Οι γέροι κι οι κορέλες της Σκύρου

Οι γέροι κι οι κορέλες της Σκύρου12.02.2018Πρόσωπα

Τα βασικά πρόσωπα ξεχύνονται από τα σοκάκια και χτυπούν τα κουδούνια, αφού πρώτα ανέβουν στον Αϊ-Γιώργη να χτυπήσουν την καμπάνα. Πριν ή μετά περνούν από συγγενικά σπίτια όπου τους κερνούν

Η Αποκριά στη Σκύρο είναι πολύ μεγάλη γιορτή. Δεν μιλώ μόνο για το ντύσιμο, που είναι μοναδικό, αλλά και για την παράσταση και το θέαμα, τα οποία για τα σημερινά δεδομένα έχουν «ψυχή». Αυτό διακρίνεται αμέσως, γιατί καθένας ντύνεται όποτε θέλει και βγαίνει στην αγορά παρέα ή μόνος. Ομως το σωστό είναι ο γέρος να συνοδεύεται από την κορέλα και το φράγκο.

Δυστυχώς, τώρα συνηθίζουν να βγαίνουν το βράδυ και να ξημερώνονται, ενώ παλιά ντύνονταν και το μεσημέρι. Σήμερα μπορεί να δει κανείς 40 με 50 γέρους στην αγορά από το απόγευμα ως το βράδυ.

Με την έναρξη του Τριωδίου τα παιδιά αρχίζουν να μασκαρεύονται τα βράδια με ό,τι ρούχο βρεθεί και γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι, λέγοντας διάφορα τραγούδια που από γενιά σε γενιά συνεχίζουν να τραγουδιούνται. Από τη μέρα που θα μπει το Τριώδι ακούγονται οι σκοποί της Αποκριάς: «Χαρείτε, να χαρίσομε τσαι μια φορά 'ν' τα νιάτα / γιατί θε να 'ρθ' ένας καιρός να τα σκεπάσ' η πλάκα». Επίσης παρουσιάζονται αυτοσχέδιες κωμωδίες για τα γεγονότα της χρονιάς, ανάλογες με το ποιητικό ταλέντο της παρέας, ή άλλες σάτιρες που λέγονταν από χρόνια για να προκαλούν γέλιο, όπως το «Αγάπη μ' καλαμπόπιτα».

Τις χειμωνιάτικες νύχτες, πριν ακόμη μπει η Αποκριά, οι ποιητάδες της Σκύρου, γνωστοί για τις αποκριάτικες σάτιρες και το ποιητικό ταλέντο τους, προετοίμαζαν όσα θα έλεγαν την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στη συγγενική και τη φιλική παρέα τα βράδια, που γίνονταν οι γινωμένοι, δηλαδή οι μασκαράδες (μουντζουρωμένοι, κουρσάροι, αρκούδες, γύφτισσες). Ποιητάρηδες με τ' όνομα ήταν ο Ανέστης Φραγκούλης απ' τα Πουριά, ο Χαράλαμπος Μαρμάρας, ο Σταμάτης Κεφάλας, ο Μανόλης Βγενικός. Με το ποιητικό ταλέντο τους σατίριζαν ορισμένα πραγματικά περιστατικά της σκυριανής ζωής ή τύπους ανθρώπων. Σήμερα υπάρχουν πολλοί νέοι με αυτό το χάρισμα, αλλά το θέαμα έχει περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα, τον οποίο εκφράζουν ομάδες που λένε τις σάτιρές τους πάνω από την τράτα. Την Τυρινή γίνεται η τράτα (ομοίωμα πλοίου) και τότε λέγονται τα «εξ αμάξης», με θέματα της χρονιάς που πέρασε ή της εποχής τα παράξενα, όπως η σημερινή κατάντια που θεωρείται από πολλούς παραλυσία, η γύμνια, τα καλά και τα κακά του τουρισμού, τα δημόσια πρόσωπα, οι εκλογές. Μικροί και μεγάλοι απ' όλο το χωριό είναι μαζεμένοι στην πλατεία και χαχανίζουν με ό,τι αστείο ακούν: «Εγκώ τουρίστας ήρτε 'ντω, οικόπεδο να πάρει / και αν με τέλεις και εσύ, να γίνομε ζευγάρι».

Τα αποκριάτικα φαγητά είναι τραχανόπιτες, κοτόπιτες και χειροποίητα μακαρόνια (κοχύλια) που γίνονται με τα δύο δάχτυλα σε ξύλινο ανώμαλο πλαστήρι και τρώγονται με μυζήθρα και δυόσμο.
Στη Σκύρο και οι μεγάλοι μασκαρεύονται. Πρωτοστατούν πάντα κεφάτες γυναίκες, οι οποίες τα βράδια ντύνονται γέροι και πάνε σε φιλικά και συγγενικά σπίτια. Καθένας ντύνεται με ό,τι έχει, πάντα με στόχο να προκαλεί το γέλιο. Οι γυναίκες μπορούν να ντυθούν με ανδρικά ρούχα και οι άνδρες με γυναικεία. Εδώ οργιάζει η φαντασία.

