Δάφνη ντι Μοριέ: «Μάτια οραματίστριας, μάτια φανατικής»

Για πρώτη φορά κυκλοφορεί στην ελληνική γλώσσα, από τις εκδόσεις Στερέωμα, το διήγημα Η Κούκλα της αγγλίδας μυθιστοριογράφου και θεατρικής συγγραφέως Δάφνη ντι Μοριέ (1907-1989) σε εξαιρετική μετάφραση και με μια ιδιαίτερα κατατοπιστική εισαγωγή της Ευαγγελίας Κουλιζάκη. Σύντομο αλλά πολυεπίπεδο, το διήγημα ενδιαφέρει τόσο για τη θεματολογία του όσο και για την ατμόσφαιρα ψυχολογικής έντασης που αποπνέει. Συγγραφικό έργο της μόλις 21 ετών τότε Ντι Μοριέ, το κείμενο

αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όποιον επιθυμεί να ανιχνεύσει τους πρώιμους λογοτεχνικούς της προβληματισμούς και τις απαρχές της συγγραφικής της ταυτότητας.

Ενα μουσκεμένο σημειωματάριο, άγνωστης προέλευσης, ξεβράζεται στην ακτή, κλείνοντας μέσα του μια σκοτεινή ιστορία εμμονής, ζήλειας και συναισθηματικής αποξένωσης. Στις σελίδες του ξεδιπλώνεται ένας βασανιστικός έρωτας: η εμμονή ενός άνδρα για μια μυστηριώδη γυναίκα, τη Ρεβέκκα – μια χαρισματική βιολονίστρια που τον αιχμαλωτίζει με , σχεδόν υπνωτιστική, λάμψη της. «Δεν έλεγε πολλά, χαμογελούσε… μάτια οραματίστριας, μάτια φανατικής – έβλεπαν πάρα πολλά, ζητούσαν πάρα πολλά –, χανόταν κανείς μέσα τους, ανίκανος να προβάλλει την όποια αντίσταση. Ηταν σαν πνιγμός. Από τη στιγμή που την αντίκρισα τότε ήμουν καταδικασμένος».

Η Ρεβέκκα, ωστόσο, δεν φαίνεται να συγκινείται από εκείνον. Παραμένει ψυχρή και απρόσιτη, κρατώντας τον διαρκώς σε απόσταση, χωρίς να του προσφέρει καμία δυνατότητα προσέγγισης. Εκείνος αντιλαμβάνεται τη συναισθηματική της απουσία σαν μια άβυσσο που τον καταπίνει σιωπηλά. Ενώ βυθίζεται σε αυτήν την απόρριψη, παγιδεύεται σε έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση – έναν δεσμό φαντασιακό, μονόπλευρο, που τον φθείρει σταδιακά –, η Ντι Μοριέ πυροδοτεί μια ολοένα πιο σκοτεινή εσωτερική κλιμάκωση. Η σταθερή απόρριψη της Ρεβέκκας δεν τον αποθαρρύνει· Αντιθέτως, ό,τι αισθάνεται για αυτήν αρχίζει σταδιακά να μετασχηματίζεται σε κάτι ανισόρροπο. «Ηταν αυτό ακριβώς το προσόν την αυτοκυριαρχίας της που με διέλυε και με τσάκιζε, μέχρι που ο έρωτάς μου για εκείνη έγινε εμμονή, μια φοβερή κινητήρια δύναμη».

Η Ρεβέκκα, όμως, δεν κρατούσε σε απόσταση μόνο εκείνον αλλά και όλους όσοι την πλησίαζαν. Εξάλλου δεν είχε καν παίξει και ποτέ της βιολί για κανέναν και όπως του αποκάλυψε δεν γνώρισε ποτέ κανέναν για τον οποίον να νοιάζεται, γιατί δεν είχε ποτέ της ερωτευθεί. «Ανέκαθεν υπερίσχυε μέσα μου μάλλον η αντιπάθεια παρά η έλξη για τους ανθρώπους». Αυτή η δήλωσή της είναι μια πρώτη ένδειξη στον αναγνώστη της Ντι Μωριέ για την ιδιοσυγκρασία της Ρεβέκκας. Η επιλογή της ψυχικής απομόνωσης αποκαλύπτει την επιθυμία για ασφάλεια απέναντι στην αβεβαιότητα των σχέσεων.

