Δεύτερη πατρίδα

Στερούμαι κάμποσα από τα χούγια του αρχετυπικού Ελληνα.

Δεν ξέρω τάβλι. Κανείς δεν μου έμαθε εγκαίρως πώς να χουφτώνω τα ζάρια, να τα φτύνω πριν τα ρίξω, πώς να βροντάω τα πούλια, να αντιμετωπίζω την κάθε παρτίδα – πόρτες ή πλακωτό – σαν μάχη ιερή.

Δεν έχω αυτοκίνητο. Ούτε καν οδηγώ. Από τα δεκαπέντε τους οι συμμαθητές μου αδημονούσαν να αποκτήσουν δίπλωμα, το θεωρούσαν αναγκαία προϋπόθεση για να βγάλουν γκόμενα. Πνεύμα εγώ αντιλογίας, επέμενα ότι και πεζός μπορείς να κλέψεις καποιανής την καρδιά. Τα επόμενα χρόνια, το πάρκινγκ στην Κυψέλη κατήντησε καφκικός εφιάλτης. Κάλλιο με

ταξί ή με τρόλεϊ…

Δεν έχω ομάδα στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ. Ποιος ευθύνεται; Η χούντα! Που είχε εναγκαλιστεί την πορεία του Παναθηναϊκού προς το Γουέμπλεϊ, μέχρι την Παναγιά της Τήνου είχε κουβαλήσει, «άρτος και θεάματα» μουρμούριζε περιφρονητικά ο πατέρας μου, «όλο το έθνος προσκυνά σώβρακα και φανέλες…» θα τραγουδούσε αργότερα ο Τζίμης Πανούσης.

Παθιάστηκα, εννοείται, με την Εθνική το 1987 – «Γκάλης, Γιαννάκης και τα άλλα παιδιά…» –, τρελάθηκα όταν βγάλαμε νοκάουτ τον σοβιετικό Γολιάθ. Ενθουσιάστηκα που σηκώσαμε το… τιμημένο το 2004 στην Πορτογαλία κι ας μου φαινόταν ότι η στρατηγική του Ρεχάγκελ μετέτρεπε το ποδόσφαιρο σε σκάκι.

Κατά τα άλλα έχω μαύρα μεσάνυχτα. Αγνοώ παντελώς την εξέλιξη του κάθε πρωταθλήματος, τους θριάμβους, τις πανωλεθρίες των ομάδων μας στο εξωτερικό. Κάθε που έχει ντέρμπι το μαθαίνω τελευταίος, από τις ζητωκραυγές και τα αναθέματα στα γειτονικά διαμερίσματα. Απ’ τις παρέες που συνωστίζονται στις καφετέριες και προσηλώνονται με κομμένη ανάσα στις γιγαντοοθόνες.

Τους ζηλεύω. Πώς θα ‘θελα να έχω κι εγώ μια δεύτερη πατρίδα, την ομάδα μου… Να παρακολουθώ από νήπιο την πορεία της. Να έχω συλλέξει στο δημοτικό αυτοκόλλητα με παίκτες, να έχω ταξιδέψει σε πιθανούς κι απίθανους προορισμούς για να τους εμψυχώσω. Να αγωνιώ για τις μεταγραφές, να ευγνωμονώ τον πρόεδρο όταν επενδύει σωστά, να τον οικτίρω όποτε βγαίνει μάπα το καρπούζι. Στην κερκίδα να τα δίνω όλα. Να κοκκινίζω, να ξελαρυγγιάζομαι.

«Μα πόσο λούμπεν!» αγανακτούν οι ευαίσθητοι. «Φίλαθλοι είναι αυτοί ή πίθηκοι; Και μόνο που ουρλιάζουν τέτοιες χυδαιότητες, θα έπρεπε να τους απαγορευτεί ισόβια η είσοδος στα γήπεδο…». Κατά την άποψή τους, στα ματς θα έπρεπε να επικρατεί πολιτισμός, ατμόσφαιρα Μεγάρου Μουσικής. Να σχολιάζει ο κόσμος κόσμια, να επευφημεί κάθε ωραία φάση, κάθε γκολ, αδιάφορο ποιος το βάζει και ποιος το τρώει. Με τη λήξη, άπαντες, παίκτες και οπαδοί, να αγκαλιάζονται στο πνεύμα του «ευ αγωνίζεσθαι».

Αδυνατούν να καταλάβουν ότι οι οπαδοί της κάθε ομάδας είναι κάτι πολύ παραπάνω από φιλοθέαμον κοινό. Αισθάνονται ο δωδέκατος παίκτης στο ποδόσφαιρο, ο έκτος στο μπάσκετ. Από την εξέδρα πώς μπορούν να συμβάλλουν στη νίκη; Μονάχα με συνθήματα που αποσκοπούν στο να τονώσουν τους δικούς τους, να κάμψουν τους αντίπαλους. Επιτρέπεται να πιάνουν στο στόμα τους τη μάνα, τη γυναίκα, την κόρη του οποιουδήποτε; Συμβαίνει πάντως εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες. Οταν δε ένας θρύλος των γηπέδων τύγχανε παντρεμένος με μια σταρ, τότε τον έλουζαν με τα πιο δηλητηριώδη. Σκέψου να είσαι ο Δομάζος και να πρέπει να αποδώσεις ακούγοντας τα ακατανόμαστα για τη Μοσχολιού, ο Κωνσταντίνου για τη Μάρθα Καραγιάννη…

Αποκτήνωση; Εκτόνωση, το βρίσκω εγώ, βάναυση πλην λυτρωτική. Λόγια – φτερά που όπως δεν τα εννοούν όποιοι τα φωνάζουν, έτσι δεν πρέπει να τα παίρνουν τοις μετρητοίς όσοι τα ακούνε. Κόκκινη γραμμή; Η ωμή βία. Οι εκτοξεύσεις αντικειμένων, οι ξυλοδαρμοί, οι υλικές καταστροφές. Εκεί το κράτος οφείλει να παρεμβαίνει αποφασιστικά, να τιμωρεί παραδειγματικά τους χούλιγκαν όσο ψηλά και αν ίστανται.

Μου αρέσουν – αμαρτία εξομολογημένη – τα συνθήματα. Συχνά τα βρίσκω άκρως πνευματώδη, αριστοφανικά. Καμιά φορά και ιδιοφυή. Οπως εκείνο με το οποίο υποκλίνονταν οι Θεσσαλονικείς στον Μάικλ Τζάκσον. «Ησουν και μαύρος, ήσουν και λευκός, Μάικλ Τζάκσον ζεις, για πάντα Παοκτσής!».

Keywords
Τυχαία Θέματα