Μια φάκα για κάθε «νοικοκύρη».

Η ακριβής ετυμολογία της λέξης νοικοκύρης είναι από το εν + οίκος + κύριος και σημαίνει αυτός που διαχειρίζεται τα οικονομικά και όχι μόνο του σπιτιού. Το κράτος αν και εχθρικό εκμεταλλευτικό προς τον πολίτη δημιούργησε πρότυπα συμπεριφοράς μέσα από τους κρατικούς θεσμούς που έχουν και αυτοί τη δύναμη να χειραγωγούν και να διαμορφώνουν αντιλήψεις με αποτέλεσμα ο όρος να καταλήξει να έχει και κάποια αρνητικά χαρακτηριστικά αυτά του «μικροαστού» που....
κλεισμένος στο καβούκι του κοιτάζει τη δουλειά του και δεν ενδιαφέρεται
για ότι γίνεται γύρω του αναζητώντας «ησυχία τάξη και ασφάλεια»
Τώρα ας βρούμε τι σχέση έχουν μεταξύ τους ένα μαγαζί, ένα τζιπ, ένα σπίτι, μία θέση στο δημόσιο, μία δουλειά και οι αποταμιεύσεις.
Ήταν το τυρί για να πιαστεί στη φάκα ο Έλληνας πολίτης και μάλιστα ο νομοταγής, ο νοικοκύρης που λέει ο λαός. Αυτός που κάποτε φοβόταν μην έρθουν οι μπολσεβίκοι και του πάρουν το σπίτι, το μαγαζί, το εξοχικό, το αμάξι. Αυτός που ψήφιζε πάντα ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, ακόμα και χωρίς προσδοκία πελατειακών απολαβών μόνο και μόνο για να έχει την ησυχία του που πίστευε ότι θα του εξασφάλιζαν.
Οι πολλές φάκες στήθηκαν τα δύο τελευταία χρόνια αλλά είχαν αρχίσει να στήνονται πολλά χρόνια πριν απλώς δεν ήταν πολύ ορατές και τις έδειχναν οι οθόνες της τηλεόρασης.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι όποιο δρόμο και σχέδιο ζωής και να είχε ένας Έλληνας πολίτης στο τέλος του δρόμου υπήρχε μία φάκα. Και από αυτή τη φάκα δεν γλυτώνει κανείς ότι και αν έκανε, όποιο δρόμο και αν ακολουθούσε.
Έτσι η φράση «Μαζί τα φάγαμε» έχει και μια άλλη ερμηνεία για το μέσο Έλληνα που δεν έφαγε και δεν έκλεψε. Και για εκείνον που ποτέ δεν χτύπησε την πόρτα κάποιου πολιτικού γραφείου. Η ερμηνεία αυτή είναι: «Ας πρόσεχες να έτρωγες και εσύ όσο ήταν καιρός, αφού είσαι τόσο βλάκας και δεν έφαγες πλήρωνε τώρα».
Τη φάκα την είδαν πρώτοι οι μαγαζάτορες με τα «αντικειμενικά κριτήρια» της δεκαετίας του 90. Τους ήρθε φόρος μεγαλύτερος από τα κέρδη ως μια πολιτική κλεισίματος με την οποία σήμερα ολοκληρώνεται και η τελευταία πράξη του δράματος.
Τους έλεγαν «σκουπίδια», «φοροφυγάδες» και «δείγματα υπανάπτυξης».
Αλλά πριν χρόνια το μαγαζί είχε γίνει η μοναδική δουλειά για την οποία δεν χρειαζόταν «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων». Και αυτό γιατί πίστευαν ότι ο μικρός επιχειρηματίας θα άλλαζε συνείδηση και θα γινόταν μικροαστός και «νοικοκύρης».
Και ας μην ξεχνάμε ότι η θέση στο δημόσιο έγινε ελκυστική σχετικά πρόσφατα όταν τα πρώτα μικρομάγαζα και βιοτεχνίες άρχισαν να βάζουν λουκέτο και πολλοί ιδιοκτήτες έχασαν τα πάντα και οδηγήθηκαν στον Κορυδαλλό ή στην αυτοκτονία. Τότε το Δημόσιο έγινε όνειρο για το παιδί κάθε «νοικοκύρη» μικροαστού που πρόσφερε τα λίγα αλλά καλά και σίγουρα.
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι ο χώρος αυτός είναι βαθειά συντηρητικός που διαμορφώνει συνειδήσεις
Μετά πιάστηκαν στη «φάκα» όσοι σακούλιαζαν πιστεύοντας ότι θα γίνουν μια μέρα πλούσιοι.
Οι κάπως μεγαλύτεροι
Keywords
Τυχαία Θέματα