Μέχρι ποια ηλικία μπορούσες να πολεμάς στην αρχαία Σπάρτη; Τι γινόταν αν ήσουν φτωχός;

Δεν είχαν σπίτια με αυλές. Είχαν σιδερένιες λόγχες και παιδικά χρόνια μέσα στη λάσπη. Οι άντρες της Σπάρτης δεν γεννιούνταν απλώς για να ζήσουν. Γεννιούνταν για να πολεμήσουν — και το έκαναν για 40 ολόκληρα χρόνια, μέχρι να κλείσουν τα 60.

Από τα 7 τους, τα παιδιά ξεκινούσαν την αγωγή. Έβλεπαν τους γονείς τους για λίγες μέρες τον χρόνο. Έτρωγαν λίγο, κοιμόντουσαν σκληρά, και μάθαιναν να υπομένουν πόνο. Στα 20, ήταν έτοιμοι. Από τότε μέχρι τα 60, ήταν στρατιώτες. Όχι πολίτες. Όχι γεωργοί. Όχι έμποροι. Μόνο στρατιώτες.

Κάθε Σπαρτιάτης, ανήκε σε μια

από τις πέντε κοινότητες. Κάθε κοινότητα έδινε μια μονάδα στρατού, χωρισμένη σε μικρότερες ομάδες. Όλες είχαν το ίδιο σύστημα: ζούσαν μαζί, έτρωγαν μαζί, πολεμούσαν μαζί. Ολόκληρη η ζωή τους ήταν μια συνεχής ετοιμότητα για πόλεμο. Και όταν ερχόταν η ώρα, έβγαιναν από τη Σπάρτη σαν ένα κύμα από σίδερο και σιωπή.

Αλλά δεν ήταν όλοι ίσοι. Η Σπάρτη δεν ήταν κοινωνία δικαίου. Ήταν κοινωνία απόλυτης στρατιωτικής ιεραρχίας.

Οι φτωχοί που ζούσαν γύρω από την πόλη — οι είλωτες και οι Περίοικοι — δεν είχαν το δικαίωμα να είναι οπλίτες. Κι όμως, τους έπαιρναν στη μάχη. Όχι για να πολεμήσουν μπροστά. Αλλά για να κουβαλούν τις ασπίδες και τις προμήθειες των πλούσιων.

Σαν σκιές που ακολουθούσαν το στράτευμα, βάδιζαν στο πλάι των Σπαρτιατών κουβαλώντας τις βαριές ασπίδες, τις περικνημίδες, το νερό και το φαγητό τους. Και αν ένας οπλίτης έπεφτε, ο είλωτας έπρεπε να του πάρει την πανοπλία και να την επιστρέψει. Όχι να τον βοηθήσει.

Στη μάχη, ο οπλίτης στεκόταν στην πρώτη γραμμή. Με το δεξί του κρατούσε το δόρυ. Με το αριστερό την ασπίδα — η οποία δεν προστάτευε τον ίδιο, αλλά αυτόν που στεκόταν δίπλα του. Έτσι ήταν χτισμένη η φάλαγγα: στο θάρρος του διπλανού. Αν έφευγες, δεν πρόδιδες τον εαυτό σου. Πρόδιδες την πόλη σου.

Οι είλωτες, όμως, δεν ήταν απλώς υπηρέτες. Μερικές φορές, τους υποχρέωναν να πολεμήσουν, με ελαφρύ οπλισμό, σαν δολώματα. Άλλες φορές, τους έδιναν ελευθερία ως ανταμοιβή, αν επιβίωναν και έδειχναν ηρωισμό. Ήταν το έπαθλο για τη σιωπηλή τους υπηρεσία.

Αλλά υπήρχε και το άλλο άκρο. Οι Σπαρτιάτες έπρεπε να πεθάνουν στη μάχη. Το να γυρίσεις πίσω χωρίς την ασπίδα σου, ήταν χειρότερο από το να πεθάνεις. Δεν είχε σημασία η νίκη. Σημασία είχε η αντοχή, η σιωπή, η πειθαρχία.

Και όταν ένας άντρας έφτανε στα 60, τον αποδέσμευαν. Δεν ήταν πια στρατιώτης. Ήταν γέροντας — αλλά όχι γέρος. Ήταν οπλίτης που επέζησε. Τον σέβονταν όλοι, όχι επειδή είχε λεφτά, αλλά επειδή είχε σταθεί 40 χρόνια όρθιος. Όσο ο ήλιος ανέβαινε, και όσο η ασπίδα του προστάτευε δεξιά και αριστερά.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα