«Η ακολουθία του κακού» της Χρύσας Σπυροπούλου

Προδημοσίευση από το αστυνομικό μυθιστόρημα της Χρύσας Σπυροπούλου Η ακολουθία του κακού, που θα κυκλοφορήσει στις 5 Μαΐου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Η ακολουθία του κακού
Τι να του μαγειρέψω άραγε σήμερα; Τα καλαμαράκια με το πορτοκάλι και τη μουστάρδα; Αναρωτήθηκε η Κατερίνα καθώς έκλεινε την πόρτα του διαμερίσματός της στην πλατεία Βικτωρίας.

Μόλις βγήκε στον δρόμο, για άλλη μια φορά πήρε βαθιά ανάσα και έδειξε να απολαμβάνει τον θόρυβο των αυτοκινήτων και τη σχετική πολυκοσμία. Δεν είχε περάσει ακόμη το κακό που ταλαιπώρησε τον κόσμο κατά τη διάρκεια της καραντίνας, την προηγούμενη άνοιξη, λόγω της αιφνίδιας εμφάνισης του επιθετικού ιού που ξεκίνησε από μια πόλη της Κίνας και επεκτάθηκε παντού, σε ολόκληρο τον πλανήτη. Τώρα, προς τα τέλη του φθινοπώρου και τις αρχές του χειμώνα, λίγο πριν από την εκπνοή του πιο σκληρού έτους, η εικόνα των δρόμων κατά την περίοδο του δεύτερου μερικού αποκλεισμού δεν θύμιζε σε τίποτα την προ έξι και επτά μηνών ερημιά αυτής της, κατά τα άλλα, ζωντανής περιοχής. Ένιωσε να την πλημμυρίζουν αντιφατικά συναισθήματα. Από τη μια αισθανόταν ανακουφισμένη για τη μεγάλη αλλαγή που περίμενε να συντελεστεί, μιας και πίστευε ότι είχαν περάσει τα χειρότερα και ο εφιάλτης του αθέατου εχθρού που είχε μεταμορφώσει την καθημερινότητα όλων των πολιτών τους τελευταίους μήνες θα εξαφανιζόταν από το πολλά υποσχόμενο εμβόλιο, που θα κυκλοφορούσε κατά τα τέλη του Δεκεμβρίου, λίγο μετά την ημέρα των Χριστουγέννων. Από την άλλη, όμως, διέκρινε ότι ο φόβος και οι αμφιβολίες ακόμα και για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου είχαν αφήσει τα ίχνη τους. Και αν όλα δεν περνούσαν με το εμβόλιο; Και αν οι επιπτώσεις που θα είχε το εμβόλιο σε όσους το έκαναν δεν θα ήταν ορατές τον πρώτο καιρό; Αν αυτές θα γίνονταν μοιραίες για τον ανθρώπινο οργανισμό;
Παρόμοια και άλλα πολλά στροβιλίζονταν στο μυαλό της, που κάτι θα έβρισκε κάθε φορά για να το απασχολεί. Τρεφόταν από τις δυστυχίες των άλλων, σε αυτές έβρισκε το νόημα της καθημερινότητας. Ωστόσο, στο τέλος υπερίσχυε η αποφασιστικότητά της να κάνει το εμβόλιο μόλις αυτό επιτραπεί και κυκλοφορήσει. Και γι’ αυτό παρακολουθούσε καθημερινά τις ειδήσεις και δεν έχανε την επίσημη ενημέρωση από το Υπουργείο Υγείας, που μεταδιδόταν και τηλεοπτικά στις έξι το απόγευμα. Άλλωστε, η ίδια είχε ζήσει αρκετά χρόνια και επέτρεπε στον εαυτό της το ρίσκο να εμβολιαστεί. Ρίσκο δεν είναι μήπως το να βγαίνεις από το σπίτι και να κυκλοφορείς; Δεν ξέρει κανείς τι σου επιφυλάσσει η μέρα ή η αμέσως επόμενη στιγμή.
