Σοφία Δημοπούλου: «Καλύτερα να σ’ έλεγαν Λισσάβω»

«Δε θέλω να γράψω. Κι όμως πρέπει. Να μην ξεχάσω, να μην ξεχαστώ. Το χέρι μου δυσκολεύεται να πιάσει το μολύβι, πολύ περισσότερο να ζωγραφίσει. Ό,τι μου έδινε χαρά τώρα μου φέρνει φόβο. Φοβάμαι μήπως και ωραιοποιήσω όσα συνέβησαν ζωγραφίζοντάς τα». Τα λόγια αυτά από τα χείλη ενός φαντάρου στο μικρασιατικό μέτωπο λίγο πριν από την καταστροφή αποκαλύπτουν την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή του τελευταίου βιβλίου της Σοφίας Δημοπούλου, Καλύτερα να σ’ έλεγαν Λισσάβω, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.

«Η νύχτα ακόμη είχε δύναμη. Υγρή, γεμάτη

μυρωδιές σαπισμένων φύλλων και τετερίσματα γρύλων, φωτεινή όμως, μ’ ένα φεγγάρι που φώτιζε κάθε νερόλακκο που είχε σχηματίσει η βροχή της προηγούμενης νύχτας». Ρουμλούκι, ο ρωμιότοπος της Ημαθίας που δημιουργήθηκε από τις συνεχείς προσχώσεις των ποταμών Αξιού, Λουδία και Αλιάκμονα· η περιοχή με την ίδια λαλιά, ίδια ενδυμασία, ίδια ήθη και έθιμα. Ο μυθιστορηματικός καμβάς του βιβλίου.

Το μυθιστόρημα ξεκινά το 1911, λίγο μετά τον Μακεδονικό Αγώνα και λίγο πριν από την απελευθέρωση της Δυτικής Μακεδονίας από τους Τούρκους, το 1912. Διατρέχει σημαντικούς σταθμούς της νεότερης ιστορίας (Μικρασιατική Εκστρατεία, Έπος του ’40) και καταλήγει στο 1995. Η συγγραφέας επωμίζεται την ευθύνη να παρουσιάσει ή, καλύτερα, να ανασυστήσει ένα ιστορικό περιβάλλον που ηχεί πολλαχώς στην ιστορία της λογοτεχνίας, με το βλέμμα του 21ου αιώνα, χωρίς να «αλώσει», βέβαια, την ιστορική παράδοση.

Ο ορφανός από πατέρα και μητέρα Νάσιος θα βρεθεί ψυχογιός κοντά σε έναν ζουρνατζή, με τον οποίο θα τους δέσουν όρκοι αμοιβαίας εκτίμησης. Θα γνωρίσει στην αυλή του μπέη, όπου ως παραγιός θα εργαστεί, τη Λισσάβω, την οποία θα ερωτευτεί και θα οριοθετήσει τη ζωή του σπάζοντας έτσι τις μεταλλικές αλυσίδες στο μονόχρωμο παλτό, που είχε φορέσει ως τότε η ζωή.

{jb_quote}Η γλώσσα από μόνη της γίνεται μέρος ενός δραματικού σχεδιασμού, προεξοφλώντας έτσι την αμέριστη συμπαράσταση και συμπόρευση του αναγνώστη.{/jb_quote}

