Ένας άνθρωπος σε ένα χωριό

Ένα άγνωστο διήγημα του Κωστή Παλαμά πιο επίκαιρο από ποτέ...

Το «Ένας άνθρωπος σε ένα χωριό» αποτελεί ένα από τα πλέον αποκαλυπτικά και αλληγορικά διηγήματα του ποιητή Κωστή Παλαμά. Γράφτηκε το έτος 1900 και αναδημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1920 στο φιλολογικό περιοδικό της εποχής «Ο ΝΟΥΜΑΣ». Παρόλη την δυναμικότητά του, παραμένει ουσιαστικά άγνωστο στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, μια και ποτέ δεν δημοσιεύτηκε.

Το σύντομο αυτό διήγημα αποδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρο, καθώς ο Κωστής Παλαμάς

αποκαλύπτει με το μοναδικό του, ανεπανάληπτο ύφος, τον χαρακτήρα του Προφήτη, του Αναμορφωτή, ή του Παιδαγωγού, την υφή της διδασκαλίας του, τον ρόλο του στην κοινωνία, καθώς και την τύχη που τον περιμένει…

« Ἀπὸ τόπον ἄλλον ἕνας ἄνθρωπος ἦλθε σὲ ἕνα χωριό.

Τὸ Χωριὸ σὰ βυθισμένο σὲ λαγκάδι. Γύρω, τοῦ χωριοῦ οἱ πλαγιές, τοίχοι φυλακῆς χλωροπράσινης.

Καὶ εἴπεν ὁ ἄνθρωπος πρὸς τοὺς χωριάτες:

-Τί ὡραῖος καὶ τί μεγάλος ποῦ δείχνεται ὁ κόσμος γύρω σας!

Καὶ τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ χωριάτες:

-Ἀλήθεια! Ὅλο πρασινάδες μᾶς περιζώνουν.

Τὰ βουνά μας ἔχουμε, τὰ βουνά μας. Ἔχουμε καὶ τὰ λιοστάσια μας. Ζοῦμε ἀπ’ αὐτά. Πέρα ἐκεῖ στὸ ριζοβούνι δυὸ τρεῖς φορές τό χρόνο σταίνουμε ζωηρότατα πανηγύρια καὶ γλεντοκοποῦμε.

Τὸ στρώνουμε στὸν ἴσκιο τῆς Κουκουναριᾶς. Πλέκουμε στεφάνια ἀπό μυτριές καὶ τὰ φοροῦμε. Τὸ μεγάλο πράσινο ζουνάρι τοῦ λαγκαδιοῦ μᾶς σφιχτοδένει χειμῶνα καλοκαίρι. Σὰ δὲ σκάφτουμε καὶ σὰ δὲν οργώνουμε, τὸ χαιρόμαστε ἀπὸ τὰ παράθυρά μας.

Καὶ τοὺς εἶπε τότε ὁ ἄνθρωπος:

-Κάτι ἄλλο ἤθελα νὰ σᾶς πῶ. Τὸν κόσμο γύρω σας, τὸν ὡραῖο καὶ τὸν μεγάλο, δὲν εἶναι μπορετό ἄνθρωποί μου, νὰ τονὲ χαρῆτε ἀπὸ τὰ παραθύρια σας.

Τραβᾶτε, σκαρφαλώστε στὸ βουνό, τραβᾶτε παραπέρα ἀπὸ τὰ πανηγύρια σας, κάτου στὴ ριζοβουνιά, ψηλότερα, ψηλότερα, κι’ὡς τὴν κορφή του φτάστε.

Κι’ ἀφοῦ φτάστ’ ἐκεῖ, τότε ρίχτε μιὰ ματιὰ πλατιά, μακριά, τριγύρω σας, πρὸς τὰ βάθια καὶ πρὸς τὰ πλάτια, πρὸς τοὺς ὁρἰζοντες ποὺ δὲν τοὺς βλέπετε καὶ δὲν τοὺς ἔχετε ἀπὸ τὰ παραθύρια σας.

Οὐρανοῦς, ὠκεανοῦς, ὅλα τὰ χρώματα καὶ ὅλο τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέριαν, ἀκομμάτιαστη ὁλόγυρά σας.

Θὰ ἰδῆτε τότε κάτου κάτου κάτου, παράμερα, βαθιά, ἕνα μικρό σημάδι ἀσπροδερό ποὺ μιὰ λιγνή λουρίδα θὰ τὸ φασκιώνει βαθυπράσινη. Καὶ θὰ εἶναι τὸ χωριό σας μὲ τὴ λαγκαδιά του.

Ὅμως τότε, ὅταν θὰ τὸ ματιάσετε ἀπὸ μακριά μακριά, σὰν κάτι λιγοστό καὶ σὰν κάτι ξένο καὶ σὰν κάτι μακρυσμένο, τότε ποὺ θὰ τὸ διῆτε ὁλάκερο, συμμαζεμένο, σὰν κάτι ζωντανό, ὀργανικό ἢ σὰ μιὰ καλοδουλεμένη ζωγραφιὰ μὲ τὴν κορνίζα της, εἰκόνα ποὺ μικρούλα κι ἄν εἶναι, δὲ χάνει τίποτα ἀπὸ τὴν χάρη της, τότε ἄνθρωποί μου, τότε ποὺ θὰ ξανοίξετε τὴν μικράδα καὶ τὴν ταπεινοσύνη τοῦ χωριοῦ σας μπρὸς στὸν ὁλόκοσμο, τότε μαζί θὰ νοιώσετε μέσα σας πιὸ βαθιά τὴν ἀγάπη τοῦ χωριοῦ σας.

Γιατὶ θὰ διῆτε πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρισμέν’ ἡ πατρίδα σας, πὼς εἶναι καὶ αύτὴ σφιχτοδεμένη μὲ τἄλλα πετράδια γύρω στὸ δαχ

Keywords
Τυχαία Θέματα