QV – Review

Puzzles and penguins.

Οι τάσεις στα videogames γενικά αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου. Κάποτε τα adventures καθόνταν άνετα στην κορυφή του θρόνου, αργότερα ήρθαν τα FPS, σήμερα συναντάμε πολλές ΑΑΑ (ή και “4Α”) cinematic υπερπαραγωγές. Από την άλλη, τα puzzle games δήλωναν πάντα παρόντα και εξακολουθούν να έχουν φανατικό κοινό. Ποιος μπορεί για παράδειγμα να ξεχάσει το Tetris,

που μονοπώλησε το ενδιαφέρον πάρα πολλών στο θρυλικό Gameboy και εξακολουθεί να μας δίνει αξιολογότατες κυκλοφορίες ως σήμερα; Το παιχνίδι με τον τίτλο QV που θα εξετάσουμε σε αυτό το κείμενο, είναι η πρόταση της νεαρής κορεάτικης εταιρίας Izzle σε αυτήν την κατηγορία. Δυστυχώς, η έλλειψη εμπειρίας των δημιουργών φαίνεται σε πολλά σημεία του παιχνιδιού, αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Στον κόσμο του QV, ο dimensional core που βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου είναι έτοιμος να καταρρεύσει. Η πρωταγωνίστρια Quby, ως μέλος μιας διαλεγμένης φυλής που προστατεύει τον πυρήνα, είναι η μόνη που μπορεί να επαναφέρει την ισορροπία. Έτσι, θα ταξιδέψει σε έξι κόσμους και συνολικά 43 πίστες, προκειμένου να μαζέψει έξι κρυστάλλους που θα της χρειαστούν για να επιτύχει τον στόχο της. Θετικό είναι το ότι υπάρχει μια ιστορία που δικαιολογεί τα όσα διαδραματίζονται στην οθόνη, αλλά η αδιάφορη εξέλιξη και οι διάλογοι κάνουν τελικά την παρουσία της μάλλον περιττή. Άλλωστε, αρκετά συχνά θα συναντήσουμε συντακτικά και άλλα δίκην google translate λάθη στους διαλόγους, ένα πρώτο δείγμα από την έλλειψη προσοχής των δημιουργών.

Θα θέλαμε να αναφερθούμε καταρχάς στον οπτικοακουστικό τομέα, μια ίσως περίεργη προσέγγιση καθώς στα puzzle games δεν είναι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Από την άλλη, υπάρχουν πολλά παιχνίδια της κατηγορίας που μας έχουν προσφέρει ένα παραπάνω από αξιοπρεπές αποτέλεσμα (το Captain Toad: Treasure Tracker μάς έρχεται στο μυαλό). Στο QV η δουλειά που έχει γίνει δεν μας ικανοποίησε. Τα γραφικά έχουν μικρή ανάλυση, πολύ λίγη λεπτομέρεια και άσχημα, ξεπλυμένα χρώματα. Υποτίθεται ότι ταξιδεύουμε σε περιοχές όπως λιβάδια, ερήμους κ.λπ. αλλά το μόνο που αλλάζει είναι η χρωματική παλέτα, ενώ ο όλος grid σχεδιασμός των επιπέδων χαλάει το immersion και συνεχώς αισθανόμαστε ότι προχωράμε σε σκεπές κτιρίων και όχι σε ανοιχτές περιοχές.

Τα δε cutscenes πριν την έναρξη των επιπέδων (αυτά με τα ορθογραφικά λάθη) είναι σχεδιασμένα με την πιο generic anime λογική που μπορεί κάποιος να φανταστεί, μια επιλογή που την έχουμε δει εκατοντάδες φορές στο παρελθόν. Το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι πολλές φορές όταν ξεκινάει το επίπεδο, το hint που υπάρχει κάτω από το όνομά του δεν διαβάζεται, καθώς τα γράμματα έχουν το ίδιο χρώμα με το background. Τα γραφικά αδυνατούν λοιπόν να εντυπωσιάσουν και περνούν τελικά απαρατήρητα.

Στο θέμα του ήχου τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Όχι απλά περνάει απαρατήρητος, αλλά κατάφερε πραγματικά να μας εκνευρίσει. Μουσική που μας θύμισε elevator music με λούπες των τριών δευτερολέπτων, σαν αυτές που δυστυχώς ακούμε στα ΑΒ Βασιλόπουλος και μας κάνουν να νοιώθουμε οίκτο για τον δύσμοιρο μουσικό που τις συνέθεσε και τις ηχογράφησε. Θα θέλαμε εδώ κάποιος που έχει σπουδάσει marketing να μας εξηγήσει επιτέλους ποια επιχειρηματική λογική επιβάλλει αυτή τη μουσική στα super markets και γιατί δεν μπορούμε να ακούσουμε κάτι ποιο εκλεκτό, όπως Bolt Thrower ή Witchfinder General.

Σε συνδυασμό με τα ελάχιστα ηχητικά εφέ, το παιχνίδι κατάφερε να είναι από τα ελάχιστα στα οποία θέλαμε να πατήσουμε το mute και να βάλουμε το νέο άλμπουμ των AC/DC που δόθηκε πρόσφατα δωρεάν στο Youtube ή κανένα βιντεάκι με τον αγαπημένο μας αρχισυντάκτη να παρουσιάζει περιχαρής τις νέες κονσόλες.

Ευτυχώς στο gameplay τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα, αν και δεν καταφέρνουν να πιάσουν ικανοποιητικά επίπεδα. Ο χαρακτήρας μας κινείται ουσιαστικά σε οκτώ κατευθύνσεις λόγω της top down οπτικής και σκοπός μας σε κάθε επίπεδο είναι να βρούμε το διακόπτη που ανοίγει την έξοδο και να οδηγήσουμε τον ή τους χαρακτήρες μας σε αυτήν. Έτσι, θα σπρώξουμε κιβώτια που μας κλείνουν το δρόμο ή για να πατήσουμε διακόπτες που ανοίγουν πόρτες, θα χρησιμοποιήσουμε portals που υπάρχουν στο έδαφος ή που ανοίγουμε εμείς σε συγκεκριμένα σημεία – μονόλιθους για να ενώσουμε δύο από αυτούς, ενώ με τη μαγική μας βούρτσα μπορούμε να πάρουμε μπογιά από κουβάδες, να βάψουμε μια ευθεία στο νερό και να βαδίσουμε πάνω του.

Τέλος, σε μερικά σημεία υπάρχουν βωμοί με νερό και φωτιά και golems που τους φυλάσσουν. Αν πάρουμε νερό και σβήσουμε τη φωτιά, το golem θα πάει να την ανάψει και έτσι ο δρόμος θα ανοίξει. Στην πορεία θα συναντήσουμε και δύο άλλους χαρακτήρες, έναν νοήμων πιγκουίνο από άλλη διάσταση και ένα κορίτσι που μοιάζει εκπληκτικά στην Quby αλλά στο πιο goth (πείτε την Dark Quby). Ο πιγκουίνος μπορεί μόνο να περπατάει ενώ η άλλη Quby μπορεί να χρησιμοποιήσει και τις υπόλοιπες δυνάμεις της πρωταγωνίστριας.

Μπορούμε να αλλάξουμε άμεσα χαρακτήρες με το πάτημα ενός κουμπιού και φυσικά η συνεργασία είναι απαραίτητη για να ολοκληρώσουμε το επίπεδο. Είναι όμως τελείως αδικαιολόγητη η απουσία επιπέδων που χειριζόμαστε και τους τρεις χαρακτήρες, ώστε η πρόκληση να αυξηθεί. Γενικά οι μηχανισμοί αυτοί δουλεύουν, αλλά τους συναντάμε όλους από νωρίς, είναι μάλλον λίγοι σε αριθμό, δεν προσφέρουν κάτι νέο και στην πορεία έχουμε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που καταντάει κουραστικό.

H πρόκληση γενικότερα βρίσκεται σε ανεκτά επίπεδα. Στο normal δεν είναι μεγάλη και μόνο στα τελευταία επίπεδα μπορεί κάποιος να κολλήσει λίγο παραπάνω. Υπάρχει και Hard, ενώ με την ολοκλήρωση του παιχνιδιού ξεκλειδώνει και η extra hard, ή “QV” όπως την ονομάζει. Ο βασικός κορμός των επιπέδων παραμένει ίδιος, απλά αυξάνονται τα puzzles που πρέπει να λύσουμε. Γενικά, με αρκετό χρόνο όλα τα επίπεδα βγαίνουν και ευτυχώς στις μεγαλύτερες δυσκολίες βάζουν τον παίκτη να σκεφτεί αρκετά, χωρίς να απαιτούν IQ άνω του 200 για να ολοκληρωθούν.

Σε κάθε επίπεδο υπάρχουν και τρεις νεράιδες κρυμμένες, τις οποίες τις περισσότερες φορές θα τις συναντήσουμε επάνω στο δρόμο μας και απλά πρέπει κάποιες φορές να τις ξεχωρίσουμε από το background. Η συλλογή τους δεν εξυπηρετεί κάτι άλλο εκτός από το σημαδάκι στο χάρτη, όπου βλέπουμε επίσης και σε ποιες δυσκολίες ολοκληρώσαμε κάθε επίπεδο. Η πλάκα είναι ότι υπάρχει και easy δυσκολία που ξεκλειδώνει όμως μόνο αν τελειώσουμε το level σε μεγαλύτερη difficulty, και η ολοκλήρωση της οποίας δεν φαίνεται καν στο χάρτη. Ειλικρινά δεν μπορούμε να σκεφτούμε γιατί κάποιος θα θελήσει να παίξει ένα επίπεδο σε μικρότερη δυσκολία από αυτήν που το έχει ήδη βγάλει. Σίγουρα όχι για τα γραφικά ή τη μουσική,,, Εκτός κι αν δώσουμε το save μας σε ένα μικρότερο αδελφάκι που θέλει να ασχοληθεί.

Κοντολογίς, το QV αποκαλύπτει την απειρία των δημιουργών του σε πολλά σημεία. Ο κακός οπτικοακουστικός τομέας , οι τσαπατσουλιές των προγραμματιστών, η όλη mobile γεύση που αφήνει (θα κυκλοφορήσει άλλωστε και για iOS και Android) και το επαναλαμβανόμενο gameplay, που απέχει παρασάγγας από το αντίστοιχο εθιστικό πολλών καλών τίτλων του είδους, το κάνουν θελκτικό μόνο σε μια προσφορά και μόνο για τους φανατικούς των puzzle games που δεν έχουν κάτι άλλο να παίξουν.

Το QV κυκλοφορεί για το Switch από 26/11/20. Το review βασίστηκε σε review code που λάβαμε από την εκδότρια εταιρεία CFK.

The post QV – Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα