναι ντυμένοι με τις ασπρόμαυρες στολές τους, σαν πιγκουίνοι. Ακολουθεί το ευρύχωρο λόμπι, σε διάταξη πετάλου, με δάπεδα από φίνο ιταλικό μάρμαρο τόσο εκτυφλωτικά λευκό, που το βλέμμα εξοστρακίζεται προς τα επάνω, στον εξώστη του δευτέρου ορόφου. Εδώ κυριαρχούν τα περίτεχνα αρ ντεκό στοιχεία και η μεγαλοπρεπής μαρμάρινη σκάλα που οδηγεί σε αυτόν, με τα αστραφτερά πολυτελή κιγκλιδώματα και τις κουπαστές σε σχήμα στριφογυριστών φιδιών που ακολουθούν τη φορά της σκάλας και καταλήγουν σε χρυσές διακοσμητικές μπάλες σφηνωμένες στα μπρούντζινα σαγόνια τους. Οι επισκέπτες στέκονται συχνά κοντά στα κάγκελα με τα χέρια ακουμπισμένα στους εντυπωσιακούς ορθοστάτες, χαζεύοντας από ψηλά το θαυμαστό σκηνικό που εκτυλίσσεται στο φουαγέ: τους αχθοφόρους που πηγαινοέρχονται σέρνοντας πίσω τους βαλίτσες, τους πελάτες που έχουν θρονιαστεί αναπαυτικά στις πανάκριβες πολυθρόνες ή τα ζευγαράκια που βιάζονται να χωθούν στα διθέσια σμαραγδένια καναπεδάκια με το παχύ απαλό βελούδο που απορροφά τα ένοχα μυστικά τους.
Ίσως όμως αυτό που αγαπώ περισσότερο στο λόμπι είναι η ανεπανάληπτη οσφρητική εμπειρία που μου προσφέρει. Εκείνη η πρώτη ευωδιαστή πνοή όταν ρουφώ τη μυρωδιά του ίδιου του ξενοδοχείου στην αρχή κάθε βάρδιας: ένα μπουκέτο από φίνα γυναικεία αρώματα, τον σκούρο μόσχο των δερμάτινων πολυθρόνων και τη δροσερή αψάδα του γυαλιστικού με άρωμα λεμόνι, με το οποίο περνούν δύο φορές τη μέρα τα αστραφτερά μαρμάρινα δάπεδα. Είναι η ίδια η μυρωδιά της ύπαρξης. Είναι το άρωμα της ίδιας της ζωής.
Κάθε μέρα, όταν έρχομαι για δουλειά στο Ρίτζενσι Γκραντ, νιώθω ότι είμαι και πάλι ζωντανή, ότι αποτελώ ουσιώδες συστατικό των πραγμάτων, της ομορφιάς και των χρωμάτων. Ένα φωτεινό μοναδικό τετράγωνο, αναπόσπαστο κομμάτι ενός ευρύτερου ψηφιδωτού.
Η γιαγιά έλεγε: Αν αγαπάς τη δουλειά σου, δεν θα δουλέψεις ούτε μία μέρα στη ζωή σου.
Είχε δίκιο. Κάθε μέρα εργασίας είναι για μένα χαρά. Γεννήθηκα γι’ αυτή τη δουλειά. Λατρεύω να καθαρίζω, λατρεύω το καρότσι καμαριέρας, και λατρεύω τη στολή μου.
Τίποτα δεν συγκρίνεται με το πλήρως εφοδιασμένο καρότσι καμαριέρας νωρίς το πρωί. Είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, ένα κέρας της Αμαλθείας από το οποίο ρέουν η αφθονία και η ομορφιά. Τα τριζάτα πακετάκια των προσεκτικά τυλιγμένων σαπουνιών που μυρίζουν άνθη πορτοκαλιάς, τα μικροσκοπικά μπουκαλάκια σαμπουάν Crabtree & Evelyn, τα πλακέ κουτιά χαρτομάντιλων, τα ρολά χαρτιού τουαλέτας σε υγιεινή πλαστική συσκευασία, οι κάτασπρες πετσέτες σε τρία μεγέθη –σώματος, προσώπου, χεριών– και οι στοίβες με τα σουπλά για τον δίσκο σερβιρίσματος τσαγιού και καφέ. Τέλος, το σημαντικότερο, τα είδη καθαριότητας, που περιλαμβάνουν φτερό ξεσκονίσματος, γυαλιστικό επίπλων με άρωμα λεμόνι, ελαφρώς αρωματισμένες και αποστειρωμένες σακούλες απορριμμάτων, καθώς και μια εντυπωσιακή συλλογή από καθαριστικά και απολυμαντικά σπρέι, όλα παραταγμένα κι έτοιμα να καταπολεμήσουν οποιονδήποτε λεκέ: από πιτσιλιές καφέ και ριπές εμετού μέχρι κηλίδες αίματος. Ένα καλά εφοδιασμένο καρότσι καμαριέρας είναι ένα φορητό θαύμα υγιεινής, μια μηχανή καθαριότητας με ρόδες. Και, όπως είπα, είναι πανέμορφο.
