Onimusha Warlords

Ένα Onimusha από τα παλιά... στην κυριολεξία.

Είναι πραγματικά εκπληκτικό το πώς αλλάζουν κάποια πράγματα στη βιομηχανία του gaming και πώς κάποιες "σταθερές αξίες" δείχνουν να ανατρέπονται. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από αυτό της Capcom δύσκολα θα μπορέσει να βρει κάποιος, με το πρόσφατο και γεμάτο στραβοπατήματα παρελθόν της, να αποτελεί ένα παράδειγμα προς αποφυγή για όλους. Ευτυχώς, αυτές οι αυτοκαταστροφικές τάσεις δείχνουν να ανήκουν στο παρελθόν, και με αιχμή του δόρατος το καταπληκτικό remake του Resident Evil

2, ίσως έχει έρθει η ώρα η αγαπημένη εταιρία να κερδίσει και πάλι την εκτίμηση του κοινού.

Σαφέστατα οι κινήσεις της έχουν μία νοσταλγική νότα, που μόνο οι μεγαλύτεροι θα εκτιμήσουν, και έτσι πέρα από τον εφιάλτη των Leon και Claire, οι περιπέτειες του Samanosuke στο Onimusha Warlords θα ξυπνήσουν ευχάριστες αναμνήσεις. Αλλά με μία σημαντική εξαίρεση. Το "νέο" Onimusha ακολουθεί τη λογική του remaster, οπότε, πέρα από ορισμένες πινελιές δεξιά και αριστερά αλλά και την ανεβασμένη ανάλυση, οι παίκτες δεν θα συναντήσουν κάτι νέο. Και αυτό είναι ένα σημαντικό ρίσκο γιατί οι μηχανισμοί του θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόμα και ως απαρχαιωμένοι, ειδικά για τους νέους ηλικιακά παίκτες.

Το Onimusha Warlords ανήκει στη χρυσή εποχή του PlayStation 2, τότε που τα action adventures ξεκίνησαν τα πρώτα, δειλά τους βήματα. Πραγματικά, ποιος μπορεί να ξεχάσει τον καταιγισμό τίτλων της Capcom, όπου κατόπιν πειραματισμών επάνω στη σειρά Resident Evil προέκυψαν τόσο η σειρά Onimusha, όσο και οι περιπέτειες του Dante στα Devil May Cry; Αλλά η νοσταλγία έχει ήδη αρχίσει να μας παρασέρνει επικίνδυνα, οπότε ας επικεντρωθούμε στην παρούσα κυκλοφορία. Το λιτό εισαγωγικό intro ενημερώνει τους παίκτες πως η ιστορία εκτυλίσσεται στην Ιαπωνία της περιόδου Sengoku, κάτι που μεταφράζεται από το 1467 έως το 1600.

Η δράση ξεκινάει σχεδόν αμέσως και συγκεκριμένα όταν ο Samonosuke Akechi, οδεύοντας προς το Inabayama Castle μαζί με την Princess Yuki, δέχεται επίθεση και η συνοδοιπόρος του πέφτει θύμα απαγωγής. Σε πολλά σημεία της περιπέτειας είναι εμφανές πως η Capcom έχει εμπνευστεί από ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, οπότε δεν είναι τυχαίο που ονόματα όπως αυτά των Nobunaga Oda και Toyotomi Hideyoshi θα ακολουθούν συνεχώς τους παίκτες. Το Onimusha Warlords, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, είναι ένα action adventure τρίτου προσώπου, όπου πολυγωνικοί χαρακτήρες κινούνται σε στατικά, pre-rendered περιβάλλοντα. Έχοντας κατά νου τους περιορισμούς του hardware του PlayStation 2 –ο τίτλος κυκλοφόρησε αργότερα και στο Xbox- η δημιουργία στατικών εικόνων έμοιαζε μονόδρομος ώστε να αποτυπωθεί ακόμα και η παραμικρή λεπτομέρεια στο χώρο. Αναμενόμενα, οι γωνίες λήψεις της κάμερας ήταν -και φυσικά παραμένουν- προκαθορισμένες (σε ύφος και λογική πρώτων Resident Evil), οπότε η κινηματογραφική ατμόσφαιρα θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Δυστυχώς, όμως, με αυτό τον τρόπο ο παίκτης θα δέχεται πολλές φορές επιθέσεις από εχθρούς που βρίσκονται εκτός οθόνης, κάτι πραγματικά άδικο αν αναλογιστεί κανείς πως το επίπεδο δυσκολίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί οριακά βατό. Οι μηχανισμοί του Onimusha πρακτικά ακολούθησαν τη λογική των τριών πρώτων Resident Evil και παρά τα παράπονα του κοινού εκείνη την εποχή, δυστυχώς η Capcom ουσιαστικά ποτέ δεν τα έλαβε υπόψιν, ακόμα και όταν απέσυρε τα pre-rendered backgrounds από το Onimusha 3. Το ευχάριστο με το Onimusha Warlords είναι πως, πρακτικά, ο παίκτης ναι μεν θα κάνει από την αρχή μέχρι το τέλος ακριβώς τα ίδια πράγματα, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο δεν θα βαρεθεί.

