Ίσως στα παραμύθια να κρύβεται η αληθινή ζωή

12:31 31/7/2012 - Πηγή: Aixmi

Στους μικρούς τόπους δεν έχει ψέμματα με τις εποχές, ούτε και με το φως ή το σκοτάδι. Όταν ο ήλιος, πάρει την θέση του στην θάλασσα, η νύχτα δεν βγάζει πια χρώματα, μα ούτε και παράπλευρα φώτα παράγουν ψευδαισθήσεις.

Εκεί πάνω στο μαύρο, θυμάμαι τα παραμύθια του τόπου που έβγαλε για χρόνια διαδρομές  μα και ανθρώπους με αυτά. Το τσουκαλάκι, λοιπόν, μην βιαστείς να το απορρίψεις, ίσως φωτίσει λίγο, λιγάκι, την ζωή σου.

Μια φορά και ένα καιρό λοιπόν, ήταν ένα ζευγάρι που δεν έκανε παιδιά,

κάθε μέρα στις προσευχές τους παρακαλούσαν τον θεό (όποιο Θεό πίστευαν) να τους χαρίσει ένα μωράκι.

Ο χρόνος κυλούσε μα παιδί δεν ερχόταν.

Οι προσευχές όλο και δυνάμωναν, ώσπου μια μέρα χτύπησε η πόρτα, μα πως τα φέρνει έτσι η ζωή, ήταν ένα μικρό τσουκαλάκι. Άνοιξε η γυναίκα και το έβαλε στο σπίτι, εκείνο τους μίλησε με ανθρώπινη φωνή, αν με θέλετε κρατήστε με σαν παιδί σας. Το ζευγάρι χάρηκε που ακούστηκαν οι προσευχές του και απέκτησαν ακόμη και αργά έναν απόγονο, έστω και με χερούλια.

Ο καιρός περνούσε και το τσουκαλάκι γινόταν όλο και πιο κοινωνικό, ήταν τόση η εμπιστοσύνη που είχε από τους θετούς γονείς του που δεν ένιωθε καθόλου μειονεκτικά με τα υπόλοιπα παιδιά. Σε ένα γάμο ήταν όλοι η οικογένεια καλεσμένοι, μα το τσουκαλάκι θέλησε να παραμείνει λίγο περισσότερο, όπως όλοι στα νιάτα τους επάνω που το αίμα βράζει, έτσι  το άφησαν στο σπίτι της νύφης που κρατούσε γερά ο χορός, το γλέντι.

Αργά τη νύχτα η νύφη έβγαλε τα χρυσά της και ψάχνοντας να τα φυλάξει είδε το τσουκαλάκι, τα έβαλε μέσα και ξάπλωσε με τον γαμπρό μέσα σε φιλιά και χάδια.

Το τσουκαλάκι γύρισε σπίτι χαρούμενο, και έδωσε στην μάνα του το περιεχόμενο του, τα χρυσά της νύφης. Εκείνη χαρούμενη για την  αναπάντεχη επιτυχία το αγκάλιασε και το φίλησε, το στόλισε με ένα σωρό όμορφα λόγια και παινέματα.

Την επομένη ξαναπήγε μα η νύφη στα μισά της νύχτας ζορίστηκε, την έπιασε κόψιμο και αναζητούσε κάπου να τα κάμει. Τότε τα σπίτι είχαν απ’ έξω την τουαλέτα και ήταν ντροπή να βγεί έξω τόσο αργά. Είδε και πάλι το τσουκαλάκι και αμέσως ξελάφρωσε μέσα του.

Έτρεξε γρήγορα στο σπίτι μα το πρωί που το άνοιξε η μάνα του και είδε τα κακά της νύφης το συχάθηκε, νευρικά και απότομα το έδιωξε από το σπίτι. Το πέταξε σαν τρίχα από ζυμάρι.

Εκείνο στεναχωρημένο φώναζε από την αυλή: «τα λιλιά λιλιά τα θέλεις τα κακά κακά δε θέλεις;»

Το τσουκαλάκι, το παραμύθι πέρασε, έφυγε, ξεμάκρυνε αφήνοντας μια πικρή γεύση στην ζωντανή παρέα, που μπορεί και λέει τις μεγαλύτερες αλήθειες με τον πιο γλυκό τρόπο.

Όσο μας προσφέρουν, ικανοποιούν τα θέλω μας και στέκουν στο ένα πόδι χαμογελάμε ευχαριστημένα και φιλάρεσκα.

Μα όταν κάτι γίνεται πιο δύσκολο, όποιος σταματά να φέρνει λιλιά και δώρα, αλλά κουβαλά τον προσωπικό του πόνο, γίνεται έρμα βαποριού, απόνερα, που στην πρώτη ευκαιρία συνήθως τον αδειάζουμε μην αντέχοντας την συμμετοχή μας στο δράμα του συγγενή ή του γείτονα.

Πιο δύσκολο γίνεται όταν συγκριθεί ο μύθος με την διαδρομή της ηλικίας. Όσ

Keywords
Τυχαία Θέματα