Όσο για τη στολή μου, αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στη στολή και στο καρότσι μου, δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να το κάνω. Η στολή μου είναι η ελευθερία μου. Είναι ο απόλυτος αόρατος μανδύας. Στο Ρίτζενσι Γκραντ η στολή απολυμαίνεται καθημερινά με στεγνό καθάρισμα στις εσωτερικές εγκαταστάσεις του ξενοδοχείου, οι οποίες βρίσκονται στα υγρά έγκατα του κτιρίου στο τέρμα του διαδρόμου των αποδυτηρίων μας. Κάθε μέρα, πριν φτάσω στη δουλειά, η στολή μου κρεμιέται μπροστά στην πόρτα του φωριαμού μου. Έρχεται τυλιγμένη σε πλαστική μεμβράνη, μ’ ένα μικρό ποστ ιτ που γράφει τ’ όνομά μου με μαύρο μαρκαδόρο. Τι χαρά να τη βλέπω εκεί κάθε πρωί, το δεύτερο δέρμα μου, καθαρή, απολυμασμένη, φρεσκοσιδερωμενη, μυρίζοντας κάτι ανάμεσα σε φρεσκοτυπωμένο χαρτί, εσωτερική πισίνα και τίποτε απολύτως. Ένα νέο ξεκίνημα. Σάμπως η προηγούμενη μέρα και οι μέρες πριν από αυτήν να έχουν σβηστεί.
Όταν φοράω τη στολή καμαριέρας –όχι καμιά ντεμοντέ σε στιλ Ο Πύργος του Ντάουντον Άμπι ούτε τυποποιημένη σαν κουνελάκι του Playboy, αλλά αυτή με το εκτυφλωτικά άσπρο κολλαριστό πουκάμισο και τη στενή μαύρη φούστα σε ίσια γραμμή (από ελαστικό ύφασμα που διευκολύνει την κίνηση)– νιώθω ολοκληρωμένη. Μόλις ντυθώ με τα ρούχα της δουλειάς νιώθω πιο σίγουρη, σαν να ξέρω ακριβώς τι πρέπει να πω και να κάνω, ως επί το πλείστον τουλάχιστον. Όταν όμως βγάλω τη στολή μου στο τέλος της μέρας, αισθάνομαι ξανά γυμνή, απροστάτευτη, ημιτελής.
Η αλήθεια είναι ότι συχνά έχω πρόβλημα με τις κοινωνικές μου επαφές, λες και όλοι παίζουν ένα πολύπλοκο παιχνίδι με δύσκολους κανόνες τους οποίους όμως άπαντες γνωρίζουν, ενώ εγώ είμαι αυτή που τους αγνοώ και παίζω πάντα σαν αρχάρια. Ως εκ τούτου πέφτω με ανησυχητική συχνότητα σε λάθη, όπως να προσβάλλω αντί να επαινώ, να παρερμηνεύω τη γλώσσα του σώματος βγάζοντας εσφαλμένα συμπεράσματα, να ξεστομίζω διαρκώς τη λάθος ατάκα τη λάθος στιγμή. Μόνο χάρη στη γιαγιά μου ξέρω ότι ένα χαμόγελο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι κάποιος είναι χαρούμενος. Μερικές φορές οι άλλοι χαμογελούν όταν σε κοροϊδεύουν. Ή σου λένε ευχαριστώ, ενώ αυτό που θέλουν πραγματικά είναι να σου ρίξουν χαστούκι. Η γιαγιά μού έλεγε ότι βελτιωνόμουν στην αναγνώριση των συμπεριφορών –Κάθε μέρα και με κάθε τρόπο, καλή μου–, αλλά τώρα, χωρίς αυτήν, δυσκολεύομαι. Παλιά, όταν έτρεχα στο σπίτι μετά τη δουλειά, με το που άνοιγα την πόρτα του διαμερίσματός μας τη βομβάρδιζα με ερωτήσεις που κρατούσα μέσα μου όλη μέρα: «Γύρισα! Γιαγιά, είναι αλήθεια ότι τα μπρούντζινα καθαρίζουν με κέτσαπ ή καλύτερα να συνεχίσω να χρησιμοποιώ αλάτι και ξίδι; Υπάρχουν όντως κάποιοι που πίνουν το τσάι τους με κρέμα γάλακτος; Γιαγιά, γιατί με είπαν Ρούμπα σήμερα στη δουλειά;».
Τώρα όμως, όταν ανοίγει η πόρτα του σπιτιού, δεν ακούω Αχ, Μόλι μου, να σου εξηγήσω ή Κάτσε να σου φτιάξω ένα τσαγάκι και θα σου απαντήσω σε όλα. Τώρα το ζεστό δυαράκι μας φαντάζει κούφιο, άψυχο και άδειο, σαν σπηλιά. Ή φέρετρο. Ή τάφος.
Νομίζω ότι η δυσκολία μου να ερμηνεύω τις εκφράσεις των άλλων είναι ο λόγος που είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που καλούν στα πάρτι, παρότι μου αρέσουν πολύ. Φαίνεται πως είμαι αδέξια στις συζητήσεις, κι αν πιστέψετε τα κουτσομπολιά, δεν έχω φίλους στην ηλικία μου. Κακά τα ψέματα, το τελευταίο είναι πέρα για πέρα ακριβές. Πράγματι δεν έχω φίλους στην ηλικία μου. Εδώ που τα λέμε, έχω ελάχιστους φίλους ανεξαρτήτως ηλικίας.
Στη δουλειά όμως, όταν φορώ τη στολή μου, γίνομαι ένα με τον κόσμο. Γίνομαι μέρος του ντεκόρ του ξενοδοχείου, σαν την ασπρόμαυρη ριγέ ταπετσαρία που στολίζει μεγάλο αριθμό διαδρόμων και δωματίων. Φορώντας τη στολή μου, και εφόσον κρατώ το στόμα μου κλειστό, μπορώ να είμαι οποιαδήποτε. Αν με βλέπατε σε κάποιο αστυνομικό τμήμα να στέκομαι σε μια γραμμή υπόπτων δεν θα με αναγνωρίζατε, κι ας είχατε περάσει δέκα φορές από δίπλα μου εκείνη τη μέρα.
Πρόσφατα έκλεισα τα είκοσι πέντε, «ένα τέταρτο του αιώνα» θα μου έλεγε η γιαγιά μου, αν μπορούσε να μου μιλήσει. Αλλά δεν μπορεί, επειδή είναι νεκρή. Ναι, νεκρή. Γιατί να το πούμε κάπως αλλιώς; Δεν έσβησε, σαν ένας γλυκός άνεμος που χαϊδεύει τα ρείκια. Δεν αποδήμησε. Πέθανε. Πριν από εννιά μήνες περίπου.
Η επομένη του θανάτου της ήταν μια θαυμάσια μέρα, κι εγώ πήγα στη δουλειά ως συνήθως. Ο κύριος Αλεξάντερ Σνόου, ο διευθυντής του ξενοδοχείου, ξαφνιάστηκε όταν με είδε. Μου θυμίζει κουκουβάγια. Φοράει γυαλιά με σκελετό από ταρταρούγα, δυσανάλογα μεγάλα για το πλακουτσωτό πρόσωπό του. Τα αραιά μαλλιά του σχηματίζουν τριγωνική φύτρα στο μέτωπο και είναι μονίμως κολλημένα προς τα πίσω. Κανείς άλλος στο ξενοδοχείο δεν τον πολυσυμπαθεί. Η γιαγιά έλεγε: Μη σε νοιάζει τι άποψη έχουν οι άλλοι. Αυτό που έχει σημασία είναι τι άποψη έχεις εσύ. Και συμφωνώ. Πρέπει να ζεις σύμφωνα με τον προσωπικό σου ηθικό κώδικα, και όχι να ακολουθείς στα τυφλά σαν πρόβατο.
«Μόλι, τι κάνεις εδώ;» ρώτησε ο κύριος Σνόου όταν πήγα για δουλειά την επομένη του θανάτου της γιαγιάς. «Λυπάμαι πάρα πολύ για την απώλειά σου. Ο κύριος Πρέστον μού είπε ότι χτες πέθανε η γιαγιά σου. Κάλεσα ήδη αντικαταστάτρια να αναλάβει τη βάρδια σου. Υπέθεσα ότι θα έπαιρνες άδεια σήμερα».
«Γιατί το υποθέσατε, κύριε Σνόου;» ρώτησα. «Όπως έλεγε η γιαγιά: Μην υποθέτεις, αν δεν θες να βγεις ψεύτης».
Ο κύριος Σνόου φάνηκε σαν να κατάπιε τη γλώσσα του.
«Δέξου τα συλλυπητήριά μου. Αλλά είσαι σίγουρη ότι δεν θέλεις να πάρεις άδεια σήμερα;»
«Η γιαγιά πέθανε, όχι εγώ» απάντησα. «Η ζωή συνεχίζεται, ξέρετε».
Τα μάτια του γούρλωσαν – από το σοκ, να υποθέσω; Δεν θα καταλάβω ποτέ γιατί οι άνθρωποι σοκάρονται περισσότερο από την αλήθεια παρά από το ψέμα.
Παρ’ όλα αυτά, ο κύριος Σνόου δεν επέμεινε.
«Όπως θέλεις, Μόλι».
Λίγα λεπτά αργότερα, βρισκόμουν σ’ ένα από τα αποδυτήρια προσωπικού στο υπόγειο φορώντας τη στολή καμαριέρας, όπως κάνω κάθε μέρα, όπως έκανα σήμερα το πρωί, όπως θα κάνω και αύριο, παρότι κάποιος άλλος –όχι η γιαγιά μου– πέθανε σήμερα. Και μάλιστα, όχι στο σπίτι του αλλά στο ξενοδοχείο.
Ναι. Ακριβώς. Σήμερα στη βάρδια μου βρήκα έναν επισκέπτη πάρα πολύ νεκρό στο κρεβάτι του. Τον κύριο Μπλακ. Τον γνωστό κύριο Μπλακ. Εκτός αυτού όμως, η μέρα μου κύλησε κανονικά, όπως πάντα.
Δεν είναι ενδιαφέρον πώς ένα συνταρακτικό γεγονός μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που θυμάσαι αυτά που συνέβησαν;

Keywords
εκδόσεις μεταίχμιο, μαΐου, ευγένεια, ποστ, playboy, γυμνες, σημαίνει, θες, σοκ, κινηση στους δρομους, σταση εργασιας, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, τελος ακινητων, Καλή Χρονιά, Ημέρα της μητέρας, τελος του κοσμου, αστυνομικο τμημα, ξανα, αδεια, γλωσσα του σωματος, δουλεια, μητερα, ομορφια, ρουχα, ρωτησε, φωτογραφιες, ψεμα, ψεματα, αλατι, ανθρωπος, ανθη, αν αγαπας, αορατος, απλα, απωλεια, αρωματα, αρωμα, αφθονια, βαλιτσες, βλεμμα, γεγονος, γιατροι, γυαλια, γλωσσα, δαπεδα, δευτερο, δερμα, δωσει, δωματια, ειπαν, ειπε, εκδόσεις μεταίχμιο, εκφρασεις, ελευθερια, επρεπε, ερχεται, εφυγε, ζωη, ζωης, ζωη μου, ιδια, ιδιο, εικοσι, ηλικια, θαυμα, θες, θυμασαι, θυμιζει, υγρα, ηθικο, ποστ, υφασμα, καγκελα, εκδοσεις, κετσαπ, κυριε, κιγκλιδωματα, κουτσομπολια, λαθη, λαθος, λαμψη, λεμονι, λομπι, λογο, μαυρο, μαΐου, μαλλια, ματια, μηνες, μικρο, μυαλο, μυθιστορημα, μυστικα, ξεκινημα, ξενοδοχειο, παντα, ονομα, πεθανε, πισινα, πιγκουινοι, πνοη, πορτες, πορτα, πρωι, ροδες, σεντονια, σιγουρη, συλλυπητήρια, σοκ, σπιτι, σπρει, στομα, συχνοτητα, ταπετσαρια, ταφος, τετραγωνο, τυφλα, τσαι, τμημα, τρια, φορα, χαμογελο, χρωμα, χαρα, ασπρο, δικιο, ειδη, ερωτησεις, ευγένεια, χωρα, κηλιδες, κλειστο, κομματι, κρεβατι, λευκο, μπροστα, ολη μερα, παιχνιδι, ριγε, σημαίνει, σπηλια, χερια, γιαγια
Τυχαία Θέματα