«Αν σ’ αγαπούσα, τώρα θα ήμουν νεκρή» της Έλενας Πολυγένη

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ

Αν σ’ αγαπούσα, τώρα θα ήμουν νεκρή
όπως όλοι όσοι αγάπησαν είναι
στα χείλη τους ψιθυρίζεται η μοναδική
κατοικία
ενός λάθους που τους καταδέχτηκε
γιατί τα λάθη, να ξέρεις, κοιτάζουν
αφ’ υψηλού τούς ανθρώπους
εγώ όμως κρατώ στα δόντια τη ζωή μου,
σαν λάφυρο
κι ανυπομονώ για κείνο το χάδι στο κεφάλι
που ποιος ξέρει τι αντάλλαγμα θα ζητήσει

Η ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ

Από τι είμαστε φτιαγμένες
αν όχι από την

εμμονή της μητέρας
σε κάθε μας λέξη να βγαίνουν
τριαντάφυλλα, σε κάθε μας βήμα ένα
ρόδινο σημάδι πάνω στο χιόνι
έτσι ώστε ο δράκος ν’ ανακαλύπτει
τα ίχνη μας, να τρέφεται απ’ το αίμα μας
σαν την ανάγκη
γιατί τι άλλο θα μπορούσε να δικαιώσει
τη φοβισμένη αυτή ύπαρξη

εκτός από μια θυσία

ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟ ΘΑΥΜΑ

Είμαστε τα κοριτσάκια του Μινώταυρου
με το κατάλληλο σχήμα ώστε να χωράμε
στο στόμα του –ο χρόνος είναι πολύτιμος
κι εμείς πρέπει να χρησιμεύσουμε κάπου–
ένα πλήθος συγκινημένο ανεμίζει μαντίλια,
η ταινία ξεκινά, τα μάτια
διαστέλλονται
στέκουμε αμήχανες μπροστά
στην εξέδρα, όλοι προσμένουν
το θαύμα και
όλοι
ταυτόχρονα
το φοβούνται
έχουν την αίσθηση πως θα είμαστε
περισσότερο ασφαλείς στην κοιλιά του τέρατος

– άλλωστε αυτό θα τους δώσει
και μια εύλογη δικαιολογία να το σκοτώσουν

ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΚΟΙΤΑΖΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ

Σώπαινε η μικρή αδελφή μου
κρατώντας στο χέρι σφιχτά
τη μυστική φωνή της
κάθε βράδυ την έκρυβε στο συρτάρι
με τα μαχαίρια
την ώρα που τα βήματα
στον διάδρομο δήλωναν
ότι η νύχτα πλησίαζε
έπφτε πάνω της σαν γιγαντόσωμος
δράκος, αφήνοντας η ανάσα του
στο σώμα μικρούς κρατήρες
έτσι που ακόμα και τώρα
–παρ’ όλο τον ήλιο–
όταν αφήνεται να κοιτάξει
κάτω απ’ το δέρμα της
ένα-ένα χαράσσονται
με μυτερή αιχμή που φέγγει
τα παιδικά πρόσωπα
του σκοταδιού

ΕΝΟΧΗ

Κανονικά, θα έπρεπε να μ’ απασχολεί το παιδί
και όχι αυτός ο ορυμαγδός στο κεφάλι μου
θα έπρεπε να σκέφτομαι τον ήλιο που βυθίζεται
στη θάλασσα για να μη βγει ποτέ ξανά
κι εκείνο το σπιτάκι από κόκκινη νερομπογιά
για πάντα ερημωμένο, με την πόρτα ορθάνοιχτη
κι όλες τις αναμνήσεις να ξεχύνονται σαν
επιστολές χωρίς παραλήπτη

θα έπρεπε να βρω μια λύση γι’ αυτό το χαρτί
που σκίστηκε βίαια από το τετράδιο
γυρεύοντας, με τη βοήθεια του ανέμου
να βρει κάποια εσοχή να φωλιάσει
έτσι ώστε να ενωθεί ξανά με τον Κόσμο
χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι στ’ αλήθεια, χωρίς
να έχει ιδέα για το κόστος αυτής της ένωσης
πόσες φορές, όταν ήμασταν παιδιά, δεν ονειρευτήκαμε
ότι πεθαίνουμε και όλοι κλαίνε για τον χαμό μας
κάπως έτσι φανταζόμασταν από τότε τη δικαίωση
σαν ετεροχρονισμένο θρήνο
ακόμη και στα παιχνίδια μας, την ώρα
που τρέχαμε
κυνηγώντας τη χαρά
αιωρούνταν, πάνω από το ιδρωμένο μας μέτωπο,
το φωτοστέφανο του θανάτου

Η Έλενα Πολυγένη γεννήθηκε στην Πάτρα το 1979. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Ανάγλυφη (Εκδόσεις Ρώμη, 2021), Τα δευτερόλεπτα των ζωντανών στιγμών (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017), Η χώρα των παράδοξων πραγμάτων (Εκδόσεις Το Κεντρί, 2014), Η θλίψη μου είναι μια γυναίκα (Εκδόσεις poema, 2012), Γράμματα σε μαυροπίνακα (Εκδόσεις Δωδώνη, 2009). Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και ανθολογίες κι έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, σουηδικά, ρουμανικά, ιταλικά και βεγγαλικά. Ζει και εργάζεται πλέον πάλι στην Αθήνα.

Keywords
Τυχαία Θέματα