Όταν έβγαινε από το σπίτι της, ξυπνούσαν μέσα της οι επιφυλάξεις της και εν μέρει ο θυμός για τη συγκρατημένη ελευθερία που δόθηκε από τις αρχές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του ’20 και η οποία δημιουργούσε αμφιβολίες και δυσπιστία σε ορισμένους για την ασφάλεια που είχαν οι πολίτες στις συναλλαγές τους. Έβαλε μηχανικά το χέρι στο στόμα για να διαπιστώσει ότι δεν είχε ξεχάσει να φορέσει τη μάσκα, κάτι που της συνέβαινε συχνά τον τελευταίο καιρό. Τύχαινε να βγει από το σπίτι χωρίς να λάβει τα μέτρα της, όχι επειδή δεν το ήθελε αλλά ασυνείδητα, να φορέσει δηλαδή τη μάσκα και τα γάντια. Παρ’ όλα αυτά, με τα μέτρα ή χωρίς αυτά, πάντα έφερνε το μυαλό της το ερώτημα «και αν, παρ’ όλες τις προφυλάξεις, κολλήσω;» κάθε φορά που πήγαινε να κατέβει τα σκαλιά του σταθμού του ηλεκτρικού τρένου στην πλατεία Βικτωρίας. Το κακό, σκεφτόταν, μπορούσε να εμφανιστεί αναπάντεχα, από εκεί που δεν το περιμένεις, όσες προφυλάξεις και αν πάρεις. Άλλωστε, ο κλειστός δημόσιος χώρος την τρόμαζε, της ζωντάνευε μνήμες από μιαν άλλη εποχή, τότε που η τιμωρία στην οικογένειά της ήταν παιδαγωγικό μέτρο, και ένιωθε να ασφυκτιά όταν την έκλειναν στη μικρή αποθήκη που είχαν στο υπόγειο του σπιτιού τους, εκεί όπου στοίβαζαν παλιά έπιπλα και πιθάρια γεμάτα με ταγκισμένο λάδι. Κατά τη διάρκεια αυτών των τιμωριών, εξάλλου, είχε σκεφτεί να χρησιμοποιήσει το παλιό λάδι για την κατασκευή σαπουνιού, κάτι που δεν έγινε ποτέ, γιατί ο πατέρας της θεώρησε ότι θα ήταν πιο επικερδές να πάει στην Αθήνα και να δουλέψει σε καλά σπίτια, να κάνει το κομπόδεμά της και να βρει κάποιον καλό γαμπρό.
Για να ξεπεράσει τον δισταγμό της, έβγαλε μηχανικά το κινητό από την τσάντα της και τηλεφώνησε στον εργοδότη της, τον Πέτρο Αθανασίου, για να τον ρωτήσει αν θα ήθελε να του αγοράσει κάτι ιδιαίτερο από το σουπερμάρκετ, από το οποίο περνούσε πάντα προτού πάει στο σπίτι του και πιάσει δουλειά. Σίγουρα κάτι θα θυμόταν την τελευταία στιγμή για να της ζητήσει.
Σε αυτό το σπίτι εργαζόταν κοντά μια δεκαετία και κάθε Τετάρτη είχε ρεπό. Μια συνήθεια που ποτέ δεν παραβιαζόταν, γιατί για αυτή το μέσον της εβδομάδα ήταν ιερό και της έδινε την ευκαιρία να ανανεώσει τις δυνάμεις της. Υποψιαζόταν όμως ότι η συγκεκριμένη ημέρα εξυπηρετούσε και τον εργοδότη της, ο οποίος είχε τις δικές του εμμονές με τον χρόνο. Ή μήπως εκείνη η ημέρα εξυπηρετούσε και κάποιο άλλο πρόσωπο; αναρωτιόταν συχνά και μοιραζόταν την απορία αυτή με τη στενή της φίλη, όταν σχολίαζαν τις συνήθειες του αφεντικού της, τα πρόσωπα που έβλεπε η Κατερίνα να μπαινοβγαίνουν στο διαμέρισμα στο οποίο εργαζόταν.
Είχε την αίσθηση ότι τους καταλάβαινε, ότι είναι και η ίδια μέρος του κύκλου τους, ότι δεν της διέφευγε τίποτα από όσα εκείνοι είχαν κατά νου, πίστευε ότι από την ασφάλεια του καναπέ της προέβλεπε τις επερχόμενες δυστυχίες εκείνων που δεν αποσύρονται από τη δράση.
«Μήπως όμως πίσω από αυτά τα δυσάρεστα συναισθήματα κρύβεται ζήλια;» αναρωτιόταν η φίλη της, που σε άλλη περίπτωση δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει τη λέξη «φθόνος». «Εξάλλου, όποιος δρα κάνει και λάθη» της έλεγε παίρνοντας ύφος που δεν επιδεχόταν καμιά αντίρρηση και η άλλη την κοιτούσε χασκογελώντας, δίχως να μπορεί να βρει κάποια εξυπνάδα για να της πετάξει και να της κλείσει το στόμα.

Άφησε το τηλέφωνο να χτυπήσει αρκετές φορές, αλλά δεν της απαντούσε κανείς. Δεν θα γλιτώσει τα καλαμαράκια, σκέφτηκε και μπήκε στο τρένο. Δεν είχε άλλο χρόνο να χάσει. Έπρεπε να βιαστεί.

Βγήκε από τον Σκλαβενίτη της οδού Κανάρη και μέσω της Μέρλιν περπάτησε προς τη Βασιλίσσης Σοφίας. Κοντοστάθηκε μπροστά στον Hondo και θυμήθηκε τα πρωινά που είχε περάσει εκεί με τις φίλες της φλυαρώντας και σχολιάζοντας τα αφεντικά τους, τότε που χρονοτριβούσαν στον έκτο όροφο πίνοντας καφέ με ένα κομμάτι από το κέικ με καρότο. Αυτή την περίοδο όμως όλα ήταν περίεργα. Για να περάσει την πόρτα του πολυκαταστήματος, θα έπρεπε να λάβει από τις δυο κοπέλες που στέκονταν στην είσοδο το κίτρινο καρτελάκι που θα πιστοποιούσε την είσοδό της στο κατάστημα, κάτι που δεν ήθελε να κάνει. Πόσα και πόσα χέρια δεν το είχαν κρατήσει πριν το πιάσει η ίδια, σκεφτόταν και έκανε γκριμάτσες αποστροφής. Άσε που ποτέ δεν κατάλαβε σε τι χρησίμευε η επίδειξη αυτής της κίτρινης καρτέλας. Και αν το είχε πιάσει και κάποιος θετικός στον ιό; Μπροστά στην είσοδο του Μουσείου Μπενάκη πρόσεξε λίγους τουρίστες που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους για να μπουν στο μουσείο και θυμήθηκε τον πανικό που συνέβαινε με τα σπρωξίματα και τις φωνές των μαθητών, αλλά και των ενηλίκων, προτού ξεσπάσει η επιδημία. Πάλι καλά, δειλά δειλά επανέρχεται η κανονικότητα, μονολόγησε ευχαριστημένη και διέσχισε τη Βασιλίσσης Σοφίας κουνώντας το δίχτυ με τα ψώνια μόλις άναψε το πράσινο για τους πεζούς.
Από την Ηρώδου Αττικού έστριψε στη Μουρούζη και μπήκε στην πρώτη πολυκατοικία στα δεξιά. Πρόσεξε ότι ο θυρωρός δεν βρισκόταν στη θέση του και υπέθεσε ότι κάπου θα τον είχε στείλει κάποιος από τους μοναχικούς ηλικιωμένους ενοίκους της παλιάς πολυκατοικίας. Όλα ήταν ήρεμα και δεν ακουγόταν το παραμικρό. Ούτε το σκυλί της κυρίας Παπαϊωάννου, του τέταρτου ορόφου, γάβγιζε αυτό το πρωινό, αν και, κάθε φορά που κάποιος πήγαινε να βάλει το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματος στον πέμπτο, εκείνο ξεσήκωνε τον κόσμο. Όταν πήγε να ανοίξει με το κλειδί της το διαμέρισμα, της έκανε εντύπωση ότι η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη. Γύρισε απλώς το κλειδί και μπήκε. Ένιωσε τα νεύρα της να τεντώνουν, ενοχλημένα από αυτή την αλλαγή. Πρώτη φορά δεν ήταν κλειδωμένη η πόρτα. Από τη μια ήθελε να τρέξει και να δει τι συμβαίνει και από την άλλη θαρρείς και ένα χέρι τη σταματούσε και την παρακινούσε να γίνουν οι κινήσεις της πιο αργές. Σαν να ήθελε να αποφύγει να δει κάτι δυσάρεστο. Γιατί οι αλλαγές στο σπίτι του Πέτρου Αθανασίου γίνονταν μόνο όταν κάτι περίεργο ή αναπάντεχο συνέβαινε. Δύσκολα να παραβιάζονταν οι συνήθειες και οι κανόνες που συγκροτούσαν την κανονικότητα της καθημερινής ζωής του.