Αίγινα, Ρουμλούκι, Νέα Υόρκη, Μικρά Ασία, Αθήνα, οι σημαντικότεροι σταθμοί μιας αγάπης που οι εκάστοτε συνθήκες δυσχεραίνουν την ολοκλήρωσή της. Φόνοι, πόλεμος, ταξίδια, φυλακή, πολιτικές αστάθειες και ιδεολογικές εξάρσεις στερούν τις γέφυρες σε δυο εραστές. Αλλά και οι δυο ήρωες συχνά διαταράσσουν ευθέως την ιεραρχία που έχει κληροδοτηθεί από τις προηγούμενες γενιές ως ριζωμένες αξίες του τόπου. Η Λισσάβω πηγαίνοντας κόντρα στη θέληση του πατέρα της για τον γάμο της, με τη διαφυγή της στο εξωτερικό – κάνοντας μάλιστα υπερατλαντικό ταξίδι, μένοντας αστεφάνωτη ενώ κυοφορεί τον καρπό του έρωτά της. Ο Νάσιος ακολουθώντας τη ζωγραφική, τις αριστερές ιδέες και διαπράττοντας εν θερμώ πράξεις κόντρα στα κοινωνικά στερεότυπα. Όλα αυτά για χάρη του έρωτα: «Όλες του οι αισθήσεις ήταν οξυμμένες, συντονισμένες με την επιθυμία να αγγίξει το απαλό δέρμα, να μυρίσει τον κόρφο της, να ακούσει τον γλυκό αναστεναγμό της, να γευτεί τη σάρκα των χειλιών της. Για την ώρα έμενε ακίνητος, με τα πόδια να στηρίζουν το όμορφο κεφάλι με τα μαύρα μαλλιά που, απλωμένα σε ακτίνες εβένινες, κάλυπταν το παλιό ντρίλινο παντελόνι του».

Τη συμπεριφορά του Νάσιου θα λέγαμε πως, όχι άδικα, τη διακρίνει συχνά ένας αμυντικός μηχανισμός, ένα αντανακλαστικό φόβου και ενοχής για ό,τι είχε συντελεστεί. Πρέπει να γίνει αντιληπτό στον αναγνώστη πως ο θάνατος της μητέρας του θα δηλητηριάσει τον εγωισμό του, οριοθετώντας εν πολλοίς τη συμπεριφορά του. Δυο ήρωες, λοιπόν, που τους δόθηκε περιορισμένος «χώρος δράσης»: «Η Λίζα πολλές φορές αναρωτήθηκε πού ήταν η ελευθερία για την οποία διατεινόταν ο Νάσιος στις κουβέντες του. Για ποια ελευθερία τής μιλούσε, για ποια αγωνίζονταν; Ένα όνειρο είναι, κάτι άπιαστο και μακρινό, τόσα χρόνια λίγο το άγγιξαν κι έπειτα διαλύθηκε ξανά, σαν χιόνι που έλιωσε και τους έμεινε η χαρά».

Συμπερασματικά ακολουθείται μια κυκλική αφήγηση με επιστροφή στην αρχή των συμβάντων, προσγειωμένη στην ειρωνική διάσταση της ζωής που αναμοχλεύει τις διαστάσεις της ιστορίας. Οι ήρωες παρουσιάζονται ως αμήχανοι χαρακτήρες, που μέσα όμως από την αυθεντικότητα των πράξεών τους αναδεικνύουν την αλήθεια των λόγων τους από ένα δύσκολο ιστορικό μετερίζι ενάντια στην πατριαρχία και στην προκατάληψη.

Η γλώσσα από μόνη της γίνεται μέρος ενός δραματικού σχεδιασμού, προεξοφλώντας έτσι την αμέριστη συμπαράσταση και συμπόρευση του αναγνώστη. Αρκετές φορές μάλιστα μορφάζει στο φθαρμένο μεγαλείο των χρηστών ηθών, επαρχιακής κοπής, με τις οδυνηρές τους, βέβαια, επιπτώσεις. Λυρικές διακυμάνσεις, σιωπές – αφηγηματικές παύσεις που εξασφαλίζουν την επικείμενη νευρικότητα και την έκρηξη της στιγμής. Μια εναλλαγή ψιθύρου και κραυγής. Ένα συναισθηματικό φορτίο που μεταβιβάζεται επιτυχώς στον αναγνώστη. Το αποτέλεσμα δίνει έμφαση στην ένταση και στην ανατροπή, με αποδέκτη την αγάπη. Η απεικόνιση των προσώπων και των καταστάσεων είναι αυθεντική και παρουσιάζεται εναργώς η αλληλεπίδραση ανθρώπου και κοινωνικού περιβάλλοντος· ενός ιστορικά προσδιορισμένου κόσμου με κυρίαρχο το μοτίβο πως, στη θέληση της αγάπης, η μοίρα θα υποχωρήσει.

Καλύτερα να σ’ έλεγαν Λισσάβω
Σοφία Δημοπούλου
Ψυχογιός
408 σελ.
ISBN 978-618-01-4032-3
Τιμή €16,60

Keywords
Τυχαία Θέματα