Για τις ανάγκες της παραδοσιακής αποκριάτικης σκυριανής φορεσιάς οι τσοπάνοι έπρεπε να μαζέψουν τα κουδούνια (άφηναν μερικά στο κοπάδι) για τους γέρους. Τα έφερναν στο χωριό και τα έδεναν σε δυο τρεις σειρές πάνω σε τρίχινο σκοινί, ανάλογα με το μπόι και το κουράγιο που είχε ο γέρος. Στην πρώτη σειρά βάζουν τα πλακαρά, μετά τα χυτά και τελευταία τα τροκάνια, τα πολύ μεγάλα, που ήταν η τελευταία αρμαθαριά.

Από την ώρα που θα μπει το Τριώδι, την Πέμπτη και το Σαββατοκύριακο ντύνονται γέροι, αλλά το τελευταίο Σαββατοκύριακο γίνεται πανζουρλισμός. Ο γέρος φορεί τα ρούχα του τσοπάνη και στα πόδια τα τροχάδια, μονόσολα από πετσί ή ρόδα αυτοκινήτου. Φορεί καπότο με το φλόκο απέξω, διπλωμένο τόσο από μέσα, μέχρι εκεί που ακουμπούν τα κουδούνια. Στερεώνεται με μαύρο τρίχινο σχοινί στη μέση και από πάνω δένονται οι αρμαθαριές των κουδουνιών. Το κεφάλι καλύπτεται με μαύρο μαντίλι σφιχτά δεμένο και από πάνω μπαίνει η κουκούλα του καπότου. Στην κορφή της κουκούλας δένουν το άσπρο ζωνάρι του τσοπάνη έναν κόμπο και τις άκρες του ζωναριού πλέκουν στα δύο μπροστινά τρίχινα σκοινιά σαν τιράντες. Ενα μεταξωτό μαντίλι διπλωμένο τριγωνικά καλύπτει το στήθος και πλέκεται και αυτό στις δύο τιράντες. Η κουκούλα και μία τιράντα του γέρου στολίζεται με λουλούδια της εποχής, μελικάρια και διολέτες (μανουσάκια και βιολέτες). Στα χέρια φορεί χειρότια πλεκτά μάλλινα και κρατεί το στραβοράβδι, στολισμένο επίσης με λουλούδια. Το πρόσωπο καλύπτει η μάσκα, η μ'τσούνα, από μικρό κατσίκι-αποβολή. Το κεφάλι του ζώου μπαίνει μπροστά, δένεται με τα πισινά πόδια και έχει δύο τρύπες για να βλέπει ο γέρος.

Η κορέλα είναι άνδρας ντυμένος γυναικεία, φορεί δηλαδή φανέλα, τη σκούτα, μισοφόρι με κεντητό ποδόγυρο, πουκάμισο κεντητό της νύφης και το κωλοβόλι, άσπρο μεσοφόρι με πανωκόρμι, κάτω σούρα με φαρδύ στρίφωμα, αντί για φόρεμα.
Από πάνω φορεί μεντενέ, ένα ζακετάκι με φαρδιά μανίκια, σκιστά από τον αγκώνα και κάτω. Η ποδεμή είναι ίδια με του γέρου και η μάσκα γίνεται με αραχνοΰφαντο άσπρο ύφασμα ή του εμπορίου. Η κορέλα κρατεί τσαντάκι κεντητό στο αριστερό χέρι και στο δεξί άσπρο μαντίλι της μύτης, που με αυτό κάνει τα σινιάλα πάνω στα τσαλίμια της.

Από το 1974-75, οι άντρες δεν καταδέχονται να ντυθούν κορέλες κι έτσι ντύνονται σήμερα μόνο οι γυναίκες. Το τρίτο πρόσωπο, ο φράγκος, φορεί ό,τι να 'ναι, από βρακί γερανιό (βαθυγάλανο) μέχρι σουρέλο (παντελόνι) και αυτοσχεδιάζει. Κρατεί το κ'ντούρι. Ο φράγκος κάνει και άσεμνες κινήσεις, αν μέσα στο βρακί του έχει κουκ'νάρα (καρπό) καλαμποκιού. Από κει και πέρα, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς βλέπουν τα μάτια του!

Τα πρώτα χρόνια πήγαιναν στο Λαλάρε και από εκεί κατέβαιναν στην αγορά. Εξι εφτά γέροι μαζί σχηματίζουν έναν κύκλο, χτυπώντας τα κουδούνια και κάνοντας διάφορα τσαλίμια, για να δείξουν, ίσως, την αντοχή τους. Κάποια στιγμή, που ο γέρος στην ανηφοριά κουράζεται, κάθεται, και τότε η κορέλα-άνδρας τραγουδιστής και τσαλιμιτζής τραγουδά τον σκοπό της κορέλας. Ο γέρος χτυπά για λίγο τα κουδούνια και κάθεται πάλι, ενώ η κορέλα συνεχίζει το τραγούδι της.
Οι γέροι και οι κορέλες είναι τα βασικά πρόσωπα της Αποκριάς, ξεχύνονται κατά παρέες από τα σοκάκια και χτυπούν τα κουδούνια, αφού πρώτα ανέβουν στον Αϊ-Γιώργη να χτυπήσουν την καμπάνα. Πριν ή μετά περνούν από συγγενικά σπίτια, όπου τους κερνούν, και συνεχίζουν τον δρόμο της αγοράς.

* Λαογράφος της Σκύρου

Keywords
Τυχαία Θέματα