Χριστόφορος Χαραλαμπάκης: «Η γλώσσα και το ύφος νεοελλήνων λογοτεχνών»

Ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης είναι ένας επιστήμονας βγαλμένος κατευθείαν από τα σπλάχνα του ελληνικού λαού. Όταν τον ακούς να μιλάει κι όταν τον διαβάζεις, νιώθεις βαθιά μέσα στο είναι σου την πέτρα που πατάς και τον αέρα που ανασαίνεις. Και τούτο γιατί ο Χαραλαμπάκης στήνει αυτί στα λόγια των λογοτεχνών μας και τη γλώσσα του λαού μας. Έχει ειπωθεί πως μόνο στη γλώσσα σου γράφεις λογοτεχνία και ειδικά ποίηση. Γιατί; γιατί η λογοτεχνία είναι έκφραση ψυχής και απαιτεί εντοπιότητα. Όπως έλεγε για τα υλικά της ποίησης ο Γιώργος Σεφέρης: «Το ποίημα/ […] / θρέψε το με το

χώμα και το βράχο που έχεις./ Τα περισσότερα–/ σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις» («Θερινό Ηλιοστάσι», Ζ’).

Το βιβλίο περιλαμβάνει εργασίες οι οποίες παρουσιάστηκαν με διάφορες ευκαιρίες. Για τη συμπερίληψή τους σ’ αυτόν τον τόμο έτυχαν περαιτέρω επεξεργασίας. Φυλλομετρώντας, έτσι για μια πρώτη γνωριμία, αυτό το ογκώδες πόνημα των 446 σελίδων, βλέπουμε ότι στέκεται στα μεγάλα ονόματα της λογοτεχνίας μας –πεζογραφίας και ποίησης– κι επισημαίνει και την πιο μικρή λεπτομέρεια. Αρπάζει τη νύξη και περνάει από τα μεγάλα ονόματα στα λιγότερα μεγάλα για να δει πώς η μία γραφή τροφοδότησε την άλλη.

Ο Χαραλαμπάκης θα διευκρινίσει τι είναι διάλεκτος και τι ιδίωμα με βάση τον βαθμό απόκλισης από την κοινή γλώσσα, ποιες οι γεωγραφικές περιοχές, ποιες οι γλωσσικές αποκλίσεις, ποιες οι επιπτώσεις από την απόκλιση. Σ’ αυτή την πλούσια σε πληροφορίες εισαγωγή του θα μας απαλλάξει από πολλές προκαταλήψεις και στερεότυπα, ενώ –και επειδή ο λόγος είναι για τη λογοτεχνική γλώσσα– θα μας υπενθυμίσει την «προσφορά των νεοελληνικών διαλέκτων και των ιδιωμάτων στη διαμόρφωση της νεοελληνικής γλώσσας (που) είναι ανεκτίμητη». Και η συμβουλή του είναι να αποφεύγουμε τον στιγματισμό του διαλεκτικού στοιχείου, μιλώντας μάλιστα ειδικά για τον κριτικό της λογοτεχνίας, του οποίου προκαλεί και επιζητεί την ενημέρωση πάνω στις φωνολογικές, μορφολογικές ή συντακτικές ιδιαιτερότητες, οι οποίες συμβάλλουν στο λογοτεχνικό ύφος.

Στον πίνακα περιεχομένων βλέπουμε ότι ο επιστήμονας ταξιδεύει από την εδώ όχθη της Ελλάδας στην απέναντι μεγαλόνησο της Κύπρου, όπου θα μελετήσει το έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη, που αγωνιά για το μέλλον της γλώσσας του, αλλά και άλλων που παρουσιάζουν πολύ μεγάλο γλωσσικό ενδιαφέρον.

Φυσικά, θα μελετήσει τον μέγα ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη, στον οποίο θα σταθεί και θα αποδείξει τη «μνήμη ως ταυτολογία». Ο Χαραλαμπίδης κατόρθωσε «να δώσει νέο ήθος στην ποίηση, να δει από νέα οπτική την ανθρώπινη μοίρα… και να συνταιριάξει με τη μαεστρία του νου και τα σκιρτήματα της καρδιάς του τον Λόγο με τη Μνήμη».

Ο καθηγητής θα σκύψει με μεγάλο σεβασμό στα κείμενα και θα εξετάσει λεπτομερώς τα έργα των Κυπρίων λογοτεχνών, από τα οποία θα ανασύρει και θα ερμηνεύσει τα διαλεκτικά στοιχεία και θα δικαιολογήσει με συναισθηματικούς όρους την επιλογή τους μέσα στο κείμενο. Παράδειγμα του παρέχει η «γλυκολάλητη φωνή» της ιδιαίτερης πατρίδας της Χρυσοθέμιδας Χατζηπαναγή.

Στην από εδώ όχθη και πάλι, θα μας δώσει το παράδειγμα της γλώσσας του Παπαδιαμάντη σε συσχετισμό με αυτήν του Κονδυλάκη, θέμα που ο Μάριο Βίτι είχε θεωρήσει ότι απαιτεί συστηματικότερη έρευνα, θίγοντας το σημαντικό πρόβλημα της επικοινωνίας με το νεότερο κοινό.

Το κεφάλαιο το αφιερωμένο στον Κωστή Παλαμά είναι μεγάλο και πλούσιο σε γλωσσικό υλικό, μορφήματα (λεξικά προσφύματα) και νεολογισμούς (νέες λεξικές μονάδες) που διαμορφώνουν το ύφος του ποιητή. Συνολικά έχει καταμετρήσει 651 σύνθετα στις ποιητικές συλλογές του, τα οποία επιβεβαιώνουν «τη γλωσσοπλαστική του ικανότητα», τη «νεολογική ευαισθησία του», «ποσοτική και ποιοτική, η οποία τον καθιστά… μοναδικό και ανεπανάληπτο».

Εύστοχες είναι οι επισημάνσεις του για τον δημοτικισμό του Δροσίνη και στις μεταγλωσσικές του απόψεις, την επαναστατική του εμφάνιση, την αξία των συλλογών του Φωτερά σκοτάδια και Κλειστά βλέφαρα και πολύτιμες οι «παρατηρήσεις του επιμελητή των Απάντων Γιάννη Παπακώστα».

{jb_quote}Πολύτιμο και παραδειγματικό βοήθημα για όποιον αγαπά τη λογοτεχνία και αγωνιά για τη γλώσσα μας.{/jb_quote}

Σπουδαίο είναι και το κεφάλαιο το αφιερωμένο στον «μεγάλο στυλίστα» Νίκο Καζαντζάκη, και ευλόγως. Επισημαίνει τον «επιφωνηματισμό» του, τα είδη των επιφωνημάτων τα οποία αποδεικνύουν ότι ήταν «άριστος γνώστης της λαϊκής ψυχής και της αυθόρμητης προφορικής γλώσσας». Σχολιάζει τη «φιλοσοφία της γλώσσας» του, κάτι που τον ανέδειξε έξω από τα σύνορα. Τις αναζητήσεις του για την ουσία του Θεού, που καταλήγουν στο ότι «κάθε ιδέα που ’χει πραγματική επίδραση έχει και πραγματική υπόσταση», κάτι που ο αναγνώστης θα βρει αργότερα και στον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος αναζητεί τον ιδανικό παράδεισο επί της γης. Σταματάμε στη φράση «το όνομα είναι φυλακή», «ο Θεός είναι λεύτερος» του Καζαντζάκη και στα σχόλια «εκρηκτική δύναμη της λέξης», «αίγλη της γραφής», «πανίσχυρη παραγλώσσα» του Χαραλαμπάκη. Τον Καζαντζάκη μνημόνευσε στη Σουηδική Ακαδημία ανάμεσα στους μεγάλους μας ποιητές ο Ελύτης, ενώ ο Νίκος Μαθιουδάκης μελέτησε το λεξιλόγιό του στην Οδύσσεια. Συνοπτικά, στο Συμπόσιο του Καζαντζάκη (γενικό σχεδίασμα για το μετέπειτα φιλοσοφικό του έργο) ο Χαραλαμπάκης βλέπει σε βυζαντινή μικρογραφία «ολόκληρο τον πυρήνα του στοχασμού του». Οι λέξεις του «φαντάζουνε σαν ξόρκια», ενώ το ύφος του είναι «ενδοσκοπικό», «ξεπερνά το φράγμα της γλώσσας», «απεικονίζει σκιρτήματα ψυχής», «διαλογισμούς του πνεύματος», «είναι οικουμενικό».

Για τον Σεφέρη, αφού τον παρουσιάσει και τοποθετήσει ανάμεσα στους δώδεκα μεγάλους –είναι τυχαίος άραγε ο αριθμός 12;– θα μιλήσει για τον τρόπο που χειρίστηκε τη γλώσσα στις μεταφράσεις του, βάζοντας μια τελεία πάνω από ορισμένα σύμφωνα ή κάτω από ορισμένα φωνήεντα, για να υποδηλώσει φθόγγους που δεν υπάρχουν στην ελληνική γλώσσα. Οι απόψεις του Σεφέρη για τη γλώσσα έχουν κατατεθεί στις Δοκιμές του. Ο Χαραλαμπάκης, ακουμπώντας γερά στο σεφερικό κείμενο, θα αντλήσει τα επιχειρήματα που τον ενδιαφέρουν και θα επαναλάβει τη ρήση του Buffon: «Το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος» ή τη ρήση του ίδιου του Σεφέρη: «Η Ποίηση είναι ολόκληρος ο άνθρωπος και τούτο δεν είναι ορισμός, ευτυχώς». Η γλώσσα, είπε ο ποιητής, «είναι το μόνο μέσο για να εκφράσουμε τη σκέψη μας… δεν είναι μήτε η καθαρεύουσα μήτε η δημοτική […] είναι η σημερινή ελληνική γλώσσα». Προσπαθώντας να ανιχνεύσει τη διαδικασία με την οποία ο ποιητής ανασύρει από τη μνήμη του τις υπέροχες λέξεις από παλαιότερα κείμενα, θα καταλήξει στον διττό ρόλο του ποιητή: α. Να κυριαρχήσει αυτή τη γλώσσα, να την κάνει να μιλήσει με υψηλότερη ένταση αλλά χωρίς να απομακρυνθεί από την τρέχουσα, που την κάνει φορέα συναισθημάτων, και β. Ο ποιητής έχει χρέος να επισημαίνει και να καταδικάζει τη φθορά της γλώσσας, η οποία θα πέσει στους επιγόνους.

Για τον Οδυσσέα Ελύτη γράφει ότι ανανέωσε τη λογοτεχνική γλώσσα, επικαλείται στίχους από το Άξιον Εστί και παραπέμπει στα θρησκευτικά κείμενα, από τα οποία ο ποιητής άντλησε την έμπνευσή του (να θυμίσουμε εδώ την πολύ σημαντική έρευνα των πηγών του Ελύτη από τον Τάσο Λιγνάδη), τις σχέσεις των στίχων με τους πίνακες ζωγραφικής (να θυμίσουμε ότι ο Ελύτης και ζωγραφίζει και συνθέτει κολάζ) και επίσης να διαβάσουμε τα τόσα κείμενά του στα Ανοιχτά Χαρτιά, όπου ο ίδιος εξηγεί πώς επιλέγει την κάθε λέξη ώστε να μας δείχνει την κίνησή της, την καταγωγή της, την ιστορία της, το νόημά της… τη γοητεία της και την πολυσημία της.

Να θυμίσουμε ότι ο Σεφέρης στα πεζά κείμενά του είναι «δάσκαλος» και ότι ο Ελύτης είναι και στα πεζά του ποιητής. Όπως γράφει ο Χαραλαμπάκης: «Οι απόψεις του Ελύτη για τη γλώσσα αξίζει να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης». Προέχει για τον Ελύτη βεβαίως πάντα το ότι η γλώσσα είναι «εργαλείο μαγείας και φορέας ηθικών αξιών». Οι δύο νομπελίστες ποιητές μας μοιάζουν και διαφέρουν συγχρόνως, στοχαστικότερος ο ένας, λυρικότερος ο άλλος, χαρτογράφησαν την ελληνική ποίηση και άφησαν στίγμα ανεξίτηλο στους μεταγενέστερους. Για όλες τις απόψεις, σχόλια και κρίσεις, υπάρχουν τα αποδεικτικά κείμενα.

Κι ακόμα ακολουθούν περί τις είκοσι εργασίες, ανάμεσα σ’ αυτές για τους Μανόλη Πρατικάκη, Αντώνη Φωστιέρη, Αντώνη Μακρυδημήτρη και πολλούς άλλους αξιόλογους λογοτέχνες.

Το τελευταίο κείμενο αφορά «τη γοητεία της απέριττης γραφής του Μάκη Τσίτα». Ο Χαραλαμπάκης θα μελετήσει διεξοδικά το βιβλίο Πέντε στάσεις, σταθμεύοντας σε κάθε παράγραφο για να εντοπίσει τα στοιχεία αυτής της γοητείας. Θα τονίσει ότι «η γλώσσα του έργου αποτελεί αποθέωση της προφορικότητας με έντονες διακυμάνσεις, ανάλογα με την εκάστοτε ψυχική κατάσταση των ηρώων… Ο συγγραφέας προσδιορίζει τη γλωσσική ταυτότητα της ηρωίδας του… των Βορειοελλαδιτών…», υπενθυμίζοντας πως το λογοτεχνικό ταλέντο διακρίνεται στις λεπτομέρειες· στους επιτονισμούς που δηλώνουν ειρωνεία, την αποφυγή των νεολογισμών, γιατί τον ενδιαφέρει «ο αφτιασίδωτος προβληματισμός του βάθους». Τέλος, «η γλώσσα του Μάκη Τσίτα είναι άψογη» και οι Πέντε στάσεις επιβεβαιώνουν ακόμα μια φορά τις σπάνιες λογοτεχνικές του ικανότητες, το ταλέντο του, την αντισυμβατικότητα των ηρώων του.

Ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης μάς παρέδωσε ένα corpus εργασιών πολύ σημαντικών πάνω στη γλώσσα των λογοτεχνών μας, πολύτιμο και παραδειγματικό βοήθημα για όποιον αγαπά τη λογοτεχνία και αγωνιά για τη γλώσσα μας.

Η γλώσσα και το ύφος νεοελλήνων λογοτεχνών
Χριστόφορος Χαραλαμπάκης
Επιμέλεια: Μόσχος Μορφακίδης-Φυλακτός, Παναγιώτα Παπαδοπούλου, Νίκος Μαθιουδάκης
Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών Γρανάδας (Centro de Estudios Bizantinos, Neogriegos y Chipriotas)
446 σελ.
Βρείτε το βιβλίο εδώ.

Keywords
Τυχαία Θέματα