Ενώ εκείνος βασανίζεται από ζήλεια και φαντάζεται τη Ρεβέκκα με άλλους άνδρες, εκείνη φαίνεται να επιλέγει μια σχέση απαλλαγμένη από τον κίνδυνο της απογοήτευσης, της εγκατάλειψης ή της απώλειας. Τη σχέση της με μια κούκλα, τον Χούλιο, που όταν εκείνος την αντικρίζει του φαίνεται ότι ήταν ό,τι πιο σατανικό είχε δει ποτέ του. Η κούκλα έμοιαζε με δεκαεξάχρονο αγόρι, ντυμένο με βραδινό σακάκι, με βλέμμα κοφτερό και διαπεραστικό· τα γεμάτα ένταση μάτια της θύμιζαν εκείνα ενός γερακιού, γεμάτα ένταση και παρατηρητικότητα. «Ηταν το πρόσωπο που θα είχε ένας σάτυρος, ένας απεχθής χαμογελαστός σάτυρος. Ηθελα να του χιμήξω, να διαλύσω το κτηνώδες πρόσωπό του που χαμογελούσε πλατιά…».

Η Ρεβέκκα δεν απορρίπτει απλώς τον έρωτα παρά αποφεύγει κάθε μορφή συναισθηματικής δέσμευσης και διατηρεί αμυντική στάση. Ενώ εκείνος βυθίζεται στην εμμονή και την ψυχική του κατάρρευση, εκείνη παραμένει ανέγγιχτη, κλεισμένη στον δικό της κόσμο – έναν κόσμο που ελέγχει πλήρως, ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται μοναξιά και απομόνωση. Και η αποκάλυψη που εντέλει ακολουθεί είναι τρομακτική για εκείνον. Η Ρεβέκκα χρησιμοποιεί τον Χούλιο για τη σαρκική της ικανοποίηση και αυτό, για τα δεδομένα της τότε εποχής, είναι ανήκουστο. «Και τότε ήξερα. Κάτι μου άρπαξε τη καρδιά, με άδραξε η γλοιώδης και κρύα αρπαγή του φόβου».

Η ηρωίδα της Ντι Μοριέ είναι μια γυναίκα που έχει επιλέξει να αποσυνδέσει την ερωτική πράξη από τη συναισθηματική δέσμευση. Ο Χούλιο λειτουργεί ως συμβολικό αντίβαρο στην ανθρώπινη επαφή, που συχνά συνοδεύεται από πόνο και ανασφάλεια. Η σχέση με μια κούκλα είναι σταθερή, προβλέψιμη και άνευ απαιτήσεων, δηλαδή ένα αντικείμενο που δέχεται την παρουσία της χωρίς να απαιτεί ανταπόδοση. Επιπλέον, Η Κούκλα αγγίζει τη γυναικεία εμπειρία με έναν τρόπο προχωρημένο για την εποχή της, απελευθερώνοντας τη γυναικεία ψυχή από τα δεσμά των παγιωμένων στερεοτύπων.

Η δύναμη της Κούκλας, όμως, για τον σημερινό αναγνώστη δεν έγκειται τόσο στην ίδια την πλοκή όσο στην πυκνή, σχεδόν απειλητική ατμόσφαιρα που την περιβάλλει και τη διαπερνά από την αρχή ως το τέλος. Η χρήση λιτής γλώσσας επιτρέπει στη συγγραφέα να διατηρεί αφηγηματική αποστασιοποίηση, δημιουργώντας ταυτόχρονα έναν χώρο στον οποίο η αγωνία αναπτύσσεται αθόρυβα. Η αίσθηση ότι κάτι σκοτεινό και επικίνδυνο κρύβεται γίνεται όλο και πιο έντονη και κορυφώνεται στο τέλος του διηγήματος.

Το διήγημα θεωρείται πρόδρομος του εμβληματικού μυθιστορήματος Ρεβέκκα της Δάφνη ντι Μοριέ, το οποίο καθιερώθηκε ως κλασικό έργο του 20ού αιώνα και γνώρισε παγκόσμια αναγνώριση χάρη στην κινηματογραφική του μεταφορά από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ το 1940.

H Ντίνα Σαρακηνού διευθύνει το online λογοτεχνικό περιοδικό Literature.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα