Κυρανιά τ΄Αντρούλη, μια ξεχωριστή μάνα

10:56 3/12/2014 - Πηγή: Aixmi

Μικρό παι(δ)ί ο (Β)ασιλής, τρόμαζε σε κάθε μικρούτσικη λεπτομέρεια, από κείνες που αν τύχει και φουσκώσουν, έτσι τρομερές, μοιάζουν με τα ολότελα πέτσικα θεριά του μυαλού, ξέρεις εσύ τώρα, εκείνα που ξερνούν τα πιο μεγάλα βάσανα.

Η Κυρανιά έπιανε το φοβισμένο παι(δ)ί, και έφτανε μια γερή αγκαλιά ή ένα τίναγμα μέχρι τον ουρανό, για να ‘ρθει η πιο γλυκιά κάλμα του, από αυτές που παίρνουμε μαζί στο μνήμα και ποτέ δε σφάλλουν, δείχνουν μονάχα την αγάπη.

Η φυσική μάνα, εκείνη η άμοιρη που τον έφερε στο κόσμο, δεν τα είχε καταφέρει. Τη ειρωνεία

για την Ευαγγελία, να πεθαίνει πάνω που θα γεννούσε το δεύτερο παιδί της. Έτσι ετούτη η θεία, η Κυρανιά, μέτρησε κουράγια και σήκωσε μανίκια, αποφάσισε να αναλάβει το αρσενικό μωρό της ανιψιάς, μόνο που έπρεπε να βγάλει τα χρέη, να σβήσει όλους τους λογαριασμούς, τα στεγνά κολλυβογράμματα, που βάραιναν και έκαναν ασήκωτη τη κούνια.

Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή και εκτυλίσσεται στις αρχές του 20ου αιώνα, τότε που η λέξη πρόνοια έδειχνε ανυπόγραφες εικόνες στις εκκλησιές, άντε και καμιά γειτόνισσα με μνήμη, κυρίως με ένα πιάτο φαΐ που της περίσσευε.

Εκείνοι που μιλούν για τους εννιά μήνες και όταν προφέρουν τη λέξη μάνα, λένε πως όλα τα φτιάχνουν οι ωδίνες, θα έπρεπε να γνωρίσουν τη Κυρανιά τ’ Αντρούλη, τη γυναίκα που έκαμε πέρα κάθε σκέψη για προσωπική ζωή και ρίχτηκε σα λέαινα, στη μάχη για να μεγαλώσει το παιδί της ανιψιάς της!

Χρυσοχέρα η Αντρούλαινα, κεντούσε τυχόν παραγγελίες στον αργαλειό, έραβε και μπάλωνε σκασμένα πετρομάχια, και κάθε τόσο άναβε ξυλόφουρνο, και όπως λένε, ζύμωνε το πιο γλυκό ψωμί, αφού είχε για στολίδι τους κόπους και τους ολοκάθαρους ιδρώτες της. Όμως έμεινε στην ιστορία του μικρού τόπου για μια άλλη δουλειά, από κείνες που σήμερα ξαποσταίνουν μέσα σε αδιάβαστα βιβλία. Έκαμε για πολλά χρόνια τη διαλαλίστρα, μάθαινε μια είδηση, μια πληροφορία, έπειτα στεκόταν στα πιο ψηλά σκαλιά της εκκλησίας, έβαζε τα δυνατά της και φώναζε, τη διαλαλούσε προς τα σπίτια του χωριού. Ξεκίνησε πρώτα να μοιράζει τα γράμματα, όταν έπιανε το βαπόρι, έφτανε στα χέρια της ένας βαρύς σάκος, γεμάτος από τις επιστολές του έξω κόσμου, κι εκείνη αναλάμβανε να πιάσει το ποδαρόδρομο και να ξετρυπώσει τους αποδέκτες.

Η φωνή της, μάλλον αυτή στάθηκε πρώτη αφορμή, περισσότερο μπάσα και βροντερή από τις συνηθισμένες, την έφερνε μέσα στα σπίτια πριν τη φυσική παρουσία της. Ενώ στην αρχή μοίραζε μόνο θαλασσοπνιγμένα γράμματα, πολύ γρήγορα διαλαλούσε και όλα τα νέα. Εφημερίδες και ραδιόφωνα δεν έφταναν στο χωριό, έτσι μέσα από το στόμα της Κυρανιάς, έκαναν κύκλο όλες οι ειδήσεις.

Από τα χαμένα αντικείμενα που αναζητούσαν οι ξεχασιάρηδες, και την ακύρωση της άφιξης του πλοίου, μέχρι και τις αναγγελίες γάμων και μνημοσύνων, αλλά και των πιο βιαστικών, πάντοτε αναπάντεχων, κηδειών.

Μέρος της αμοιβής της, εκτός από ένα μικρό μηνιάτικο της κοινότητας, ήταν τα «βριστίκια» (εύρετρα) και με αυτά μεγάλωνε τον (Β)ασιλή της, το μοναχοπαίδι της. Όλα αυτά σε μια εποχή λιγότερο μεταξωτή, σίγουρα πιο σκληρή από τη δική μας. Και ενώ σήμερα προσπαθούμε να απλοποιήσουμε το εύκολο, και αν είναι δυνατό ούτε καν να αγγίζουμε, παρά μόνο με τη σκέψη να μετακινούμε αντικείμενα. Η άγνωστη υπόθεση της υιοθεσίας του (Β)ασιλή δείχνει τα όρια και την ανθρώπινη θέληση, που μπορεί να δώσει νόημα στη πιο μεγάλη λέξη, τη μάνα. Όσο για κείνους που θα ήθελαν να γνωρίσουν το τέλος της ιστορίας, ο γιός της Κυρανιάς, ο (Β)ασιλής, έκαμε τη δική του στέρεη οικογένεια, (παντρεύτηκε την Χατζηνούλα), ενώ η ηρωίδα μάνα αποσύρθηκε σε ένα μικρό χωραφάκι.

Σε μια σπιθαμή γής, με μια κατσίκα και δυό κότες για συντροφιά και κουβεντολόϊ, εκεί πέρασε το υπόλοιπο της ζωή, με οδηγό ότι πιο σημαντικό μπορεί να χαρακτηρίσει τα στερνά μας, την διαρκώς ανα-ζητούμενη αξιοπρέπεια.

Keywords
Τυχαία Θέματα