Κάθε φορά που ένας εχθρός θα τίθεται εκτός μάχης, θα απελευθερώνει πολύχρωμα orbs, τα γνωστά Oni. Ο Samanosuke, αξιοποιώντας το magic gauntlet του, θα είναι σε θέση να τα απορροφήσει, και μέσω του ανάλογου μενού να τα αξιοποιήσει ανάλογα. Τα τρία βασικά όπλα μπορούν να αναβαθμιστούν σε τρία levels για ακόμα καλύτερα αποτελέσματα, ενώ το ίδιο μπορεί να γίνει και με την πανοπλία του πρωταγωνιστή. Για τα σημερινά δεδομένα οι μηχανισμοί αυτοί δεν είναι και κάτι πρωτοποριακό, αλλά για το 2001 ήταν πραγματικά κάτι νέο. Αυτά τα ψήγματα RPG, μαζί με το γεγονός πως η ποικιλία στα περιβάλλοντα βάζει κάτω ακόμα και σύγχρονες δημιουργίες, καταφέρνουν να κρατήσουν τον παίκτη κοντά στον τίτλο από την αρχή μέχρι το τέλος, άσχετα αν ένα δεύτερο playthrough δείχνει περιττό μιας και πρακτικά δεν προσφέρει κάτι επιπλέον.

Το art direction της Capcom γύρω από τη σειρά, που καταφέρνει να αναμείξει το φεουδαρχικό στυλ της εποχής με τόνους φαντασίας, είναι κάτι που λείπει από τα σύγχρονα videogames, αν και από μόνο του δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κυκλοφορία του Onimusha Warlords, έστω και αν διατίθεται σε μειωμένη τιμή. Αναμφίβολα οι φίλοι της σειράς ανέμεναν -ή, μάλλον, ήλπιζαν- μία συλλογή των τριών πρώτων Onimusha, μία κίνηση που πραγματικά θα είχε λόγο ύπαρξης στην αγορά. Αν κάποιος ήθελε να γκρινιάξει θα μπορούσε να πει πως πρόκειται για μία "αρπαχτή" και τίποτα περισσότερο και πραγματικά δεν θα ήταν καθόλου υπερβολικός. Οι βελτιώσεις είναι πραγματικά ελάχιστες, οι προσθήκες πρακτικά ανύπαρκτες, ενώ και ο τεχνικός τομέας έχει τα θέματα του. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως από τον τίτλο απουσιάζει ο όρος "HD", αλλά για να είμαστε δίκαιοι, τα περιβάλλοντα εμφανίζονται αρκετά καθαρά και χωρίς θολές περιοχές.

Αλλά για τα σημερινά δεδομένα είναι απαράδεκτο να υπάρχει το στιγμιαίο πάγωμα όταν ο χρήστης μεταβαίνει σε μία νέα οθόνη ή όταν πρόκειται να εκκινήσει κάποιο cut scene. Οι χαρακτήρες έχουν μεταφερθεί απευθείας από το πρωτότυπο, οπότε είναι ενοχλητικό ορισμένα αντικείμενα να διαπερνούν με άνεση το σώμα τους ή ορισμένα textures να μην είναι και τόσο ξεκάθαρα. Ειδικά στα κοντινά πλάνα, δεν είναι λίγες οι φορές που η εικόνα είναι ανατριχιαστικά παρωχημένη.

Ευτυχώς η Capcom φρόντισε να αφήσει πίσω της το παλιό μοντέλο χειρισμού -άσχετα αν υπάρχει σαν επιλογή- και να υιοθετήσει ένα περισσότερο απλό αλλά και "σβέλτο". Στο πρωτότυπο ο παίκτης έπρεπε πρώτα να περιστρέψει τον χαρακτήρα και μετά να τον κινήσει εμπρός ή πίσω (tank controls). Πλέον, ο Samanosuke κινείται απευθείας προς την κατεύθυνση που θα του υποδείξει ο αναλογικός μοχλός, αν και με αυτόν τον τρόπο η AI δείχνει κάπως να μπερδεύεται.

Στο πρωτότυπο αυτή η αργή κίνηση του Samonosuke άφηνε το περιθώριο στους εχθρούς να υπολογίσουν τις επιθέσεις τους, δημιουργώντας παράλληλα μία αγχωτική αίσθηση. Πλέον, μιας και ο Samanosuke μπορεί και περιφέρεται σαφέστατα γρηγορότερα, μάλλον μπερδεύει τους εχθρούς του, οι οποίοι με τη σειρά τους θα κινούνται άχαρα στον χώρο.Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως η Capcom κινήθηκε αρκετά έξυπνα και συμπεριέλαβε τα πρωτότυπα ιαπωνικά voice overs, που κατά την γνώμη μας έλαμψαν δια της απουσίας τους από την ευρωπαϊκή κυκλοφορία του τίτλου το 2001. Η ατμόσφαιρά που δημιουργείται είναι γοητευτική και πραγματικά εκθέτουν την μεταγλωττισμένη έκδοση, η οποία χαρακτηρίζεται από διαλόγους γεμάτους υπερβολές, παύσεις, ξεσπάσματα και κενά.

Εν κατακλείδι, πραγματικά είναι πολύ δύσκολο να προτείνει κάποιος το Onimusha Warlords, γιατί είναι ακόμα μία από εκείνες τις περιπτώσεις που το συναίσθημα καλείται να υπερισχύσει της λογικής. Για τα σημερινά δεδομένα η συγκεκριμένη πρόταση δείχνει ξεπερασμένη σε όλους τους τομείς, όπου μόνο οι νοσταλγοί του πρωτότυπου θα περάσουν μαζί της ένα ή δύο απογεύματα γεμάτα όμορφες αναμνήσεις και έντονη δράση. Από εκεί και πέρα, οι νεότεροι αξίζει να το δουν για ιστορικούς και μόνο λόγους, έχοντας πάντα κατά νου την ηλικία του.

Το review βασίστηκε στην έκδοση του παιχνιδιού για PS4.

pcps4xbox oneswitch
Keywords
Τυχαία Θέματα