«Εκεί που πεθαίνει ο άνεμος» του Albert Bertran Bas

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Άλμπερτ Μπερτράν Μπας Εκεί που πεθαίνει ο άνεμος (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου), που θα κυκλοφορήσει στις 4 Ιουλίου από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος.

Τα απογεύματα έψαχνα συνήθως νέα μέρη για να καθίσω με την κιθάρα μου. Ένιωθα πιο άνετα με ένα άγνωστο κοι-
νό παρά με αυτό που με ήξερε ήδη.
Συνήθως πήγαινα στην περιοχή της Παραλέλ. Είχε πάντα κί- νηση

και πολυσύχναστα μέρη. Το διασημότερο όλων ήταν το Ελ Μολίνο Ρόχο. Παρότι αργότερα η λέξη «Ρόχο», δηλαδή «Κόκκι- νο», αφαιρέθηκε, λόγω της αλλεργίας που τους προκαλούσε το χρώμα. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο πόλεμος είχε παγιδεύσει τους πάντες σαν ένα γιγάντιο πλοκάμι και οι άνθρωποι για να ξεφύγουν σύχναζαν σε θέατρα, κινηματογράφους, πορνεία και τα λοιπά. Ποιος μπορούσε να τους κατηγορήσει; Όλοι από κάτι θέλαμε να ξεφύγουμε κι ένα ζευγάρι καλλίγραμμες γάμπες μπορούσαν να σε μεταφέρουν σε άλλους κόσμους, παρότι εγώ μόνο απέξω τις έβλεπα.
Δυστυχώς, όχι μόνο ήμουν νέος, αλλά φαινόταν και η ηλικία
μου, οπότε μου απαγορευόταν η είσοδος σ’ όλους αυτούς τους χώρους. Υποθέτω, δεν βοηθούσε και το ότι ήμουν ντυμένος σαν ζητιάνος. Με έβλεπαν σαν έναν πιτσιρικά που ήθελε να απολαύ- σει κάποιο πλούσιο ντεκολτέ και λίγη επιπλέον σάρκα. Ίσχυε.

Όπως ίσχυε και ότι θα πέθαινα να παίξω κιθάρα σ’ ένα τέτοιο μέ- ρος. Οι άνθρωποι έλεγαν ότι στην Παραλέλ έβρισκες την καλύ- τερη σκηνή της Βαρκελώνης και, παρότι πολλοί απολάμβαναν κάτι πιο πικάντικο, υπήρχαν κι εκείνοι που πήγαιναν εκεί για να ανακαλύψουν νέους καλλιτέχνες: χορευτές, μουσικούς, τραγου- διστές.
Λίγα μόλις λεπτά αφότου είχα καθίσει σε μια γωνία πλάι στην έξοδο ενός κινηματογράφου όπου προβαλλόταν κάποιο ντοκιμα- ντέρ των Δημοκρατικών, αναγνώρισα μια σιλουέτα στο απένα- ντι πεζοδρόμιο. Εκείνα τα ατίθασα μαλλιά, τα λεπτά κόκαλα και η μαγκιά στο περπάτημα… Όλο μου το είναι άρχισε να βράζει.
Σηκώθηκα με ένα σάλτο, άρπαξα το άδειο μου καπέλο και έβαλα την κιθάρα στην πλάτη. Εδώ και κάτι μήνες την είχα ασφα- λισμένη γερά με έναν αυτοσχέδιο κόμπο από ένα παλιό σεντόνι. Διέσχισα τον δρόμο και κατέβασα το γείσο του κασκέτου, απο- φασισμένος να τον ακολουθήσω σε μια περιοχή με λιγότερο κό- σμο. Όταν ζεις μόνος σε εμπόλεμη ζώνη, μαθαίνεις να προστα- τεύεσαι με κάτι παραπάνω από τα γυμνά σου χέρια. Εγώ κουβα- λούσα πάντα στην τσέπη μου ένα μαχαίρι. Δεν ήταν παρά ένα μαχαίρι που βρήκα στο συρτάρι της κουζίνας, μα τη δουλειά του την έκανε: Ήταν μικρό, εύχρηστο και με τη μυτερή του άκρη μπορούσες εύκολα να βγάλεις ένα μάτι. Είχε χρειαστεί ήδη να το χρησιμοποιήσω κάποτε, όταν κάποιος μεθυσμένος αλήτης πήγε
να μου κλέψει το καπέλο με τα κέρματα.
Έχωσα τα χέρια στις τσέπες για να νιώσω το κρύο μέταλλο ανάμεσα στα δάχτυλα. Βάδιζα πίσω του κρατώντας απόσταση ασφαλείας. Είχα ήδη διαπιστώσει πόσο σβέλτος ήταν τη μέρα που το σκάσαμε από το ορφανοτροφείο, οπότε ήθελα να τον αιφνιδιάσω.

Σήμερα δεν θα μου ξέφευγε. Ενώ τον ακολουθούσα, θυμήθηκα πως τις επόμενες βδομάδες μετά το βρομόξυλο που μου έδωσαν εκείνοι οι τρεις νταήδες είναι ζήτημα αν βγήκα από το σπίτι. Κοίταζα με φόβο κάθε γωνία του δρόμου και προσευχόμουν να μην τους συναντήσω. Μετά βίωσα την ακριβώς αντίθε- τη εμπειρία. Πήγαινα γυρεύοντας, έχοντας τα μάτια μου δεκα- τέσσερα μήπως πέσω πάνω σε κανέναν απ’ αυτούς και πάρω εκδίκηση. Λίγους μήνες αργότερα τον είχα για χαμένο, μα η εκδίκηση κι ο έρωτας πάνε αντάμα. Κι όταν τελικά τα παρατάς και σταματάς να ψάχνεις, σου χτυπάνε την πόρτα.
Εκείνο το απόγευμα ήμουν σαν τον κυνηγό πίσω από το θή- ραμα. Χωρίς καμία βιασύνη. Είχα στο έλεός μου τον τιποτένιο που με ξεγέλασε. Το κλεφτρόνι που με έκανε να αισθανθώ ηλίθιος. Ναι, η μακριά σκιά στα πόδια μου ήταν του Πολίτο.
Μέσα στην οχλοβοή, τον είδα να σκοντάφτει επίτηδες πάνω σε κάποιους πεζούς και να βάζει χέρι στα πανωφόρια τους. Κι ήταν και αλαφροχέρης, το κάθαρμα. Σε λιγότερο από τρία τετράγωνα τον είχα ήδη δει να ξαφρίζει τέσσερα πορτοφόλια, των οποίων οι κάτοχοι του ζητούσαν πάντα συγγνώμη που είχαν συγκρουστεί μαζί του. Έπαιρνε τα πορτοφόλια, τα άνοιγε, έλεγχε το περιεχόμενο και μετά τα πέταγε στο έδαφος για να τα πατήσω εγώ λίγα μέτρα αργότερα. Δεν μπήκα καν στον κόπο να τα ελέγξω, ήμουν σίγουρος ότι τα είχε ήδη αδειάσει. Άλλωστε το μόνο που ήθελα ήταν να εκδικηθώ.
Άκολούθησα τον Πολίτο πάνω από μισή ώρα. Η περιοχή γινόταν όλο και πιο εξαθλιωμένη και δίπλα σε υπερχειλισμένους κάδους σκουπιδιών ή ανάμεσα σε χαρτόνια στοιβαγμένα σαν αυτοσχέδια καταφύγια άρχισαν να συσσωρεύονται άστεγοι. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και οι σκιές μεγάλωναν σε εκείνη την πε- ριθωριακή γειτονιά.

Ο Πολίτο στάθηκε πλάι σε μια γυναίκα γονατισμένη στο πεζο- δρόμιο, που κρατούσε ένα χαρτόνι το οποίο δεν μπορούσα να διαβάσω τι έγραφε. Ήταν η ευκαιρία μου. Δεν υπήρχε σχεδόν κανείς τριγύρω πέρα από κάτι φτωχούς πλάνητες που μας αγνοούσαν.
Έστριψα στη γωνία όπου κρυβόμουν και βρέθηκα πίσω του. Ο Πολίτο συζητούσε απορροφημένος μ’ εκείνη την υποσιτισμένη γυναίκα και τότε έμεινα άφωνος. Το καταραμένο κλεφτρόνι, ο ίδιος τύπος που με εξαπάτησε, με έκλεψε και με άφησε αμα- νάτι στα χέρια τριών νταήδων να με λιανίσουν, έδινε τα χρήμα- τα που μόλις είχε κλέψει σ’ εκείνη την άπορη.
«Είσαι ένας άγγελος, Ιπόλιτο», είπε η γυναίκα ανάμεσα σε λυγμούς.
«Θα ξανάρθω με την πρώτη ευκαιρία. Εσύ πρόσεχε, εντάξει;» Η γυναίκα ένευσε καταφατικά κι εγώ κρύφτηκα πριν με δει.
Όταν ξανάρχισε να βαδίζει, τον ακολούθησα.
Όταν πέρασα δίπλα από τη γυναίκα, μου ζήτησε ελεημοσύνη. Δεν της έδωσα μία, μα δεν μπόρεσα να μην κοιτάξω τι έγρα- φε εκείνο το χαρτόνι: «Πουλάω αφόρετα παπούτσια για μωρά παιδιά». Ποιος πουλάει τα παπούτσια του μωρού του; Και γιατί ήταν αφόρετα; Έπρεπε απλώς να σταματήσω και να δω με τα δι- κά της μάτια. Κάτι ανακινήθηκε μέσα μου… Η καημένη γυναί- κα. Ο Πολίτο όμως τι γύρευε εκεί;
Τάχυνα τον ρυθμό μου για να μη μου ξεφύγει, αν κι όλος αυτός ο θυμός που είχε συσσωρευτεί από δρόμο σε δρόμο κι από γωνία σε γωνία είχε εξαφανιστεί στα μάτια εκείνης της γυναίκας. Λίγα λεπτά νωρίτερα θα του είχα καρφώσει το μαχαίρι στον λαιμό αν με είχε προκαλέσει, αλλά τώρα…
Σκέφτηκα να κάνω επιτόπου στροφή, μα θυμήθηκα το ξύλο που μου έδωσαν οι φίλοι του, την κιθάρα που έσπασε στην πλά- τη μου, τα βράδια που κοιμόμουν στο πλάι από τον πόνο και, κυρίως, την κλοπή του μενταγιόν. Εκεί εστιαζόταν όλο μου το μίσος.

Μου ’χαν στερήσει το μοναδικό πράγμα που δεν ήμουν διατεθειμένος να χάσω. Ένιωσα ένταση στους μυς μου και το βλέμμα μου έγινε πάλι κοφτερό σαν αρπακτικού.
Τον ακολούθησα πλησιάζοντάς τον όλο και περισσότερο και το σαχλοτράγουδο που σφύριζε ο Πολίτο σκέπαζε τον θόρυβο των βημάτων μου. Σ’ ένα στενό, έρημο σοκάκι, που σύντομα θα έβγαζε σ’ ένα φαρδύτερο, με κίνηση, όταν ο Πολίτο σταμάτησε για να κοιταχτεί στη βιτρίνα ενός ταπεινού παιχνιδάδικου, θεώ- ρησα ότι ήταν η ευκαιρία μου. Πλησίασα σαν αιλουροειδές και, πριν καν το πάρει χαμπάρι, το μαχαίρι μου πίεζε δυνατά την καρωτίδα του.
«Έτσι και κουνηθείς, σ’ έσφαξα». Και η φωνή μου ακόμα ακου- γόταν σαν ενός γκάνγκστερ.
«Τι θέλεις; Δεν έχω τίποτε πάνω μου, φίλε. Ποιος διάολο είσαι;»
Ένιωθα τον φόβο του, τις μεταπτώσεις της κάθε λέξης. Τον άρπαξα από τα πέτα και τον υποχρέωσα να με κοιτάξει.
«Γαμώτο… Σε ξέρω; Περίμενε… Ο κιθαρίστας;»
«Θέλεις να πεις κάτι πριν σε σφάξω σαν γουρούνι;»
«Εντάξει, φίλε, ηρέμησε, εντάξει… Χαλάρωσε. Άσε με να σου εξηγήσω».
«Νομίζω, ήσουν ξεκάθαρος την τελευταία φορά. Βοηθάμε ο ένας τον άλλο και διάφορα συναφή, σωστά;»
«Φίλε, δεν κατάλαβες. Άυτοί οι τύποι είναι φονιάδες… Τους χρωστούσα και…»
«Τέλεια, γιατί τώρα χρωστάς σ’ εμένα».
«Διάολε, εγώ έχω ξεκόψε πια, φίλε. Δεν θέλω παρτίδες με δαύτους».
«Κι εγώ ήμουν το αποχαιρετιστήριο δώρο;» Πίεσα το μαχαίρι μου στον λαιμό του.
«Στάσου, ρε φίλε…»

Keywords
Τυχαία Θέματα