Ήρωες σε μαυρόασπρο ή έγχρωμο φόντο

Και ενώ κινηματογραφικά η καρδιά της χώρας κινείται γύρω από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, οι μη έχοντες τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν τα όσα διαδραματίζονται στις αίθουσες του φεστιβάλ, θα αρκεστούν σε ήρωες που αντιμετωπίζουν διλήμματα και κινηματογραφιστές που επιλέγουν να πουν τις ιστορίες τους σε έγχρωμο ή ασπρόμαυρο φιλμ.

από

τη Μαρίτα Μελέτη

Ida

Λεζάντα: (Δραματική, 2013, Διάρκεια: 82′) Πολωνική ταινία σε σκηνοθεσία του Πάβελ Παβλικόφσκι, με τους Αγκάτα Τρεμπουσόφσκα, Αγκάτα Κουλέζα και Νταβίντ Όγκροντνικ.

Το 1962 και ενώ η Πολωνία διχάζεται κάτω από το κομμουνιστικό παρόν και το καθολικό παρελθόν της, προσπαθώντας να αντιληφθεί τις εξελίξεις που έρχονται, η Άννα, μια δόκιμη μοναχή συναντά τη μόνη ζωντανή συγγενή της, τη θεία της και αδερφή της μητέρας της Βάντα. Εκείνη την υποδέχεται¬ στωικά στην αρχή και της αποκαλύπτει πως είναι κόρη Εβραιοπολωνών, οι οποίοι σκοτώθηκαν στον πόλεμο, και το βαφτιστικό όνομά της είναι Ίντα. Θεία και ανιψιά ξεκινούν μαζί ένα ταξίδι ανεύρεσης του τάφου, αλλά και του τρόπου θανάτου των συγγενών τους, σε ένα κινηματογραφικό οδοιπορικό που θα μπορούσε να εξελιχτεί σε ψυχολογικό θρίλερ, κοινωνικό δράμα ή ιστορικό χρονικό. Στιλιζαρισμένο όσο και συγκινητικό, λιτό μα και εικαστικά συναρπαστικό οδοιπορικό στις απωθημένες αλήθειες, τις ενοχές και τις ψευδαισθήσεις μιας ολόκληρης εποχής. Το λιτό και διάρκειας μόλις 82 λεπτών «Ida», όμως, αποδεικνύεται τελικά κάτι πολύ πολυπλοκότερο.

Γεννημένος στη Βαρσοβία, ο 57χρονος Πάβελ Παβλικόφσκι ξεκίνησε την κινηματογραφική του καριέρα στη Μεγάλη Βρετανία και κέρδισε φήμη με τα «Το Τελευταίο Καταφύγιο» και «Το Καλοκαίρι του Έρωτά μου». Με το «Ida» επισκέπτεται για πρώτη φορά κινηματογραφικά την πατρίδα του, επιστρέφοντας στην γκρίζα και μελαγχολική μεταπολεμική της πραγματικότητα, η οποία είναι πολύ πιο ανήσυχη απ’ όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Τα γεωμετρικά, ακίνητα και ασπρόμαυρα κάδρα του την αναβιώνουν με έναν ονειρικό ρεαλισμό, αποπνέοντας μια αίσθηση μοντέρνου στιλιζαρίσματος και ταυτόχρονα ταινίας εποχής.

Περνώντας μέσα από το τέλος των ιδεολογιών, την επώδυνη εθνική ενηλικίωση και τα αδιέξοδα διλήμματα της πολιτικής, το «Ida» επικεντρώνεται με κινηματογραφική σοφία και αφηγηματική απλότητα στη σχέση δύο παγιδευμένων στις ψευδαισθήσεις τους γυναικών. Μέσα στο βλέμμα τους συμπυκνώνει ιστορικά ψέματα και αλήθειες ζωής. Πικρές, μα παρήγορες, τραγικές όσο κι αισιόδοξες. Ενώ περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια ένα αυστηρό εκεί και τότε, παραμένει διαχρονικό και απόλυτα επίκαιρο.

Ούτε να Πεθάνεις δεν Μπορείς (God’s Pocket)

Λεζάντα: (Δραματική, 2014, Διάρκεια: 88′) Αμερικανική ταινία σε σκηνοθεσία του Τζον Σλέιτερι, με τους Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Τζον Τορτούρο, Ρίτσαρντ Τζένκινς και Κριστίνα Χέντρικς.