«Κύριε Πέτρο, έφτασα» φώναξε καθώς κατευθυνόταν προς την κουζίνα.
Καμιά απάντηση. Κοντοστάθηκε και αφουγκράστηκε.
Κανένας θόρυβος δεν ακούστηκε. Είδε τη γάτα να κάθεται μαζεμένη στο καλάθι της, κάτω από το τραπέζι της κουζίνας, και της φάνηκε περίεργο. Κάτι δεν της κολλούσε. Γιατί είχε βάλει, άραγε, εκεί ο κύριος Πέτρος τη γάτα; αναρωτήθηκε. Συνήθως το καλάθι ήταν στο μικρό σαλονάκι, δίπλα στην τζαμαρία. Έβαλε λίγο φρέσκο νερό στο πιάτο της και πήγε να δει τι έκανε το αφεντικό της, που πάντα την περίμενε τα πρωινά της Πέμπτης. Συνήθως καθόταν στο καθιστικό και έπινε τον καφέ του διαβάζοντας την εφημερίδα του. Της έδινε οδηγίες και έφευγε με το αυτοκίνητό του για το κτήμα
του στη Βάρη.
Άκουσε τη μουσική που ερχόταν από το γραφείο και υπέθεσε ότι γι’ αυτόν τον λόγο δεν την είχε ακούσει. Χτύπησε την πόρτα, αλλά δεν πήρε καμιά απόκριση. Αναρωτήθηκε τι να συνέβαινε και αν έπρεπε να ανοίξει, αν ήταν αδιακρισία. Ωστόσο, η ανησυχία της μεγάλωνε, ο χρόνος τής φαινόταν ότι κυλούσε αργά και σκεφτόταν διάφορα, το μυαλό της πήγαινε στο κακό. Κάτι δεν της άρεσε, κάτι δεν πήγαινε καλά εκείνο το πρωινό στο διαμέρισμα του αφεντικού της. Ο κύριος Πέτρος ποτέ δεν άλλαζε τις συνήθειές του. Αυτή η σκέψη αρκούσε για να πάρει την απόφαση και να βάλει κατά μέρος τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και να γυρίσει με δύναμη το πόμολο.
Μόλις μπήκε, πρόσεξε ότι το δωμάτιο ήταν άνω κάτω, και ενώ στην αρχή εκνευρίστηκε για την ακαταστασία που θα την ανάγκαζε να δουλέψει περισσότερο, λίγο αργότερα έμεινε κόκαλο μπροστά σε ένα θέαμα που την έκανε πρώτα να μην μπορεί να ανοίξει το στόμα της και έπειτα να βγάλει μια κραυγή όπως τα ζώα λίγο πριν από το τέλος. Ο εργοδότης της βρισκόταν εκεί μπροστά της, άψυχος όμως, με το κεφάλι, γεμάτο αίματα, να είναι ακουμπισμένο στο γραφείο του. Τα πόδια και τα χέρια της έτρεμαν. Δεν ήξερε τι να κάνει, τα είχε χαμένα. Ένιωσε έντονη την επιθυμία να το βάλει στα πόδια και να εξαφανιστεί, να μην τη βρούνε εκεί, δίπλα στον νεκρό. Δεν μπορούσε όμως να ανατρέψει την πραγματικότητα και μια πιο ψύχραιμη σκέψη την ακινητοποίησε και δεν το έσκασε, αν και θα ήθελε εκείνη τη στιγμή να έχει κάποιον δίπλα της και να της δίνει οδηγίες για το τι πρέπει να κάνει, ποια είναι τα πιο ενδεδειγμένα βήματα. Να καλέσει την αστυνομία ή το ασθενοφόρο; Πλησίασε τον νεκρό παραπατώντας στο χαλί, που ήταν μαζεμένο σε ορισμένα σημεία, και είδε καλύτερα αυτό που από την πρώτη στιγμή τής τράβηξε την προσοχή. Ναι, ήταν σίγουρη τώρα πια ότι αυτό που είχε διακρίνει κοντά στο δεξί του χέρι ήταν περίστροφο. Τέτοια είχε δει χιλιάδες φορές σε ταινίες που παρακολουθούσε στην τηλεόραση. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ο Πέτρος Αθανασίου ήταν νεκρός, πιο νεκρός δεν γινόταν άλλωστε. Δεν είχε νόημα να καλέσει το ασθενοφόρο. Ήταν αργά πλέον για να προσφέρουν τη βοήθειά τους οι νοσηλευτές. Η παρουσία του όπλου δίπλα στο νεκρό σώμα του όμως ήταν ισχυρό κίνητρο για να σκεφτεί αστραπιαία ότι δεν πρέπει να χάνει τον καιρό της με ψευδαισθήσεις και μάταιες κινήσεις και ότι όσο πιο σύντομα απευθυνθεί στους αστυνομικούς τόσο το καλύτερο. Η αρχική αμηχανία και ο τρόμος έδωσαν τη θέση τους στην εγρήγορση και στην αποφασιστικότητα. Ό,τι έγινε έγινε, σκέφτηκε και αναζήτησε το τηλέφωνο κάτω από μια στοίβα χαρτιών. Δεν το έβρισκε και έτσι πήρε το κινητό της, σχημάτισε τον αριθμό 100 και ξέπνοη έδωσε τις απαραίτητες πληροφορίες στον αστυνομικό που της είχε απαντήσει. Της είπαν να μην πειράξει τίποτα και να περιμένει τους αστυνομικούς.

Keywords
εκδόσεις μεταίχμιο, μαΐου, ειδήσεις, αθηνα, δραση, κεικ, κινηση στους δρομους, μετρο, Κορμός Χριστουγέννων, Πρώτη ημέρα του Καλοκαιριού, τελος ακινητων, Καλή Χρονιά, Πρώτη Μέρα της Άνοιξης, αλλαγη ωρας 2012, τελος του κοσμου, αστυνομια, αυτοκινητο, γατα, δουλεια, επιπλα, ζωα, ιχνη, μουσικη, περιεργα, ταινιες, τηλεοραση, τηλεφωνο, αμηχανια, ανοιξη, αμφιβολιες, βοηθεια, γαντια, δυναμη, διχτυ, δοθηκε, εγινε, εγρηγορση, ευκαιρια, ειπαν, εκδόσεις μεταίχμιο, ελευθερια, εβδομαδα, εμμονες, εμβολιο, ενημερωση, εν μερει, εξι, εποχη, επρεπε, επτα, επιθυμια, εφιαλτης, εφημεριδα, ζωης, ιδια, πολυκατοικια, υφος, θυμος, θορυβος, εικονα, ηρεμα, εκδοσεις, κινητο, κουζινα, λαδι, λογο, μαΐου, μερλιν, μηνες, μικρο, μπενακη, μυαλο, μυθιστορημα, νευρα, νερο, νοημα, παντα, οικογενεια, πηγαινε, πορτα, πρωινο, ρεπο, ρισκο, σιγουρα, σιγουρη, συντομα, σειρα, σωμα, σπιτι, σπιτια, στομα, τιμωρια, το διχτυ, υπουργειο υγειας, τρενο, φοβος, φορα, χερι, χειροτερα, χρονος, ψευδαισθησεις, ψωνια, αφεντικο, αιματα, ανω κατω, ασφαλεια, βηματα, δωματιο, ιδιαιτερο, υπουργειο, κομματι, μια φορα, μπροστα, πληροφοριες, ποδια, υγειας, ξεκινησε, χερια
Τυχαία Θέματα