Υπέρ φαρμακείων ο λόγος

Του ΔΗΜΗΤΡΗ Ν. ΠΑΤΣΑΚΗ

Τόσο ο αριθμός των φαρμακείων, όσο και η πυκνότητα της χωροθεσίας τους αναλόγως του πληθυσμού ή της ζήτησης, είναι σε πλήρη αντίθεση με την κοινή λογική. Χιλιάδες επιστήμονες ασκούν κατ’ ουσίαν εμπορία, διεκπεραιώνοντας τη συνταγογραφία του επίσης υψηλού αριθμού ιατρών.
Το κόστος λειτουργίας φαρμακείου δεν είναι το ίδιο σε όλη την επικράτεια. Ξεκινώντας από το γεγονός της αγοράς ή της κληροδότησης της περίφημης «άδειας», το ιδιόκτητο ή μισθωμένο κατάστημα και τον κύκλο εργασιών

που επιτυγχάνεται, έχοντας καλές σχέσεις τόσο με τους «πελάτες» όσο και με τους εκδότες των συνταγών, το αποτέλεσμα διαφέρει από τόπο σε τόπο.
Χωρίς να είμαι φαρμακοποιός, αντιλαμβάνομαι πως το δίκαιο δεν έχει μόνο μία ερμηνεία. Από την άλλη, δεν καταλαβαίνω με ποια λογική πρέπει κάποιοι να απαιτούν περισσότερα δικαιώματα από τους άλλους. Ποιος εμποδίζει, λόγου χάρη, τη συστέγαση περισσοτέρων του ενός φαρμακείων σε μια στέγη, επιτυγχάνοντας βελτίωση του σταθερού κόστους λειτουργίας, ανθρώπινα ωράρια εργασίας, ισχυρότερο διαπραγματευτικό πλεονέκτημα έναντι των προμηθευτών κ.λπ.; Οι εμμονές στη διατήρηση των κεκτημένων του παρελθόντος, αν δεν συνιστούν συντηρητική αντίληψη και μάλιστα στην περίοδο της κρίσης, τότε τι είναι;
Η μνημονιακή υποχρέωση ορίζει, μεταξύ των άλλων, πως η τιμολόγηση των φαρμάκων πρέπει να βασίζεται σε τρεις «πυλώνες»: Μείωση του ποσοστού –μεικτού– κέρδους. Συνδυασμό «εφάπαξ» αμοιβής εκτέλεσης της συνταγής και διαβάθμιση του παραπάνω ποσοστού αναλόγως της τιμής λιανικής πώλησης.
Συμπληρώνω πως σε καμία περίπτωση δεν τίθεται θέμα μείωσης αριθμού φαρμακείων ή φαρμακαποθηκών, παρ’ όλη την αντίθεση με τα όσα ισχύουν στην υπόλοιπη επικράτεια της ΕΕ. Το πόσοι θα «αντέξουν» είναι καθαρά ζήτημα λειτουργίας της αγοράς, στοιχείο το οποίο δεν έχει θιχτεί.
Σύμφωνα και με το τελευταίο Δελτίο Τιμών Φαρμάκων, για περισσότερο από το 98% των 11.399 σκευασμάτων, εφόσον η Λ.Τ. είναι μέχρι 200 ευρώ και συμπεριλαμβάνονται στα εκτός «»υψηλού κόστους», το μεικτό κέρδος (προ Φ.Π.Α.) είναι της τάξης του 30% τουλάχιστον. Το ποσοστό αυτό, μιλώντας για είδη υψηλής κυκλοφοριακής ταχύτητας, είναι αρκετά υψηλό, λαμβάνοντας υπόψη πως για πολλά άλλα συνεμπορευόμενα είδη (βρεφικά, καλλυντικά κ.λπ.) μπορεί να είναι και χαμηλότερο, λόγω του ανταγωνισμού από άλλους επαγγελματίες.
Για ποιον λόγο οι εκπρόσωποι των φαρμακοποιών δεν ζητούν την εφαρμογή λογικών αιτημάτων, για παράδειγμα, 0,50 ευρώ ανά συνταγή ανεξαρτήτως ύψους και διαβαθμισμένο ποσοστό βάσει των στατιστικών κατανάλωσης και τιμών πώλησης;
Υποθέτω πως οι αφελείς μου σκέψεις δεν είναι a priori απορριπτέες από αρκετούς επαγγελματίες φαρμακοποιούς.Tweet

Keywords
Τυχαία Θέματα