Η πρώτη σκηνοθετική¬ προσπάθεια του ηθοποιού Τζον Σλέιτερι έμελλε να είναι και ο τελευταίος πρωταγωνιστικός ρόλος στην καριέρα του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Μόλις δύο βδομάδες μετά την πρεμιέρα του φιλμ στο Φεστιβάλ του Σάντανς τον προηγούμενο Ιανουάριο, ο 47χρονος σταρ βρέθηκε νεκρός στο δια¬μέρισμά του. Το «Ούτε να Πεθάνεις δεν Μπορείς» είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα του Πιτ Ντέξτερ «The Paperboy», γραμμένο το 1983, και συνδυάζει το κοινωνικό δράμα με το γκανγκστερικό θρίλερ και τη μαύρη κωμωδία.

Ο Χόφμαν υποδύεται έναν κάτοικο της Φιλαδέλφειας, τον άνθρωπο της πιάτσας Μίκι, ο οποίος προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με την αδέξια καθημερινότητα του Γκοντς Πόκετ. Τα πράγματα, όμως, μπεδεύονται επικίνδυνα, όταν ο ψυχολογικά ασταθής θετός γιος του σκοτώνεται σε εργατικό δυστύχημα κι εκείνος αναλαμβάνει, αφενός να ανακαλύψει την αλήθεια και αφετέρου να κανονίσει τα της κηδείας, μπερδεμένος ανάμεσα σε οικονομικά και οικογενειακά προβλήματα, μια οργανωμένη ληστεία, αλλά και συσσωρευμένη γκαντεμιά.

Η έντονα κωμική διάθεση, η οποία συνοδεύει τις άτυχες προσπάθειες του Μίκι, είναι και το στοιχείο που προσπαθεί να διαφοροποιήσει πικάντικα αυτό το χαμηλότονο δράμα από τον συνηθισμένο κοινωνικό ρεαλισμό, που χαρακτηρίζει τις περισσότερες ανεξάρτητες αμερικάνικες παραγωγές. Έτσι, κωμικές σκηνές με βίαιο χαρακτήρα, επηρεασμένες από τις ταινίες του Ταραντίνο, συνδυάζονται με ένα μελαγχολικό ρεαλισμό, ενώ βαθιά απελπισμένοι χαρακτήρες μπερδεύονται σε κωμικοτραγικές παρεξηγήσεις και το Ντέβιλς Πόκετ της δεκαετίας του ’80 ζωντανεύει σαν ένας μικρόκοσμος, όπου δεν ξέρεις αν θα πεθαίνεις από τα γέλια ή τα κλάματα. Πρόκειται για ένα αναποφάσιστο αφηγηματικό ύφος, που πατώντας σε ένα συχνά αμήχανο σενάριο αφήνει τον θεατή εντελώς μετέωρο απέναντι στα γεγονότα και στους χαρακτήρες της ταινίας, η οποία ολοκληρώνεται αδέξια σαν μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία.

Προσεχώς

Δυο Ημέρες, Μια Νύχτα (Deux Jours, Une nuit)

Παρότι έχει σαρώσει όλα τα βραβεία του Φεστιβάλ Κανών (δύο φορές Χρυσό Φοίνικα), το ασυναγώνιστο δίδυμο των Βέλγων κινηματογραφιστών έφυγε από τη φετινή Κρουαζέτ με άδεια χέρια, υπογράφοντας παρόλα αυτά μία από τις σπουδαιότερες ταινίες της καριέρας του. Στο απόλυτα επίκαιρο πολιτικά και συγκινητικό όσο δεν περιγράφεται «Δυο Ημέρες, Μια Νύχτα» η εργάτρια εργοστασίου Μαριόν Κοτιγιάρ έχει στη διάθεσή της ένα σαββατοκύριακο για να πείσει τους δεκάξι συναδέλφους της να αλλάξουν την απόφασή τους (έχει ήδη προηγηθεί μια ψηφοφορία) και να ψηφίσουν υπέρ της παραμονής της στη δουλειά, θυσιάζοντας έτσι το χιλίων ευρώ ετήσιο μπόνους τους.

We Are The Best!

Τρεις νεαρές μαθήτριες σχηματίζουν μια πανκ μπάντα στη Σουηδία του ’80. Σε συνέχεια των «Δείξε μου Αγάπη», «Μαζί» και «Λίλια για Πάντα», το «We are the Best!» είναι η έβδομη ταινία του Λούκας Μούντισον, όπου παρουσιάζει την Μπόμπο, την Κλάρα και τη Χέντβιγκ, τρεις μικρές επαναστάτριες στη Στοκχόλμη των ˮ80s. Οι τρεις κοπέλες, παρά τις διαφορές τους, βρίσκουν το κοινό τους στοιχείο στη μουσική και φτιάχνουν μια μπάντα χωρίς να έχουν μουσικά όργανα, θέλοντας να αποδείξουν ότι η πανκ μουσική δεν έχει πεθάνει και ότι εκείνες είναι «οι καλύτερες», σε μια προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης από τους μεγάλους και το σχολείο.

Keywords
Τυχαία Θέματα