ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Η φωτιά…


Είναι τόση η ξαφνική βία, η σφοδρότητα, η παντοδυναμία της φωτιάς, που δεν χωράνε εισαγωγές. Ζω εδώ και λίγες εβδομάδες σε οικογενειακό μας σπίτι στις Αφίδνες. Περιοχή; Κοσμοθέα. Πάνω μας; Η Δροσοπηγή. Γύρω μας; Όλη η Πάρνηθα! Παντού πεύκα. Δάση δίπλα στην εθνική, αδιάβατα, καλά κρυμμένα απ τις ορέξεις –νομίζαμε- για πολυκατοικίες.

Όλοι φοβόντουσαν και έπαιρναν μέτρα, δήμοι και ιδιώτες για να μην συμβεί το κακό. Το χωριό, τα Κούρκα στο ύψωμα. Εδώ που ζω εγώ, ήταν τα χωράφια τους. Και πάνω απ το χωριό, η πλούσια, η αξιοζήλευτη Ιπποκράτειος Πολιτεία. Μυστική και αυτή.

Ας μένουν οι νεόπλουτοι στην Εκάλη και στην Γλυφάδα. Εδώ βρήκαν γη κατάφυτη οι αρχιτέκτονες και δημιούργησαν μερικά αριστούργημα της επιστήμης και τέχνης τους. Πάνω απ το χωριό εκεί μια λίμνη. Πάπιες και κύκνοι. Και ελάφια. Μες στα πεύκα. Κάποια τους τόσα παλιά, με χοντρούς κορμούς, που δεν αγκαλιάζονται αν απλώσουν και πέντε άντρες τα χεριά. Πάλι κάτω, δίπλα απ το οικογενειακό σπίτι, ένα δάσος να φτάνει ως την κορυφή, αδιάβατο και κυρίαρχο. Ζούσαν μέσα του πολλές αλεπούδες. Τα βράδια τις έβλεπα να τρέχουν τόσο όμορφες στην ελευθερία τους. Καμία φορά τους αφήναμε, με τα παιδιά φαγάκι στην άκρη του δάσους. Καθόμασταν στο αυτοκίνητο με σβηστά φώτα και τις παρακολουθούσαμε να τρώνε. Κόκκινες, φουντωτές, μικροσκοπικές και πανέξυπνες. Μας μάθανε σιγά σιγά και πλησίαζαν στο αυτοκίνητο για να μας δουν καλύτερα. Οι γείτονες μας; Ντόπιοι, συνταξιούχοι οι περισσότεροι, ερωτευμένοι με τον τόπο και τη γη τους. Νοικοκύρηδες.

Λουλούδια, δέντρα, γκαζόν, όλα απ τα χεριά τους φτιαγμένα, με αφοσίωση σχεδόν καλλιτεχνική. Χρόνια να ανασταίνουν καρυδιές, κερασιές, αμυγδαλιές, παρτέρια με τριαντάφυλλα και να συναγωνίζονται με βουβές περηφάνιες για το ποιος φτιάχνει το καλύτερο. Κόπος και μεράκια ζωής. Ώσπου πέρασε η φωτιά…

Τέσσερις η ώρα και οι φλόγες να φωτίζουν μέσα το σπίτι, σα πορτοκαλί μέρα. Απότομα ξυπνήματα σα να μη καταλαβαίνεις αν βλέπεις όνειρο η αυτός ο κίνδυνος είναι η αλήθεια. Τα παιδιά στο αυτοκίνητο. Να ασφαλιστούν στην εθνική. Καπνός παντού. Ξύπνιοι άνθρωποι απότομα, σα σκιές από όνειρα μέσα σ αυτοκίνητα με αναμμένα φώτα και απελπισία για το που να πάνε, τι να κάνουν; Να φυσάει αέρας και η φωτιά να απλώνεται παντού. Απ την εθνική οι φλόγες να πιάνουν το βουνό όλο. Μέσα στο σκοτάδι της κοιμισμένης γης και του μαύρου ουρανού, η φωτιά να μοιάζει αιωρούμενη, θεϊκή καταδίκη, ανθρώπινη αδυναμία. Και να αργεί αυτή η νύχτα να ξημερώσει, να σηκωθούν τα αεροπλάνα, τα ελικόπτερα, να σωθεί ο τόπος. Η εθνική κλειστή. Τα πούλμαν με τους τουρίστες να κοιτούν σα χαμένοι την κόλαση. Απελπισμένος κόσμος. Βουρκωμένα μάτια.

Μέρα. Τα παιδιά ασφαλή (όσο γίνεται) και εμείς να πολεμάμε σε χαμένες μάχες, με κάτι λαστιχάκια απέναντι στον πύρινο Γολιάθ. Οι πυροσβεστικές. Οι ρίψεις με νερό. Το διπλανό σπίτι, το φτιαγμένο με χρήματα μιας ζωής, με δουλειά προσωπική, με έρωτα για το μέρος, καίγεται σε αργή κίνηση, νομίζω, όλο. Σα κάποιος να χει βάλει την ταινία σε λάθος στρο

Keywords
Τυχαία Θέματα