Δεν πήγε καν γυμνάσιο. Και όμως έγραψε τα τραγούδια μιας ολόκληρης χώρας.

01:21 4/6/2025 - Πηγή: Sportime

Γεννήθηκε στο Μοσχάτο το 1948, στην οδό Κανάρη. Ήταν το παιδί μιας οικογένειας που ζούσε με τα απολύτως απαραίτητα. Η φτώχεια δεν του επέτρεψε να πάει καν στο γυμνάσιο. Από παιδί έπιασε δουλειές του δρόμου: ψιλικατζίδικο, βενζινάδικο, βοηθός υδραυλικού, ακόμα και ναυτικός. Αντί για τετράδια, κουβαλούσε κλειδιά και σωλήνες.

Σε ηλικία έξι ετών τραγούδησε μπροστά στον Τσιτσάνη, στον Παπαϊωάννου, στον Ζαμπέτα, στο νυχτερινό “Φαληρικό”. Δεν του μίλησαν σαν παιδί, τον άκουσαν σαν συνάδελφο. Τον πήρε κοντά του ο Μανώλης Χιώτης στη “Γωνιά της Αθήνας”, όχι για να του μάθει μουσική, αλλά για να τον βοηθήσει να επιβιώσει. Αυτό ήταν το πρώτο του “σχολείο”.

Το 1965, μόλις 17 χρονών, δούλευε σε βενζινάδικο όταν γνώρισε τυχαία τους μουσικούς Πανταζή και Μυλωνά. Μαζί έφτιαξαν τους Vikings, μια ελληνική ροκ μπάντα που κατάφερε να κυκλοφορήσει 45άρια σε μια εποχή που κανείς δεν πίστευε στο ροκ. Το “Catherine”, που έγραψε ο ίδιος με το ψευδώνυμο Toni Vardis, έγινε το σήμα κατατεθέν τους.

Όταν οι Vikings διαλύθηκαν, πήγε στρατό. Εκεί, ξεκίνησε να δουλεύει τα βράδια ως κιθαρίστας σε μπουάτ. Δίπλα στον Δήμο Μούτση και τον Μανώλη Μητσιά, ξεκίνησε η δεύτερη ζωή του. Αυτή που δεν φαινόταν: του συνθέτη. Δεν ηχογραφούσε τίποτα στην αρχή. Ήταν πάντα αυστηρός με τον εαυτό του.

Το 1973, έστειλε ένα τραγούδι σε διαγωνισμό. Το «Πόσο πολύ σ’ αγάπησα», σε στίχους του Κώστα Νεστορίδη, κέρδισε βραβείο. Το τραγούδησε ο Γιώργος Νταλάρας και από εκεί ξεκίνησαν όλα. Έδωσε τραγούδια στην Αλεξίου, στη Βίσση, στον Πάριο. Και αργότερα στον Παπακωνσταντίνου, στον Καζαντζίδη, στον Ρέμο, στον Πλούταρχο, στη Γαρμπή. Δεν είχε ταμπέλες – έγραφε για όποιον μπορούσε να κουβαλήσει την αλήθεια του.

Το 1986, κυκλοφόρησε το «Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα», έναν δίσκο που ακόμη σήμερα ακούγεται σαν εξομολόγηση. Εκεί τραγούδησαν μαζί του ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και οι αδελφοί Κατσιμίχα. Η δύναμη του Βαρδή δεν ήταν η φωνή του. Ήταν το ότι όταν τραγουδούσε, έπαιρνε μαζί του κάθε πληγή του κόσμου.

Το 1995, συνεργάστηκε με τον Στέλιο Καζαντζίδη στο «Στην Ελλάς του 2000». Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που δούλεψαν μαζί. Ο ίδιος ο Βαρδής είπε ότι ήταν η πιο σημαντική στιγμή της καριέρας του. Στον ίδιο δίσκο, ο γιος του, Γιάννης Βαρδής, έκανε το ντεμπούτο του. Τραγούδησαν μαζί το «Θα σε περιμένω». Ένα ντουέτο που, αν το ακούσεις σήμερα, δεν ακούγεται σαν τραγούδι. Ακούγεται σαν πατρική αγκαλιά.

Ο Αντώνης Βαρδής ήταν η επιτομή του ανθρώπου που δεν “ανήκε” σε κανένα είδος. Έγραφε και λαϊκά και ροκ και μπαλάντες. Όλα είχαν κάτι κοινό: δεν τα έγραφε για να πουλήσει. Τα έγραφε για να αντέξει. Όταν έδωσε τραγούδια σε νέους τραγουδιστές όπως η Μελίνα Ασλανίδου, ο Νίκος Βέρτης, η Πέγκυ Ζήνα, δεν το έκανε για να επανέλθει στη μόδα. Το έκανε γιατί τον συγκινούσαν. Και αυτό είχε αξία.

Το 2013 διαγνώστηκε με καρκίνο στον εγκέφαλο. Υποβλήθηκε σε χειρουργείο στη Γερμανία. Υπήρξαν ελπίδες, αλλά η δεξιά πλευρά του σώματός του παρέλυσε. Δεν μπορούσε πια να περπατήσει ούτε να τραγουδήσει όπως παλιά. Συνέχισε όμως να γράφει – στο μυαλό του, στη σιωπή του, στο βλέμμα του.

Απεβίωσε στις 2 Σεπτεμβρίου του 2014, σε ηλικία 66 ετών. Πίσω του άφησε τραγούδια που δεν γερνάνε, δίσκους που δεν παλιώνουν και έναν γιο που συνεχίζει τη φλόγα με σεβασμό και συγκίνηση. Ο Αντώνης Βαρδής δεν ήταν απλώς ένας μουσικός. Ήταν ο πιο ταπεινός ποιητής που έγραψε με το αίμα του πάνω σε κιθάρα.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα